Μονίμως γοητευμένος από τις μαγικές δυνατότητες της εικόνας και τα δέλεαρ της αστείρευτης τεχνολογίας των εφέ στην επίτευξη ενός θεάματος που να μοιάζει εντυπωσιακό στον ρεαλισμό όσο και απίστευτο στην υλοποίησή του, ο Ρόμπερτ Ζεμέκις έχει υπηρετήσει κατά καιρούς το σινεμά με ευφάνταστες και παιχνιδιάρικες ψυχαγωγίες.
Ταινίες όπως η τριλογία του «Επιστροφή στο Μέλλον», το «Φόρεστ Γκαμπ» και το «Ο Θάνατος σου Πάει Πολύ» κατόρθωσαν μέσα στην ευπρόσδεκτη εκκεντρικότητα και τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζαν την ιδέα της οπτικής πρωτοπορίας να ξεφύγουν από τη χολιγουντιανή πεπατημένη και να σπρώξουν τη mainstream κινηματογραφική διασκέδαση μερικά βήματα πιο πέρα από το προβλέψιμο και το σύνηθες.
Τον ίδιο συνδυασμό προσωπικής ματιάς και θεαματικής αναπαράστασης επικαλείται ο Ζεμέκις και στην καινούργια του ταινία, προσπαθώντας να αναβιώσει με τους πιο ιλιγγιώδεις φιλμικούς όρους όλη την αγωνία, το δέος και το υψηλό ρίσκο που συνόδεψαν το περίφημο τόλμημα του γαλλικής καταγωγής και ηλικίας 25 ετών Φιλίπ Πετί, ο οποίος περπάτησε επάνω σε τεντωμένο σχοινί και για 45 ολόκληρα λεπτά την απόσταση ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους, εντελώς παράνομα και χωρίς την άδεια οποιασδήποτε Αρχής, στις 7 Αυγούστου του 1974.
Η παραπάνω αληθινή ιστορία έχει προηγουμένως εμπνεύσει το «Man on a Wire» με το οποίο ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μαρς κέρδισε το Οσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, το 2008, επαναφέροντας στη συλλογική μνήμη ένα περιστατικό γνήσιας τόλμης και σχεδόν παράλογου οράματος το οποίο είχε στην ουσία ως εκτελεστή έναν νευρωτικό και αμετανόητο έφηβο.
Στην δική του κινηματογραφική απόδοση της ιστορίας, ο Ζεμέκις είναι προφανές ότι σαγηνεύτηκε από την πιθανότητα της όσο το δυνατόν πιο αληθοφανούς απόδοσης αυτού του εξωφρενικά επικίνδυνου μα και τόσο γοητευτικού περιπάτου, 411 μέτρα πάνω από το έδαφος, και εργάστηκε με τρομερή αφοσίωση προκειμένου για την επίτευξή της.
Για τον λόγο αυτό η ταινία του συναντά τον πραγματικό λόγο ύπαρξής της και απογειώνεται σε συναρπαστικά ύψη όταν αγγίζει το τελευταίο ημίωρό της. Εκεί όπου η ανάσα του κοινού χάνει την κανονικότητά της αντικρίζοντας ένα από τα πιο αδιανόητα ανθρώπινα θεάματα του 20ού αιώνα να παίρνει σάρκα και οστά στην οθόνη, το τσιμεντένιο θαύμα των τραγικών Δίδυμων Πύργων να ξαναζωντανεύει σε όλο του το μεγαλείο και τη συνέργεια των τριών διαστάσεων να εξασφαλίζει μια μοναδική συμμετοχική εμπειρία.
Θα χρειαστεί, ωστόσο, κανείς να κάνει υπομονή μέχρι η ταινία να αγγίξει το αξιομνημόνευτο φινάλε της. Έχει προηγηθεί ένα αδέξιο φλερτ με την κωμωδία και τη γραφικότητα (ιδίως στο επεισόδιο που εκτυλίσσεται στο Παρίσι), μια αφήγηση η οποία σκοντάφτει επάνω στην ίδια της την ελαφράδα, προσδίδοντας συχνά καρτουνίστικο ύφος σε χαρακτήρες και καταστάσεις, και ένα αμφίβολης αποτελεσματικότητας εύρημα το οποίο βάζει τον ήρωα να εξιστορεί και να σχολιάζει αχρείαστα σε πρώτο πρόσωπο όσα βλέπουμε.
Ολόκληρη η δεξιοτεχνία και ο περφεξιονισμός του Ζεμέκις περιμένουν, εντούτοις, στο κλιμακτήριο τελικό μέρος. Και σε μια μεγαλεπήβολη επίδειξη κινηματογραφικής απάτης που δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις, έτσι ταχυδακτυλουργικά όπως εμπλέκει το σώμα με το μυαλό και τη φαντασία με την πραγματικότητα. Αρκεί, όμως, ένα μόλις μισάωρο για να δικαιολογήσει δυο άνισες ώρες ταινίας;