ELLE GREEN: Μπορεί η βιώσιµη γκαρνταρόµπα να είναι low budget;

Με τη βοήθεια όσων αγωνίζονται για την ethical fashion από διαφορετικά πόστα της βιομηχανίας και προσωπικών μαρτυρίων, το ELLE προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα αν τελικά όλα τα πορτοφόλια έχουν τη δυνατότητα να στηρίξουν τα eco brands, στο πλαίσιο του αφιερώματος ELLE GREEN.

Φιλίππα Δημητριάδη 01 Ιουν. 23
ELLE GREEN: Μπορεί η βιώσιµη γκαρνταρόµπα να είναι low budget;

Σε µια αρκετά δύσκολη οικονοµικά περίοδο της ζωής µου, η οποία συνέπεσε µε την κρίση του 2015 και τα capital controls, προσπαθούσα µε ελάχιστα χρήµατα να ζω σαν το 25χρονο κορίτσι που ήµουν. Τα vintage καταστήµατα, τα outlets, ακόµη και οι πάγκοι της λαϊκής κάλυπταν τις ανάγκες µου για ρουχισµό, ενώ όταν είχε να κάνει µε παπούτσια, γνωστά µαγαζάκια του κέντρου στα οποία µπορούσες να βρεις ζευγάρια µε 10 ευρώ, ήταν η λύση µου. Δεν έµπαινα στη διαδικασία να σκεφτώ πού, πώς και από τι υλικά κατασκευάζονταν αυτά τα παπούτσια, ενώ αρνιόµουν να συνειδητοποιήσω ότι τελικά «πλήρωνα» αυτά τα 10 ευρώ πολύ ακριβά. Πέρα από το γεγονός ότι η ευτελής ποιότητα αυτών των παπουτσιών µε έκανε συχνά να τρώω τούµπες στα -ούτως ή άλλως- κακοτράχαλα πεζοδρόµια της πόλης, βρισκόµουν κάθε τόσο στον τσαγκάρη για κάποια επιδιόρθωση. Μέσα σε λίγους µήνες, τα παπούτσια που αγόρασα φτηνά, καθώς δεν είχα τη δυνατότητα να δώσω ένα µεγάλο ποσό για καλύτερα, µου είχαν κοστίσει περισσότερο από το διπλάσιο της αρχικής τιµής τους.

Είναι το sustainability για όλους;

Αυτή τη συνθήκη σκεφτόµουν όταν βρέθηκα σε κάλεσµα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή µε αφορµή το λανσάρισµα της καµπάνιας ReSet The Trend, που στόχο έχει να εξασφαλίσει τη συµµετοχή των Ευρωπαίων στη µάχη κατά της γρήγορης µόδας. Εκεί, ο επίτροπος αρµόδιος για το Περιβάλλον, τους Ωκεανούς και την Αλιεία κος Virginijus Sinkevicius επέµενε ότι πέρα από τον ηθικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο, τελικά το φτηνό κοστίζει πολύ περισσότερο. Προβληµατίζοµαι επίσης το ίδιο κάθε φορά που βλέπω την τιµή ενός sustainable προϊόντος.

Οι λόγοι που ένα βιώσιµο προϊόν είναι ακριβότερο από ένα µιας fast fashion αλυσίδας είναι πολλοί και σχεδόν αυτονόητοι για όποιον ασχολείται µε τη βιωσιµότητα και γνωρίζει λίγα πράγµατα για την παραγωγική αλυσίδα ρουχισµού, όχι όµως για όλους. Και ίσως εδώ να βρίσκεται ένα µέρος της απάντησης στο ερώτηµα που θέτουµε. Η έλλειψη ευαισθητοποίησης για τον αντίκτυπο της βιοµηχανίας της µόδας στο περιβάλλον, η άγνοια για το βαρύ πλήγµα που καταφέρνει στα ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώµατα, καθώς και το τι τελικά σηµαίνει για το πορτοφόλι µας, ωθούν, µεταξύ άλλων, τους πολίτες να συνεχίζουν να υποστηρίζουν στην πλειονότητά τους, ακούσια, τη γρήγορη µόδα. Ακόµη όµως και αν κάποιος έχει όλη την πληροφορία, πώς ακριβώς µπορεί να οδηγηθεί σε έναν πιο βιώσιµο τρόπο ζωής µε 780 ευρώ κατώτατο µισθό, πληθωρισµό τροφίµων 14,1%, αύξηση ενοικίων και ενεργειακή κρίση;

Γιατί το κόστος παραγωγής ενός βιώσιµου ενδύµατος είναι τόσο υψηλό;

