Συνεχίζοντας, δυστυχώς, την παράδοση που θέλει τον επιδραστικό δημιουργό των «Παρίσι, Τέξας» και «Τα Φτερά του Έρωτα» Βιμ Βέντερς να ασχολείται με μέτρια έως αδιάφορα πρότζεκτ μυθοπλασίας (αλλά να φτιάχνει εξαιρετικά ντοκιμαντέρ, φτάνει να θυμηθεί κάποιος το αριστουργηματικό «Αλάτι της Γης») το νέο φιλμ του Γερμανού σκηνοθέτη προσπαθεί να χωρέσει γεωπολιτικούς σχολιασμούς, ένα κατασκοπικό θρίλερ, μια υποθαλάσσια περιπέτεια και οικολογικές σκέψεις πάνω στην κλιματική αλλαγή μέσα σε ένα love story ανέφικτων συνθηκών και αναπάντεχων συγκυριών. Όπως μπορεί εύκολα να προβλέψει κανείς, το κινηματογραφικό αποτέλεσμα αφήνει την απογοητευτική αίσθηση ενός χαμηλότονου χάους.
Αυτό που μοιάζει να σώζει σε στιγμές αυτό το γενικότερα ακατάστατο φιλμ, είναι η ερμηνευτική αμεσότητα και η αδιαμφισβήτητη χημεία του λαμπερού πρωταγωνιστικού του διδύμου. Η Αλίσια Βικάντερ με αφοπλιστική ευθραυστότητα υποδύεται την Ντάνι, μια βιο-μαθηματικό («όχι ωκεανογράφος, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει», απαντά εκνευρισμένα στον παρτενέρ της) που εξερευνά την ύπαρξη ζωής στα τεράστια βάθη των ωκεανών. Ο Τζέιμς (Τζέιμς ΜακΑβόι), από την άλλη, είναι ένας Βρετανός μυστικός πράκτορας που ετοιμάζεται για ένα επικίνδυνο ταξίδι στη Σομαλία κρύβοντας την πραγματική του ταυτότητα και λέγοντας ότι δουλεύει ως μηχανικός με ειδικότητα στα συστήματα ύδρευσης. Με αυτή του την ιδιότητα θα συστηθεί στην αιθέρια ερευνήτρια, όταν την γνωρίσει, τελείως τυχαία, σε ένα διακριτικά πολυτελές ξενοδοχείο στις ακτές της Νορμαδίας, όπου και οι δυο τους περνούν λίγες μέρες χαλάρωσης.
Το «Βαθύ Γαλάζιο» συνιστά ένα ακόμη χαμένο στοίχημα που προσπαθεί να πει τόσα πολλά και τελικά δεν λέει τίποτε.
Ο Βέντερς ντύνει την πρώτη (και πιο ενδιαφέρουσα) πράξη της ταινίας του με όλες τις αποχρώσεις του γκρίζου και του γαλάζιου, αφήνοντας τους χαρακτήρες του να περιπλανηθούν σε ερημικές παραλίες όπου δεσπόζουν πολεμικά λείψανα του παρελθόντος ή να αναλωθούν σε συζητήσεις (με τόνο που θυμίζει περισσότερο συμβατική ευγένεια παρά ερωτική έλξη) μπροστά από ένα αναμμένο τζάκι ή μέσα σε ένα υγρό δάσος. Σταδιακά, το ολιγοήμερο φλερτ θα μετουσιωθεί σε έναν μεγάλο έρωτα (ο οποίος αποτελεί και τον κύριο τροφοδότη της πλοκής) που θα οδηγήσει τους χαρακτήρες να αψηφήσουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια που οι ζωές και τα επαγγέλματα τους επιβάλλουν. Η ένταση και η θωράκιση αυτής της απροσδόκητης σχέσης, ωστόσο, μοιάζει να μην κινηματογραφείται ποτέ, υπονομεύοντας εξ ολοκλήρου το συναισθηματικό κρεσέντο της δεύτερης πράξης, στην οποία ο Τζέιμς πέφτει αιχμάλωτος στα χέρια Τζιχαντιστών και η Ντάνι προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του καθώς προετοιμάζεται για να βυθιστεί με ένα ειδικό υποβρύχιο στον πυθμένα του Ατλαντικού.
Από εκεί και πέρα το φιλμ μοιάζει να αποκτά έναν ανεξήγητα διεκπεραιωτικό χαρακτήρα, χωρίζοντας την ήδη προβληματική του αφήγηση σε δύο παράλληλες ιστορίες (με αυτήν του ΜακΑβόι να φαντάζει ολοκάθαρα ως η πιο ενδιαφέρουσα) προσπαθώντας ταυτόχρονα να παραχώσει υπαρξιακές σκέψεις, πολιτικούς υπαινιγμούς και οικολογικές ανησυχίες. Καθώς ο ένας βασανίζεται βάρβαρα από τρομοκράτες και η άλλη (έχοντας σχεδόν εγκαταλείψει αυτό που η ίδια της χαρακτήριζε, μέχρι πρότινος, ως μια τεράστιας σημασίας επιστημονική μελέτη) κοιτάει κάθε λίγο και λιγάκι το κινητό της αφήνοντας γραπτά μηνύματα ή ψάχνοντας σήμα, η υπομονή σου αρχίζει σιγά σιγά να εξαντλείται, με τον Βέντερς να δίνει την εντύπωση ότι ενδιαφέρεται περισσότερο να σου επεξηγήσει για ακόμη μια φορά τον ούτως ή άλλως έκδηλο συμβολισμό του του τίτλου της ταινίας του (η ακριβής μετάφραση θα ήταν «Η Κατάδυση», «Το Βύθισμα») παρά να δώσει συνοχή στο κακογραμμένο σενάριο της Έριν Ντιίγκναμ, η οποία υπέγραψε επίσης την παταγώδη αποτυχία του «The Last Face» του Σον Πεν.
Αν εξαιρέσεις λοιπόν μικρές στιγμές αυθεντικού Βεντερικού (ας επιτραπεί η έκφραση) ύφους που καταφέρνουν να αντηχήσουν τον ποιητικό και ταυτόχρονα υπόγεια ερωτικό στοχασμό τους, πλαισιωμένες από την διόλου ευκαταφρόνητη μουσική επένδυση του Φερνάντο Βελάσκεθ, το «Στο Βαθύ Γαλάζιο» συνιστά ένα ακόμη χαμένο στοίχημα που προσπαθεί να πει τόσα πολλά και τελικά δεν λέει τίποτε. Παρότι τα υλικά μοιάζουν κατάλληλα και το αποτέλεσμα πολλά υποσχόμενο, αυτό που μένει στο τέλος είναι ένα αδιάφορο, βραδυφλεγές κινηματογραφικό ειδύλλιο που χάνεται μέσα στις μονότονες, αδέξιες και φλύαρες σεναριακές πτυχές του.