Ο όρος neon noir επινοήθηκε αρχικά τη δεκαετία του 80 ως ένα μικρό παρακλάδι του ανερχόμενου τότε neo-noir, που με τη σειρά του αποτελούσε τον απόγονο των κλασικών φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ’40 και του ’50. Ενώ το neo noir έβαζε κάτω από την ομπρέλα του μια σειρά ταινιών που βουτούσαν στον κόσμο της παρανομίας, η αλλαγή της εποχής επέβαλε και αλλαγή στους κανόνες των χαρακτήρων. Χωρίς τον κώδικα Χέιζ, υπήρξε μεγαλύτερη ελευθερία στο λόγο και τις ερωτικές σκηνές και οι κλασικοί γκάνγκστερ αντικαταστάθηκαν με νέου τύπου ήρωες, βίαιους και ενοχικούς παράλληλα, που έδωσαν στο είδος μια νέα πνοή.
Το neon noir πήρε το όνομά του από τις τεράστιες neon φωτεινές επιγραφές που έλαμπαν μέσα στη νύχτα και αποτελούσαν την εξέλιξη στο ασπρόμαυρο των κλασικών ταινιών. Με όχημα το στυλιζάρισμα και μεγάλη προσοχή κυρίως στο κάδρο, παρά σε όσα γίνονται, το υποείδος αποτέλεσε κάπως την κόμικ εκδοχή των αυτών των ταινιών και η πρόκληση για τους σκηνοθέτες ήταν να κρατήσουν την ισορροπία ανάμεσα σε πλοκή, διαλόγους, χαρακτήρες και neon ώστε να μην καταλήξουν στη μονοτονία.
Ο Βον Στέιν, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, διαγράφει την έννοια ισορροπία από τα πρώτα λεπτά. Φτιάχνει ένα φιλμ βασισμένο σε μια άνευ αιτίας πολύπλοκη υπόθεση που λαμβάνει χώρα σε έναν έρημο τερματικό σταθμό τρένων, σε μια περιοχή που δρουν περίπου 5 άνθρωποι χωρίς περιέργως να τους παρατηρεί κανένα άλλο ανθρώπινο μάτι. Ο Στέιν από την αρχή αντιλαμβάνεται πως είναι τυχερός για το ότι έχει τη Μάργκο Ρόμπι σε ένα τέτοιο φιλμ και την βάζει να μιλά ακατάπαυστα με ναζιάρικη βρετανική προφορά, φτιάχνοντας δεκάδες πλάνα με επίκεντρο το πρόσωπό της, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν εξυπηρετούν την ιστορία.
Η Ρόμπι είναι όντως άνετη, αλλά και πολύ επαρκής για έναν ρόλο σύγχρονης femme fatale, όμως το φιλμ αρχίζει και τελειώνει στα μάτια της, παρά την πλοκή ξεκινά να στήνεται και βασίζεται στο βεβιασμένο μυστήριο. «Το μυστήριο είναι μια χαμένη τέχνη» αναφωνούν συχνά οι ήρωες της ταινίας, κάτι που γίνεται αυτοσκοπός για τον σκηνοθέτη, που προσθέτει διπλές προδοσίες, απανωτές αποκαλύψεις και μια κουβέντα με έναν φαινομενικά άσχετο παρατηρητή, για να αμβλύνει όσο περισσότερο γίνεται την αφήγησή του, αντί να τη χτίσει από την αρχή με πιο καλογραμμένους χαρακτήρες. Αντιθέτως, αφήνεται στη γοητεία της γρήγορης ατάκας και στην επιθετικότητα του στυλ, προσπαθώντας να δώσει πνοή σε μια σαλάτα ιδεών που σχηματίζουν περισσότερο μερικά βιρτουόζικου μικρού μήκους φιλμ μαζί, παρά κάτι ενιαίο και ομοιογενές και αφαιρούν κάθε ενδιαφέρον από ένα σημείο και έπειτα. Το δε φινάλε, μια καταιγίδα αποκαλύψεων από το παρελθόν, οδηγεί την ταινία στην κατάρρευση, από την οποία δε σώζεται ούτε και ο παιχνιδιάρικος χαρακτήρας του Μάικ Μάγιερς, που επέστρεψε στο σινεμά για χάρη αυτού του πρότζεκτ, εννιά χρόνια μετά το «Inglourious Basterds».