Πιστός στο ανά πενταετία ραντεβού με το κοινό σε ό,τι αφορά τις μεγάλου μήκους, αλλά και σε όσα αντικατοπτρίζουν το ιδιοσυγκρασιακού χαρακτήρα σινεμά του, ο Άγγελος Φραντζής επιδιώκει στην τέταρτη ταινία του μία πρωτογενή επαφή με τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο το οικείο από το ανοίκειο, το καλό από το κακό, το «δικό μας» από αυτό που αναγνωρίζεται ως ξένο.
Στον πυρήνα της ιστορίας τοποθετεί μία παράξενη κοπέλα (Κάτια Γκουλιώνη), από την οποία οι συγχωριανοί της, κάτοικοι ενός απομονωμένου νησιού, ζητούν να αντιμετωπίσει ένα αλλόκοτο πλάσμα με μάτια που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι (ενδιαφέρουσα η ομοιότητα με τα αντίστοιχα πλάσματα από τον «Θείο Μπούνμι» του Απιτσατπόνγκ Bερασετάκουν), με το οποίο όποιος έρθει σε επαφή χάνει τα λογικά του. Εκείνη για κάποιο μυστήριο λόγο μοιάζει να είναι η μόνη ικανή να τα βάλει μαζί του.
Μία παρεξηγημένη πτυχή του οικείου ή αν προτιμάτε μία με το στανιό μεσσιανική φιγούρα (η κοπέλα), απέναντι σ’ ένα ξένο σώμα που αντικατοπτρίζει το κακό (το πλάσμα), είναι το δίπολο με το οποίο ο Φραντζής επιχειρεί να ανοίξει κουβέντα πάνω στη σύγκρουση μεταξύ ημών και υμών. Παράλληλα, στην εξίσωση της σύγκρουσης θέτει το ζήτημα κατά πόσο το αυτό το ξένο, το βλαβερό, το προς έξωση ή εξόντωση σώμα προέρχεται τελικά από κάπου μακριά ή πηγάζει από μέσα μας. Αν πρόκειται δηλαδή για ένα «σύμπτωμα» δικό μας, σα να λέμε, ή για κάτι εξωγενές. Ένα ερώτημα που ενισχύει χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα πιασάρικα είναι η αλήθεια το tagline του «Συμπτώματος» («μία ταινία για όλα όσα νομίζουμε ότι είναι ο διάβολος»). Και καλό είναι να ξεκαθαριστεί στο σημείο αυτό πως καθώς οι παραπάνω προβληματικές αρθρώνονται υπαινικτικά και κυρίως αλληγορικά, τόσο το φιλμ αποκόπτεται αποφασιστικά από τις καταβολές του μεταφυσικού θρίλερ όπου υποτίθεται πως εκκινεί, για να προσεγγίσει περισσότερο τους υποδόρια εφιαλτικούς κόσμους του Ντέιβιντ Λιντς ή έστω να φλερτάρει στο περίπου με το γοητευτικά παγερό «Κάτω από το Δέρμα» του Τζόναθαν Γκλέιζερ.
Ένα βασικό ζήτημα, ωστόσο, που αντιμετωπίζει το «Σύμπτωμα», είναι πως τόσο το premise του, όσο και οι δεδομένη αρετή του Φραντζή να συνθέτει ευφάνταστες, συνειρμικής υφής πραγματικότητες στις ταινίες του, προδιαθέτουν για ένα φιλμ περισσότερο δεκτικό και εξωστρεφές, αν μη τι άλλο ως προς το κοινό που αγάπησε τη σουρεαλιστικά μαγευτική περιπλάνηση στο «Όνειρο του Σκύλου» (2005) ή εκτίμησε την αφαιρετική και μυστηριώδη αίσθηση που κατέκλυζε τον λαβύρινθο των τριών νέων στο «Μέσα στο Δάσος» (2010). Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η ταινία μοιάζει να θέτει σε πολύ αδρές γραμμές τα όσα πραγματεύεται χωρίς να τα εξελίσσει ουσιαστικά πέραν από ένα αρχικό θεωρητικό υπόβαθρο (σαν εκείνο που π.χ. το tagline ορίζει), αναμένοντας από τον θεατή να πορευτεί σ’ ένα φιλμικό σύμπαν που ενδεχομένως να του προκαλεί και αμηχανία κατά πόσο εκείνο τον προ(σ)καλεί τελικά να τον αφορά.
Εν προκειμένω λοιπόν, έχουμε να κάνουμε περισσότερο με μία σειρά εξαιρετικά γυρισμένων αλλά μεμονωμένων πλάνων που εκμεταλλεύονται όσο μπορούν το απόκοσμο, χειμωνιάτικο τοπίο της Αμοργού και της Τήνου (βασικοί χώροι των γυρισμάτων), μία διεγερτική εισαγωγή που στην πορεία μοιάζει να βρίσκεται σε μόνιμη αναζήτηση προσανατολισμού καταφεύγοντας μάλιστα σε γνώριμα σεναριακά δάνεια από το «σινεμά είδους», καθώς επίσης επιμέρους χαρακτήρες που δεν αποκτούν ουσιαστική υπόσταση ούτε μέσα από τις παρατεταμένες σιωπές ούτε μέσω των λιγοστών διαλόγων (η σκηνή στο τραπέζι είναι τόσο άβολη που μαρτυρά από μόνη της έναν αυτοσχεδιασμό που δε λειτούργησε ποτέ).
Αυτό δε σημαίνει πως από το «Σύμπτωμα» απουσιάζουν οι ιδέες ή τα υλικά για να συνθέσουν μία πραγματικά ξεχωριστή δουλειά. Στην πράξη ωστόσο, το αποτέλεσμα, παρότι διεγερτικά αξιοπερίεργο στα σημεία του, αποδεικνύεται αποσπασματικό, ημιτελές κι εν τέλει ερμητικά κλειστό, σαν ένα ταραχώδες και φευγάτο όνειρο, η υποκειμενικά συγκλονιστική αίσθηση του οποίου ελάχιστα μπορεί να μεταδοθεί έξω από αυτόν που το γέννησε.