Βασικός Ύποπτος

Γκάι Πιρς και Πιρς Μπρόσναν πρωταγωνιστούν σε ένα φιλμ μυστηρίου στο οποίο η αλήθεια γύρω από ένα έγκλημα μπερδεύεται με μια φιλοσοφική συζήτηση πάνω στην ίδια την ουσία της αλήθειας.

Elle 06 Ιουν. 18
Βασικός Ύποπτος

Ένας καθηγητής φιλοσοφίας που δείχνει αρκετά ένοχος (Γκάι Πιρς) και ένας επίμονος αστυνομικός (Πιρς Μπρόσναν) που προσπαθεί να διαλευκάνει την εξαφάνιση μιας νεαρής τσιρλίντερ, αποτελούν τον πρωταγωνιστικό πυρήνα ενός φιλμ μυστηρίου που περισσότερο κι από την ταυτότητα του δράστη, δείχνει να θέλει να πει κάτι για την υποκειμενική διάσταση της αλήθειας.

Η έννοια του υποκειμενισμού βέβαια μοιάζει κομμάτι παράδοξη όταν έχουμε να κάνουμε με έγκλημα. Ανάλογα παράδοξη με το περίφημο παράδοξο του Ζήνωνα, το οποίο ο Έβαν Μπερτς (Πιρς) διδάσκει στους φοιτητές του. Κάτι που δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικό, αρκεί ο «Βασικός Ύποπτος» του Σουηδού Σάιμον Κάιζερ να μην έδειχνε αυτό το ενδιαφέρον όψιμα και με γνώμονα να ντύσει το φινάλε με ένα εναλλακτικό επίπεδο προσέγγισης απέναντι στη whodunnit λογική. Κυρίως επειδή η ίδια η ταινία χτίζεται πάνω στο whodunnit, μόνο και μόνο για να κοιτάξει πώς θα το παρακάμψει στο τέλος.

Ένα whodunnit που αποφασίζει να παρακάμψει το ίδιο του το ερώτημα θα μπορούσε και να αποτελεί τον ορισμό της αυτοαναίρεσης.

Ανάμεσα στα εμβόλιμα υπαρξιακά ερωτήματα περί του τι είναι η αλήθεια και πώς λειτουργεί η μνήμη, το πιο ενδιαφέρον μέρος της ταινίας είναι το χτίσιμο και η αντιπαραβολή των δύο πρωταγωνιστών. Από τη μία ο Μπρόσναν κρατάει το ρόλο του αστυνομικού με μία ελλειπτική εγκράτεια που λειτουργεί υποσχετικά ως προς την εξέλιξη, από την άλλη ο Πιρς διακρίνεται στο να προσελκύει τις ενδείξεις ενοχής σα μαγνήτης.

Ανάμεσα στο βεβαρυμένο ιστορικό που περιλαμβάνει ένα σεξουαλικό σκάνδαλο στην προηγούμενη δουλειά του και μια οικογένεια (με τη Μίνι Ντράιβερ) που διεκδικεί μια νέα αρχή με όχι ακριβώς με ανέφελο ορίζοντα, υπάρχουν και οι έντονες φαντασιώσεις του (τις οποίες βλέπουμε) να τον κατακλύζουν, ακόμα και στην πιο ανύποπτη στιγμή όπου θα βρεθεί π.χ. στο ταμείο απέναντι από μία ελκυστική νεαρή υπάλληλο. Με αυτό το αφηγηματικό τρικ διαφόρων σκηνών που εκτυλίσσονται μόνο στη φαντασία του Έβαν, εισάγεται ουσιαστικά και η όποια μετέπειτα αμφισβήτηση ως προς την ακρίβεια των γεγονότων, τη βαρύτητά τους, την ίδια τους ύπαρξη κλπ.

Το φιλμ του Κάιζερ καταλήγει λοιπόν την περισσότερη ώρα να «φωνάζει» για την πιθανή ενοχή του καθηγητή, σε τέτοιο βαθμό που να μας πονηρεύει πως κάτι άλλο θα προκύψει στο φινάλε. Όπως και γίνεται, όμως το ερώτημα είναι τι ακριβώς γυρεύει να πετύχει με αυτή τη μείξη light φιλοσοφικών αναζητήσεων και μυστηρίου. Αν ο σκοπός αντικατοπτρίζεται στην πρασινωπή φωτογραφία που υποδηλώνει μια κάποια διαδικασία αποσύνθεσης (προσωπικής, οικογενειακής, κοινωνικής, διαλέγετε και παίρνετε), τότε όλο αυτό μάλλον καταλήγει σε ένα παράδοξο φινάλε, με τον ίδιο τρόπο που προκύπτει να είναι αυθαίρετη η ίδια η αφετηρία της έρευνας (και άρα της ταινίας), κατά την οποία η αστυνομία υποθέτει πως υπάρχει έγκλημα δίχως να υπάρχουν πτώμα, μάρτυρες, κίνητρο και τα σχετικά. Κοινώς, ένα whodunnit που αποφασίζει να παρακάμψει το ίδιο του το ερώτημα θα μπορούσε και να αποτελεί τον ορισμό της αυτοαναίρεσης.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT