Ο Στιβ Τζομπς υπήρξε ένας από τους πιο επιδραστικούς τεχνολογικούς πιονέρους του 20ού αιώνα. Ηταν επίσης ένας δύστροπος και εγωκεντρικός άνθρωπος, που φερόταν με συχνά δυναστικό τρόπο στους συνεργάτες και τους οικείους του, διατηρούσε σχεδόν ψυχωτικά τον έλεγχο της δουλειάς του και απέφευγε να δώσει τα εύσημα στους συναδέλφους που τον βοήθησαν να πραγματώσει τα οράματά του.
Δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία φορά, ασφαλώς, που μια γνήσια ιδιοφυία των καιρών της συνοδευόταν από έναν βαθύτατα προβληματικό χαρακτήρα και ο Στιβ Τζομπς δεν αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα αυτό. Ο Άαρον Σόρκιν διέκρινε προφανώς κάτι ελκυστικό σε μια τόσο τρανταχτή αντίθεση, με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει προηγουμένως στο «Social Network», κερδίζοντας εκεί Οσκαρ σεναρίου με την προσπάθειά του να εισχωρήσει στο εσωτερικό ενός ακόμη πρωτοπόρου της ψηφιακής εποχής.
Η αφηγηματική δομή που επιλέγει, ωστόσο, αυτή τη φορά και ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνει την ιστορία του αποτελούν από μόνα τους ένα τόλμημα. Στις μέρες που το Χόλιγουντ δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει την αντιπάθειά του για τα διαλογικά σενάρια ή τον περιορισμό της δράσης σε πιο θεατρογενή καλούπια, ο Σόρκιν προσφέρει ακριβώς αυτό: μια ταινία που εκτυλίσσεται αποκλειστικά εντός των τειχών, σε ασφυκτικούς κλειστούς χώρους και με λιγοστούς πρωταγωνιστές.
Ολόκληρο το φιλμ τοποθετείται στα παρασκήνια τριών καθοριστικών εμφανίσεων του Στιβ Τζομπς ενώπιον κοινού και δημοσιογράφων προκειμένου για το λανσάρισμα κάποιου νέου προϊόντος του: το 1984 για το πολυδιαφημισμένο ντεμπούτο του πρώτου υπολογιστή Macintosh, το 1988 για το αποτυχημένο Black Cube και το 1998 με τη θριαμβευτική εμφάνιση του επιτραπέζιου iMac και την αναγόρευση του ήδη πολυεκατομμυριούχου Τζομπς σε αυτοκράτορα της ψηφιακής εποχής.
Συγχρονισμένος στους λεκτικούς πολυβολισμούς του Σόρκιν, ο Μπόιλ ανταποκρίνεται με μια δραστήρια αλλά καθόλου επιδειξιομανή σκηνοθεσία η οποία ξεδιπλώνει το παρασκηνιακό δράμα σε πραγματικό χρόνο και σε ένα λαβύρινθο από γραφεία, καμαρίνια και διαδρόμους, βάζοντας ούτε λίγο ούτε πολύ τους ηθοποιούς να συνομιλούν και να λύνουν τα ζητήματά τους εν κινήσει και με τους δείχτες του ρολογιού να μετρούν διαρκώς εναντίον τους.
Ο κινηματογραφικός Στιβ Τζομπς αποτελεί μια άκρως αντιφατική και μονομανή φιγούρα η οποία, ενώ κατορθώνει να συνδέσει εκατομμύρια ανθρώπους μέσω της τεχνολογίας, αδυνατεί να πετύχει για τον εαυτό του παρόμοια σύνδεση και επικοινωνία με τους γύρω του.
Μέσα σε αυτό το πειθαρχημένο πλαίσιο, που μοιάζει με προέκταση της λογικής με την οποίο ο Τζομπς αντιμετώπιζε μονίμως τις εφευρέσεις του ως κλειστά συστήματα, η ταινία αναπαριστά τη σχεδόν ανελέητη αναμέτρηση του ήρωα με τον κόσμο έξω από αυτόν αλλά και μέσα του.
Το μοτίβο παραμένει ίδιο: από τον πρώην μέντορά του και τους στενούς συνεργάτες του μέχρι την καρτερική γραμματέα του, την πρώην φιλενάδα του και μια κόρη που αρχικά αρνείται να αποδεχτεί ως δική του, όλοι τους επιστρέφουν ξανά και ξανά για να υπενθυμίσουν στον Τζομπς την ανάγκη να ανακαλύψει, έστω και καθυστερημένα, για τον εαυτό του και για τους άλλους μια ευσυνειδησία και μια ανθρωπιά που η πολύπλοκη περσόνα του δεν γνωρίζει ή δεν τον αφήνει να εξερευνήσει.
Όπως συνέβη νωρίτερα στο αθλητικό δράμα «Moneyball», στο «Social Network» αλλά και στην τηλεοπτική σειρά «Newsroom», έτσι κι εδώ ο Σόρκιν επαναφέρει σεναριακά τη μόνιμη προβληματική του πάνω στις ηθικές γκρίζες ζώνες τις οποίες χρειάζεται να βαδίσουν ήρωες, οι πράξεις των οποίων έχουν ισχυρό αντίκρισμα στο γενικό σύνολο.
Σε στενή συγγένεια με τον χαρακτήρα του Μαρκ Ζάκερμπεργκ στο «Social Network», ο Στιβ Τζομπς αποτελεί μια άκρως αντιφατική και μονομανή φιγούρα η οποία, ενώ κατορθώνει να συνδέσει εκατομμύρια ανθρώπους μέσω της τεχνολογίας, αδυνατεί να πετύχει για τον εαυτό του παρόμοια σύνδεση και επικοινωνία με τους γύρω του. Επειδή, όμως, το «Steve Jobs» δεν επιφυλάσσει κατακλείδα παρόμοια με το πικρόχολο φινάλε της ταινίας του Φίντσερ, ούτε εξισορροπεί πάντα ικανοποιητικά τη διττή φύση του ήρωά του, σε αρκετά σημεία φλερτάρει με την αγιογραφία.
Όσο κι αν ο Τζομπς της δημιουργίας του Μπόιλ είναι ένας χαρακτήρας προικισμένος αλλά μάλλον αντιπαθής, είναι προορισμένος να συναντήσει τη μεταμέλεια στα τελευταία πλάνα του φιλμ. Ισως αυτό να είναι, όμως, και βασικό σύμπτωμα του αισιόδοξου και καλόκαρδου σινεμά που εκπροσωπεί ο Μπόιλ.
Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, με την αρμονική χημεία που επιτυγχάνει ο σεναριογράφος με τον σκηνοθέτη στην επίτευξη ενός κοινού κινηματογραφικού οράματος, και με τον Μάικλ Φασμπέντερ λειτουργική επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο (έστω κι αν φυσιογνωμικά απέχει πολύ από τον πραγματικό Τζομπς), το φιλμ προσφέρει σκεπτόμενο θέαμα για σκεπτόμενους θεατές. Μάλλον αυτός ήταν και ο λόγος της εισπρακτικής αποτυχίας του στην Αμερική. Γιατί, τι να σου κάνουν οι λέξεις και τα υπαρξιακά δράματα δωματίου εμπρός στα μπλοκμπάστερ μεγαθήρια και στις ανεγκέφαλες κόμικ διασκευές;