Ποιος χαράζει, τελικά, το μονοπάτι που ακολουθούν οι ήρωες αυτού του «Ταξιδιού»; Οι ανασφάλειες και οι φοβίες τους ή το γεγονός ότι είναι ακόμα ερωτευμένοι; Η ιταλική γη, όπου κυριαρχεί η σκιά του θανάτου και το γέλιο των παιδιών, ή κάποια ανεξήγητη θεία χάρη;
Ο θαυματοποιός Ροσελίνι δεν εξηγεί τίποτα, συλλαμβάνοντας απλώς τα πιο κρίσιμα στιγμιότυπα από τη δράση και το βλέμμα του ζευγαριού, και πετυχαίνοντας έτσι ένα από τα πιο αποφασιστικά ποιοτικά άλματα προς αυτό που στη συνέχεια θα διαμορφωνόταν ως κινηματογραφικός μοντερνισμός.
Δικαίως ο Ζακ Ριβέτ, την εποχή της εξόδου της ταινίας στις αίθουσες, θα παραληρούσε για το τρίπτυχο «Αναζήτηση – Αναμονή – Αποκάλυψη» που τίθεται μεγαλειωδώς σε εφαρμογή και θα εκθείαζε την απλότητα με την οποία ο Ροσελίνι δεν αποδεικνύει, αλλά «δείχνει».
Δείχνει τα σώματα στην επικίνδυνη ρευστότητα της κάθε στιγμής, τα βουβά μνημεία του παρελθόντος ως φορείς αμφιλεγόμενων σημαδιών για το μέλλον, το γεμάτο μυστήρια τοπίο ως ένα πανέμορφο πεδίο μάχης.
Με σκηνές όπως της Μπέργκμαν που σημαδεύεται από την εικόνα μιας εγκύου και του ζευγαριού που επικυρώνει την ανακωχή του παρασυρμένο από τα πλήθη, το «Ταξίδι στην Ιταλία» δεν θα σταματά ποτέ να εμπνέει καινούργιους Αντονιόνι (ο μεγάλος μοντερνιστής επηρεάστηκε από τη ροσελινική χρήση του τοπίου) και Γκοντάρ (η «Περιφρόνηση» είναι και μια άτυπη σπουδή στην ταινία του Ροσελίνι), αποτελώντας ακόμη και τον πιο αιθέριο ορισμό του «μοντέρνου».