Slow West

Στα δραματικά τοπία του Κολοράντο, ο Σίλας Σέλεκ (Φασμπέντερ), ένας επικίνδυνος περιπλανώμενος, συναντά τον έφηβο Τζέι (Κόντι Σμιτ-Μακφί). Παρόλο που μια τέτοια συνάντηση κανονικά θα οδηγούσε σε μια μονομαχία μέχρι θανάτου, ο Σίλας επιλέγει να μην σκοτώσει τον Τζέι και αντίθετα του προσφέρει προστασία, σε αντάλλαγμα για χρήματα. Το βραβευμένο στο Σάντανς «Slow West», διαθέτει το αδιαμφισβήτητο χάρισμα του Μάικλ Φασμπέντερ, που δίνει πνοή σ' αυτό το ιδιόμορφο γουέστερν του πρωτάρη Τζον Μακλίν.

Elle 25 Ιουν. 15
Slow West

Ατέλειωτες πεδιάδες και βουνά που χάνονται στην ομίχλη, ορμητικά ποτάμια και έρημοι δρόμοι στο χείλος των γκρεμών. Μοναχικοί άνθρωποι, αμοραλιστές, που ταξιδεύουν αποζητώντας την πραγματοποίηση των ονείρων τους. Άλλοι προσπαθούν να ξεφύγουν από κάτι και άλλοι πάλι αναζητούν τη λύτρωση. Ο καθένας σε αυτόν τον τόπο των ψευδαισθήσεων, των υπέρογκων προσδοκιών και απαιτήσεων είναι μόνος του, καθώς αποβράσματα παρακολουθούν διαρκώς την κάθε σου κίνηση και είναι έτοιμα να επιβάλλουν το δικό τους νόμο.

Η Δύση με το μακρύ και δύσβατο ταξίδι κατά μήκος των συνόρων της, κρύβει τοπία που κόβουν την ανάσα, διλήμματα ζωής και θανάτου, σκηνές βίαιης ενηλικίωσης, αλλά και ασυνείδητες ίσως αναζητήσεις του μυθικού προορισμού, της αρμονίας, της ίδιας της ύπαρξης. Σε έναν κόσμο τόσο όμορφο και συγχρόνως τόσο εχθρικό, μια νότα αθωότητας, ένα ανόητο, ξεμυαλισμένο αγόρι που σίγουρα δεν ανήκει εκεί που βρίσκεται, μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες στην πορεία προς το ανεξερεύνητο. Ίσως πάλι, όλα αυτά να αποτελούν ένα κακόγουστο αστείο, μια ακόμη εξωφρενική ιστορία, βουτηγμένη στην υπερβολή. Ένας νοσταλγικός και χαμηλόφωνος θρύλος που σε λίγο καιρό «θα αντιμετωπίζεται σαν κάτι που συνέβη μια φορά κι έναν καιρό …».

Κάπου ανάμεσα στο «Νεκρό» του Τζιμ Τζάρμους και το «Μέχρι το Τέλος» του Τ. Λι Τζόουνς κινείται το «Slow West» του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη-σεναριογράφου Τζον Μακλίν, περιγράφοντας με γερή δόση σουρεαλισμού την ιστορία του Τζέι Κάβεντις (Κόντι Σμιτ-Μακφί, ο γιος του Μόρτενσεν στο δυστοπικό «O Δρόμος»), ενός νεαρού καλοαναθρεμμένου αγοριού, το οποίο έχει φτάσει από την Σκοτία στο Κολοράντο χωρίς γρατζουνιά, (δίχως αυτό να ενδιαφέρει καθόλου το φιλμ) αναζητώντας τη χαμένη του αγάπη. Στο δρόμο του θα βρεθεί ένας κυνικός κυνηγός κεφαλών (ένας ηλιοκαμένος Μάικλ Φασμπέντερ, που συνεχίζει να αποδίδει κάτω από οποιαδήποτε πρόκληση) ο οποίος θα αναλάβει να τον προστατέψει, οδηγώντας τον οξύμωρα στο χαμό του. Το φιλμ μοιάζει δομημένο πάνω σε ένα φανταστικό ξεμυάλισμα, με τα εμβόλιμα φλας μπακ να εγείρουν περισσότερες ερωτήσεις παρά να δίνουν απαντήσεις. Ένα μάταιο ψέμα που ταυτόχρονα γίνεται υλικό για μύθους, συντελώντας στην σκόπιμη και παράλογη αποδόμηση των κλασικών γουέστερν.

