ΣΕΝΑΡΙΟ Ντέιβιντ Χέιτερ, Αλεξ Τσε ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ Μπίλι Κρούνταπ, Τζέφρι Ντιν Μόργκαν, Πάτρικ Γουίλσον, Τζάκι Ερλ Χέιλι, Μαλίν Ακερμαν, Μάθιου Γκουντ ΔΙΑΡΚΕΙΑ 163 ΔΙΑΝΟΜΗ UIP
Δε θα έπρεπε να χρειάζεται να λέμε κάτι τόσο προφανές, αλλά τα κόμικς και ο κινηματογράφος αποτελούν δύο διαφορετικά μέσα και ό,τι λειτουργεί στο ένα δεν λειτουργεί απαραιτήτως και στο άλλο. Στο βιβλίο είναι ο αναγνώστης που καθορίζει τον ρυθμό, αφήνοντας λόγια και νοήματα να ωριμάσουν μέσα του προτού γυρίσει την επόμενη σελίδα. Στο «Watchmen» του Αλαν Μουρ οι ιστορίες των χαρακτήρων εκτυλίσσονται μεθοδικά, προτού δώσουν τη θέση τους σε μια λύση- κάθε μικρό γρανάζι της οποίας είναι απαραίτητο ώστε να δουλέψει στην εντέλεια. Ο Ζακ Σνάιντερ δεν δείχνει να κατανοεί αυτές τις λεπτές διαφορές και, αφού ξεπατίκωσε τους παντελώς ανόητους «300» του Φρανκ Μίλερ, αυτή τη φορά επιχειρεί κάτι πιο τολμηρό, διασκευάζοντας (δηλαδή μεταφέροντας με μια καρέ προς καρέ αρρωστημένη ευλάβεια) το πολυεπίπεδο αριστούργημα του Μουρ, κουβαλώντας πολλά από τα στοιχεία που έκαναν το βιβλίο να θεωρείται ιερό ή έστω υποψίες αυτών.
Τόσο κοινωνιολογική μελέτη για την ισορροπία των δυνάμεων, όσο και φιλοσοφικός διαλογισμός πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, στη μοίρα, στην ηθική, το κόμικ αναπτύσσει μια ιστορία που παραμένει επίκαιρη και έχει πολλά να πει (και) στο σημερινό κοινό. Η αποδόμηση, όμως, της υπερηρωϊκής μυθολογίας δεν λειτουργεί στο πανί καθότι η κινηματογραφική της ιστορία είναι ριζικά διαφορετική από τη χάρτινη, αφήνοντας λογικά τους αμύητους να αναρωτιούνται για ποιο λόγο βλέπουν στην οθόνη τους έναν μπλε γίγαντα να μελαγχολεί μονάχος στον Αρη ή έναν τύπο με στολή κουκουβάγιας και κατοικίδιο μια αιγυπτιακή τίγρη.
Η ταινία δίνει την αίσθηση πως έχει μπαλώσει μεταξύ τους πέντε έως έξι επεισόδια κάποιας περίεργης σειράς, αποτυγχάνοντας να αναπτύξει ορμή προς τη λύση-κήρυγμα που προκύπτει βεβιασμένα. Εκεί όπου ο Σνάιντερ φαίνεται να απολαμβάνει λίγο περισσότερο από όσο θα έπρεπε το γκρίζο της ηθικής του φινάλε, αδυνατώντας να αποδώσει τις ζόρικες όσο και λεπτές ιδεολογικές αναζητήσεις του βιβλίου. Η αφοσίωσή του συνθλίβει την όποια κινηματογραφικότητα του εγχειρήματος, θάβοντας ηθοποιούς και χαρακτήρες κάτω από το βάρος στημένων slow-motion σκηνών-εκθεμάτων, υπολογισμένων μέχρι την τελευταία τους αναπνοή.
Η ταινία είναι πιο νεκρή από τα ζόμπι του φοβερού ριμέικ του «Dawn Of The Dead», της μοναδικής ουσιαστικής συνεισφοράς στον κινηματογράφο από τον νεαρό σκηνοθέτη. Ο οποίος έχει καλό μάτι για μικρές εκρήξεις ποπ μεγαλείου, πετυχαίνοντας ουκ ολίγες εντυπωσιακές στιγμές που απαιτούν τον (έστω από απόσταση) θαυμασμό σου και παραδίδοντας εκεί που δεν το περιμένεις μερικά μίνι αριστουργήματα (όπως τους τίτλους αρχής όπου, υπό τους ήχους του «Τimes They Are Α-Changing» του Μπομπ Ντίλαν, αποτυπώνεται μια σύντομη αναδρομή σε μια υπερηρωικά εναλλακτική ποπ κουλτούρα), αλλά οραματιστή δεν τον λες. Διότι στο απόγειο του δημιουργικού του ενθουσιασμού, αυτό που τελικά ολοκληρώνει δεν είναι παρά το πιο επαγγελματικό fan made φιλμ όλων των εποχών. Που σίγουρα δε θα σκοτώσει τις κόμικς μεταφορές, αλλά τουλάχιστον θα βάλει ένα τέλος στις ταινίες που αντιμετωπίζουν την 9η τέχνη ως storyboards για την 7η.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Η πολυαναμενόμενη κινηματογραφική μεταφορά του σπουδαιότερου κόμικ όλων των εποχών παραμένει πιστή, εντυπωσιακή και ανέμπνευστη.