Το νέο φιλμ του Στίβεν Φρίαρς πατά στο βιβλίο ενός συμπατριώτη του, του Ντέιβιντ Γουόλς, αθλητικού συντάκτη των Sunday Times που είχε παρακολουθήσει από κοντά την ξαφνική εκτόξευση του Άρμστρονγκ στο πάνθεον της ποδηλασίας. Από τις υποσχόμενες πρώτες συμμετοχές του στον Γύρο της Γαλλίας και τη νικηφόρα μάχη με τον καρκίνο, μέχρι την υπερφυσική επιστροφή του στη σέλα το 1999 με τους διαδοχικούς παγκόσμιους τίτλους και την αποκαθήλωση εξαιτίας ενός από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ντόπινγκ στην ιστορία, ο Γουόλς κατέγραψε στο «Seven Deadly Sins: My Persuit of Lance Armstrong» το φαινόμενο Άρμστρονγκ, δίνοντας το ιδανικό πρωταρχικό υλικό στον Φρίαρς. Κι αυτός, ως ικανός storyteller που είναι, συνδυάζει βιογραφία και αθλητικό δράμα με αμεσότητα, νεύρο και ενδιαφέρουσες απολήξεις, με το αποτέλεσμα να θυμίζει κάτι από τις εμβληματικές ιστορίες ανόδου και πτώσης των ηρώων που κοσμούν το σινεμά του Σκορσέζε. Χωρίς τη βιρτουοζιτέ σκηνοθεσία του τελευταίου, βέβαια, αλλά και με τους έξτρα πόντους που προσφέρει η παρουσία του Ντάνι Κοέν, ενός από τους καλύτερους και πιο ευέλικτους εκφραστικά Βρετανούς οπερατέρ που κυκλοφορούν στην αγορά.
Ο τίτλος αναφέρεται στο εξελιγμένο πρόγραμμα ντόπινγκ που με σχεδιαστή τον Ιταλό αθλίατρο Μικέλε Φεράρι (Γκιγιόμ Κανέ) και εγκέφαλο τον ίδιο τον Άρμστρονγκ (στο ρόλο ο Μπεν Φόστερ), η ομάδα του τελευταίου σάρωνε για χρόνια τα Tour de France έχοντας κάνει το ντοπάρισμα επιστήμη. Έτσι, με σημείο αναφοράς τον αφηγηματικό άξονα «Άρμστονγκ», το «Πρόγραμμα» εκτείνεται σε μία σειρά από χαρακτήρες που όλοι τους έχουν κάτι να πουν στην ιστορία: εκτός του γιατρού, του προπονητή (ο Ντενίς Μενοσέ των «Άδοξων Μπάσταρδων») και του Γουόλς (Κρις Ο’Ντάουντ), βλέπουμε συναθλητές (Τζέσι Πλίμονς), δημοσιογράφους, παράγοντες της ομοσπονδίας, χορηγούς (εδώ μπαίνει στην υπόθεση ο Ντάστιν Χόφμαν) ενώ κάπου-κάπου τρυπώνουν και πλάνα αρχείου από τον καιρό της παντοκρατορίας του Αμερικανού ποδηλάτη, τα οποία εντείνουν την ήδη ισχυρή αίσθηση ντοκουμέντου που η ταινία αποπνέει.
Αφενός λοιπόν, υπογραμμίζεται η ανάγκη του κόσμου να πιστέψει σε παραμύθια και ήρωες – και ο αθλητισμός που με τη συνδρομή του μάρκετινγκ και της μιντιακής υπερπροβολής γίνεται προϊόν δισεκατομμυρίων, προσφέρεται για τέτοιου είδους ιστορίες. Με τον «κόσμο» να περιλαμβάνει όχι μόνο τους φίλους του εκάστοτε αθλήματος, αλλά κυρίως τους δημοσιογράφους οι οποίοι μες την παραζάλη των ρεκόρ και της μεγάλης είδησης χάνουν τη μπάλα. Αφετέρου, θίγεται ο συστημικός χαρακτήρας της απάτης που λειτουργούσε με τη λογική της ομερτά. Επιπλέον, το «Πρόγραμμα» μιλά μεταξύ άλλων για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, τη φιλανθρωπία ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ (θυμίζουμε την χρυσοφόρα καμπάνια με τα βραχιολάκια Livestrong μέσω της οποίας ο Άρμστρονγκ φιλοτεχνούσε τη δημοφιλία του χρηματοδοτώντας τη μάχη κατά του καρκίνου), την κουλτούρα της εξομολόγησης και μεταμέλειας ως ακόμα ένα επεισόδιο του όλου σόου.
Στα 103 λεπτά, ο Φρίαρς επιχειρεί φιλότιμα να καλύψει όλες τις πτυχές της περίπτωσης Άρμστρονγκ. Το αποτέλεσμα είναι να εστιάσει (καλώς) στο πρόσωπο του αθλητή σε αντιδιαστολή με τον αντίξοο αγώνα του Γουόλς να αποκαλύψει την αλήθεια, περνώντας από κει και πέρα από όλες τις προαναφερθείσες διαστάσεις με τη λογική της παράθεσης. Ωστόσο, αφαιρουμένης της αδυναμίας για εμβάθυνση αλλά και επιμέρους αστοχιών όπως το ανεξήγητο miscast να βάλει έναν Γάλλο (τον Κανέ) να υποδυθεί τον Ιταλό ή την αδύναμη επιλογή του ανέκφραστου Τζέσι Πλίμονς, το «Πρόγραμμα» παραμένει ένα υψηλών ρυθμών και σφιχτοδεμένο βιογραφικό δράμα με καλές πρωταγωνιστικές ερμηνείες, ιδίως από πλευράς Κρις Ο’Ντάουντ και Μπεν Φόστερ. Από κει και πέρα βέβαια, δεν είναι παράλογο να σκεφτεί κανείς πως με το ίδιο υλικό, ο Μπένετ Μίλερ των «Moneyball» και «Foxcatcher» δε θα έκανε απλώς μία αξιοπρεπή ταινία που μιλά για πολλά από λίγο, αλλά παπάδες.