Έπειτα από το εμπορικά απαιτητό αλλά από κινηματογραφικής άποψης ανώφελο ξεχείλωμα του τρίτου και τελευταίου βιβλίου της Σούζαν Κόλινς («Κοτσυφόκισσα») σε δύο μέρη, ήρθε η ώρα να κλείσουμε λογαριασμούς με την πολυδιαφημισμένη saga των «Αγώνων Πείνας». Στο τελευταίο κεφάλαιο, βρίσκουμε την Περιοχή 13 να πρωτοστατεί στην επανάσταση εναντίον της απολυταρχικής Κάπιτολ, ενώνοντας πίσω από την εμβληματική φιγούρα της Κάτνις (Τζένιφερ Λόρενς) όλες τις Περιοχές της Πάνεμ με στόχο την ανατροπή και δολοφονία του Προέδρου Σνόου (Ντόναλντ Σάδερλαντ).
Το «The Hunger Games: Επανάσταση Μέρος ΙΙ» συνιστά έναν επίλογο αναμενόμενα κλιμακούμενο και «επικό», κατά τον οποίο οι 2-3 εκτεταμένες σεκάνς δράσης, πλημμυρισμένες από προσεγμένα ψηφιακά εφέ, αρκούν για να δικαιολογήσουν τον χαρακτηρισμό της τίμιας περιπέτειας που τονώνει την αδρεναλίνη, τη στιγμή που στο υπόβαθρο τρέχει μία υποπλοκή γεμάτη ίντριγκα, ικανή να θέτει συνεχώς εν αμφιβόλω την αξία της αυτοθυσίας της Κάτνις και των συντρόφων της καθώς προελαύνουν για την Κάπιτολ, μαζί και τα κίνητρα όσων προαλείφονται για τη μετά-Σνόου εποχή. Αν αυτό αρκεί, βέβαια, για να τραβήξει ολόκληρη τη σειρά και το τελευταίο της κεφάλαιο συγκεκριμένα σε κάτι πέρα από τα χωράφια μιας διασκεδαστικής, θεαματικής υπερπαραγωγής όπου μεγάλα ονόματα γεμίζουν μέχρι και συρρικνωμένους πια ρόλους (ο Γούντι Χάρελσον πλέον μοιάζει απλώς να παρίσταται στο φινάλε, οι Ελίζαμπεθ Μπανκς και Στάνλεϊ Τούτσι εξακολουθούν να λειτουργούν σαν cameo), είναι μια άλλη ιστορία, που για να λέμε και την αλήθεια ελάχιστα πρέπει να απασχόλησε τους παραγωγούς.
Έχοντας πλέον μία συνολική εικόνα των «Αγώνων Πείνας», μπορούμε να πούμε πως η όλη λογική της σειράς, τόσο στη δυστοπική όσο και στη μεσσιανική της οπτική – καλοδεχούμενη ασφαλώς στο απροβλημάτιστο χάζι της, δεν προσφέρεται για κάτι πέρα από κοινούς κινηματογραφικούς τόπους. Το «Battle Royale», για παράδειγμα, παραμένει ένα θέαμα αυθεντικά σκληρό και αποτρόπαιο, το πρώτο «Matrix» από την άλλη που πραγματευόταν παραπλήσιες θεματικές, έπειθε άκοπα το κοινό πως του κομίζει κάτι το καινοφανές και το συναρπαστικό.
Το δεύτερο μέρος της «Επανάστασης» ωστόσο, εξακολουθεί να δείχνει και να νιώθει ανώτερο από τον άμεσο ανταγωνισμό τύπου «Divergent» ή από άλλες εφηβικές saga σαν τα αχαρακτήριστα «Twilight», όμως ανάλογα μέτρα σύγκρισης παραμένουν ένας πήχης εξαιρετικά εύκολος στην υπερπήδηση. Ενδεικτική της αυτής της deja-vu αίσθησης που δεν αφήνει ήσυχο το σύμπαν των «Αγώνων Πείνας» και που επιμένει να επισκιάζει και αυτό το καταληκτικό κεφάλαιο είναι η σκηνή μάχης στις υπόγειες σήραγγες της Κάπιτολ με τα μεταλλαγμένα πλάσματα: μια χαρά έντονη είναι, συνεκτικά δεμένη και κλειστοφοβική, με τη διαφορά πως το συγκεκριμένο έργο το έχουμε ξαναδεί με ελάχιστες παραλλαγές και μάλιστα καλύτερο, από το «Cloverfield» και το «28 Εβδομάδες Μετά», μέχρι ακόμα και εκείνο το βρετανικό διαμάντι του 2005 που λεγόταν «Η Κάθοδος».
Άλλωστε μόνο και μόνο η χαρισματική παρουσία της Λόρενς και ο συνωστισμός στο καστ αστεριών όπως ο μακαρίτης ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, ο Σάδερλαντ, η Τζούλιαν Μουρ και ο Χάρελσον θα μπορούσαν να εγγυηθούν υπό προϋποθέσεις (πιθανώς με μία διαφορετική πρώτη ύλη από αυτή που προσφέρει η Κόλινς) ένα αποτέλεσμα που θα κουβαλούσαμε παρακαταθήκη στα επόμενα χρόνια, αντί για το αξιοπρεπές και ψυχαγωγικά ανταποδοτικό κλείσιμο μιας σειράς που απλώθηκε σε διάρκεια και έκταση περισσότερο από όσο πραγματικά της αναλογεί. Στο παραμορφωτικό, όμως, μέτρο σύγκρισης που τοποθετούνται πλέον οι μεγάλες παραγωγές, όροι όπως «επικό» και «συναρπαστικό» επιστρατεύονται με την ίδια ευκολία που διαφημίζεται ως «εξωπραγματικό» το Dolby Atmos, το προηγμένο σύστημα ήχου με το οποίο γυρίστηκε και προβάλλεται (σε επιλεγμένα μόνο σινεμά) η ταινία. Που για «εξωπραγματικό», πέρασε περιέργως πώς απαρατήρητο κατά τα 136 λεπτά προβολής.