Η επιδιωκόμενη εξωφρενικότητα του σεναρίου καθιστά σχεδόν όλους τους χαρακτήρες δισδιάστατους, σχεδόν στερεοτυπικές προσωπικότητες μιας αφελούς φάρσας που όμως καταφέρνει να είναι τόσο αυθεντική όσο της επιτρέπει το genre. Ο παραλογισμός της αφήγησης συνεχίζεται μέσα στις απίθανες συναντήσεις του αταίριαστου ζευγαριού των ταξιδιωτών, αλλά και στους φαινομενικά ανούσιους μεταφυσικούς διαλόγους, που όμως σε ανύποπτες στιγμές χαρίζουν αφοπλιστικούς υπαινιγμούς γύρω από τα οποιαδήποτε αντικείμενα του πόθου, την ύπαρξη της αθωότητας και της καλοσύνης, πλαισιώνοντας ειρωνικά τις τελευταίες εκλάμψεις ενός άγριου κόσμου που πεθαίνει και ενός νέου που πασχίζει να γεννηθεί.

Η ονειρική προοπτική του καταρρίπτεται από το ρεαλιστικό φινάλε που καταφέρνει εύστοχα να διαρρήξει τον ποστ-μοντερνισμό της φόρμας, με όλους (τους εναπομείναντες) χαρακτήρες να συγκλίνουν σε μια τελική αναμέτρηση υπέροχα χορογραφημένη, την οποία κάλλιστα θα μπορούσες να αντικρίσεις σε έργα των αδελφών Κοέν. Η δε προσέγγιση των ληστών στο μικρό σπίτι μέσα από τα κιτρινισμένα χωράφια (με αρχηγό τον πάντοτε ευπρόσδεκτο Μπεν Μέντελσον) κατορθώνει να αναπαραστήσει ευφυέστατα το κοντράστ ανάμεσα στην καθηλωτική ομορφιά του τοπίου και τη βαρβαρότητα των ανελέητων νόμων των συνόρων που κυβερνούν αυτόν τον τόπο.

Το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του φιλμ (το «αργή» του τίτλου σίγουρα δεν είναι ψέμα, χωρίς ποτέ όμως να γίνεται ανιαρή) είναι αναμφισβήτητα η μεγαλοπρεπής κινηματογράφηση του Ρόμπι Ράιαν με τις πανοραμικές λήψεις να χάνονται στον ορίζοντα -στην πραγματικότητα τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Ζηλανδία- δίνοντας ρυθμό στην ελαφρώς προβληματική εξέλιξη της πλοκής και παράλληλα επεξηγώντας χειροπιαστά τι ήταν αυτό το κάτι που έκανε τους ανθρώπους να ονειρεύονται.

Σίγουρα πολλές φορές το «Slow West» μοιάζει μεθοδευμένο και ασύντακτο, όμως αποπνέει ποιητικότητα δίχως να λογίζεται ελαφρύ και ανέμελο, ενώ ταυτόχρονα τα δραματικά του στοιχεία φιλτράρονται περίτεχνα μέσα από μια αποστασιοποιημένη συναισθηματικότητα. Σου δίνει την εντύπωση ενός ψυχεδελικού, πικρού γουέστερν βυθισμένου στις αντιφάσεις, που δεν μπορείς να το πάρεις στα σοβαρά, αλλά παρόλα αυτά καταφέρνει να σε συγκινήσει με την αφοπλιστική του απλότητα, όπως οι τρεις Κογκολέζοι μουσικοί που τραγουδούν στα γαλλικά για την αγάπη, μες στη μέση του πουθενά.

 

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα: