Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που διατρέχουν τα δράματα για τα κοινωνικά δικαιώματα, είναι ο κινηματογραφικός τους εγκλωβισμός μέσα στις ίδιες τις «αγνές» τους προθέσεις. Η μεταφορά σε μιαν άλλη εποχή γεμάτη αδικία, αγώνες, υπερβάσεις και καταπίεση, μοιραία υποβάλλει το θεατή σε ένα ηθικοπλαστικό κοντράστ με την καθημερινότητά του (εκτός ελάχιστων αλλά σημαντικών εξαιρέσεων), οδηγώντας γρήγορα στο συμπέρασμα ότι ο αγώνας έχει πλέον κερδηθεί.
Οι καταληκτικές εικόνες με τις στατιστικές γύρω από την απόδοση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες σε διαφορές χώρες (με την Ελλάδα να αποκαθιστά αυτήν την κοινωνική ανισότητα πλήρως, μόλις το 1952) επιβεβαιώνουν ένα συναίσθημα επανάπαυσης, ή έστω ελάττωσης άβολων συσχετισμών που θα μπορούσαν να καταστήσουν σαφές ότι η αληθινή εξίσωση των δύο φύλλων κερδίζεται κάθε μέρα, ακόμη και σήμερα.
Η αλήθεια είναι ότι το φιλμ της Σάρα Γκάβρον χρησιμεύει σαν μια καυστική υπενθύμιση προς όλους αυτούς που υποστηρίζουν ότι η πολιτική ισότητα ανδρών και γυναικών προήλθε αυθόρμητα μέσα από κοινωνικές ζυμώσεις και ανακατατάξεις, ή μέσω της δημοκρατικής αξιοπρέπειας της προοδευτικής τάξης και των ιδεών της. Εντούτοις, είναι εξίσου εμφανής η ευγενική και σε πολλές στιγμές δακρύβρεχτη κινηματογράφηση, με συνέπεια το εγχείρημα να χάνει τον ειρμό, τον τόνο και τον προσανατολισμό του.
Η αφήγηση της ταινίας επικεντρώνεται στον φανταστικό χαρακτήρα της Μοντ Γουντς (με την Κάρεϊ Μάλλιγκαν να φαντάζει περισσότερο αποφασισμένη και θαρραλέα απ’ ότι το ίδιο το φιλμ), η οποία ριζοσπαστικοποιείται λίγο κατά τύχη, λίγο εξαιτίας της χρόνιας κακοποίησης και αλαζονείας των ανδρών, και στρατολογείται στο κίνημα της σουφραζέτας στη Μεγάλη Βρετανία των άρχων του 20ου αιώνα. Στην προσπάθειά της να ισορροπήσει ανάμεσα στην αφοσίωση στον αγώνα και την σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζει, το φιλμ εκδηλώνει το πιο θετικό του στοιχείο: τις δύο ευδιάκριτες κοινωνικές τάξεις που μάχονται για το ίδιο αποτέλεσμα με τελείως διαφορετικό τρόπο και κυρίως επωμιζόμενες εντελώς ανόμοιες συνέπειες.
Η προσφορά των φιλελεύθερων αστών δείχνει σημαντική το δίχως άλλο. Όμως είναι η ταλαιπωρημένη εργατική τάξη αυτή που έχει να χάσει σχεδόν τα πάντα. Όχι μόνο την αξιοπρέπεια, αλλά την ελευθερία, την εργασία, ακόμη και την ίδια τη ζωή της. Αυτές οι γυναίκες παρουσιάζονται ως πραγματικοί στρατιώτες ενός σκοπού που εκείνη την εποχή αποτελούσε «προϊόν κατώτερης θηλυκής φαντασίας». Είναι δε ξεκάθαρη -παρότι υποχρησιμοποιείται- η νοηματική επικέντρωση στην ανάγκη της ακτιβιστικής δράσης· τη σχεδόν υποχρέωση για προσωπική και συλλογική υπέρβαση ώστε να αλλάξουν τα στέρεα συντηρητικά κοινωνικά δυναμικά.
Εκεί δυστυχώς που το φιλμ χάνει τα βήματά του -έκτος από τις «τρομοκρατικές» ενέργειες των γυναικών οι οποίες μοιάζουν άνευρες και ασχεδίαστες- είναι στην αποτύπωση του προσωπικού δράματος σε συνάρτηση με την οικουμενικότητα των γεγονότων. Μπορεί οι σκηνές να ενώνονται τελικά από τη σκηνοθετική διορατικότητα ότι η φεμινιστική καθυπόταξη εισχωρεί σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας, παρόλα αυτά η αναπαράστασή τους έχει κάτι το στατικό, το απόλυτα συμβατικό και ημιτελές. Χωρίς να καταφέρνουν να συγκινήσου ή να σοκάρουν όσο κάποιος θα ήθελε, κατορθώνουν να υποσκελιστούν συναισθηματικά από τις πραγματικές ασπρόμαυρες εικόνες των γυναικών του τολμηρού κινήματος που η ταινία έξυπνα αποφασίζει να προβάλλει στο τέλος.
Συν τις άλλοις, ακόμη και οι ιστορικές φιγούρες που εμφανίζονται κατά διαστήματα, εικονογραφούνται θολές και ασαφής με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σχεδόν μηδαμινή (αλλά ιδιαίτερα διαφημισμένη) εμφάνιση της Μέριλ Στριπ που ως Έμελιν Πάνκχαρστ ευλογεί τον αγώνα των γυναικών, αφήνοντας τα κρεμασμένα στους τοίχους πορτρέτα της να συνεισφέρουν περισσότερο από την ίδια.
Το «Σουφραζέτες» φανερώνει γρήγορα τις χτυπητές του αδυναμίες, που δυστυχώς την κατατάσσουν ως μια «μετριόφρων» δημιουργία με βάσιμα ωστόσο επιχειρήματα. Μοιάζει με μια δημιουργία που σε απορροφά περιστασιακά στη εποχή της χωρίς όμως να καθιστά απαραίτητη την πλήρη δέσμευση σε αυτό που προβάλει.
Όπως η σχέση αλληλοσεβασμού που προσπαθεί να στήσει ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια και τον αρχηγό της μυστικής αστυνομίας (άλλο ένα επιστέγασμα του ερμηνευτικού ταλέντου του Μπρένταν Γκλίσον) φαντάζει τελικά ασταθής και μισοτελειωμένη, έτσι και η αίσθηση παραμένει τελικά ρηχή, καθώς το φιλμ δεν κατορθώνει να αφήσει ένα ισχυρό και αντάξιο της θεματολογίας του αποτύπωμα.