Η Βαλίσια Γκότση και η Στέλλα Παναγοπούλου είναι οι σχεδιάστριες πίσω από το sustainable brand 2WO+1NE=2 που παράγει όλες τις συλλογές του στην Ελλάδα και χρησιµοποιεί γαλλικές ραφές και φυσικές ίνες, ώστε να συµβάλει στη µακροζωία του ρούχου. Στην πορεία τους, έχουν κληθεί πολλές φορές να απαντήσουν στο γιατί τα ρούχα τους κοστίζουν ακριβά. «Οι πρώτες ύλες είναι πολύ πιο ακριβές. Υπάρχει, για παράδειγµα, υπερπροσφορά, αλλά και ζήτηση για πολυεστέρα. Ό,τι βγαίνει σε τόσο µεγάλη παραγωγή, έχει και χαµηλή τιµή. Γι’ αυτό και τα υφάσµατα νέας τεχνολογίας, όπως π.χ. το ύφασµα από µίσχους µπανάνας που είχαµε χρησιµοποιήσει σε µια συλλογή, ένα πάρα πολύ εξειδικευµένο υλικό, είναι πολύ ακριβό αυτή τη στιγµή. Αν, όµως, αρχίσει να χρησιµοποιείται περισσότερο, θα πέσει η τιµή του», αναφέρει η Στέλλα και συνεχίζει. «Όταν ράβεται ένα βιώσιµο ρούχο, δεν το ράβει ένας ανήλικος εργάτης σε άθλιες συνθήκες εργασίας πάνω σ’ ένα πλοίο, αλλά µια µοδίστρα η οποία θα πληρωθεί, ας πούµε, 60 ευρώ τη µέρα. Αυτό θα επηρεάσει την τιµή του ρούχου».

ELLE GREEN

(Από αριστερά) Βαλίσια Γκότση και Στέλλα Παναγοπούλου σχεδιάστριες του sustainable brand 2WO+1NE=2 .

Στα ανθρώπινα δικαιώµατα εστιάζει και η δρ Φιόρη Α. Ζαφειροπούλου, ακαδηµαϊκός, συντονίστρια στην Ελλάδα του παγκόσµιου κινήµατος Fashion Revolution και ιδρύτρια του Κοινωνικού Εργοστασίου SOFFA, που στοχεύει στην αναγέννηση του περιβάλλοντος και στην κοινωνική ένταξη γυναικών-θυµάτων εµπορίας ανθρώπων και προσφύγων. «Τα fast fashion προϊόντα είναι προϊόντα µοντέρνας δουλείας. Για να το πούµε απλά, δεν έχει πληρωθεί κανείς για την παραγωγή τους, από τον αγρότη που θα παράξει την πρώτη ύλη, µέχρι εκείνον που θα το ράψει. Παράλληλα, το 80% αυτών των εργατών είναι γυναίκες. Στο SOFFA έρχονται άτοµα 22 χρονών και µας λένε ότι έχουν δεκαέξι χρόνια προϋπηρεσία. Αυτό σηµαίνει ότι δουλεύουν από 6 ετών. Γιατί, λοιπόν, τα sustainable ρούχα είναι πολύ ακριβά; Επειδή πληρώνονται όσοι δουλεύουν για την παραγωγή τους», τονίζει η κα Ζαφειροπούλου.

Οι ιδρύτριες του 2WO+1NE=2 εξηγούν, όπως λένε, στο κοινό τους τη διαδικασία της παραγωγής των ρούχων τους. «Η αλήθεια είναι πως σιγά σιγά εκπαιδεύεται ο καταναλωτής. Όπως µε τα βιολογικά προϊόντα ο κόσµος άρχισε να προσέχει τι τρώει, τώρα έχει αρχίσει κάπως να προσέχει και τι θα φορέσει, γιατί δεν είναι σηµαντικό µόνο το τι βάζεις µέσα στο σώµα σου, αλλά και τι επάνω του. Προσπαθούµε να ενηµερώνουµε τον κόσµο που αγοράζει τα ρούχα µας, γιατί µας ρωτούν συνεχώς γιατί είναι τόσο ακριβά», λένε η Στέλλα και η Βαλίσια. Ωστόσο, η ευθύνη της ενηµέρωσης πρέπει να βαραίνει µονάχα τους σχεδιαστές;

Η απουσία της Πολιτείας στη διαµόρφωση των καταναλωτικών συνηθειών µας

«Κάπου έχω κουραστεί µε την ατοµική µου ευθύνη για όλα όσα πρέπει να καλυτερέψουν σε αυτό τον κόσµο. Εγώ να µην αγοράζω fast fashion, να µη χρησιµοποιώ πλαστικά καλαµάκια, να ανακυκλώνω, να µην εκτυπώνω αδιάκοπα στο γραφείο, αλλά πόση διαφορά µπορώ να κάνω εγώ αν δεν αλλάξει πυρηνικά ο κόσµος στον οποίο ζούµε; Και όταν λέω πυρηνικά εννοώ πολιτικά», λέει η Φ., δηµοσιογράφος, αγανακτισµένη µε το κυρίαρχο αφήγηµα που, ως τώρα, µετακυλά την ευθύνη στον καταναλωτή. «Θα έπρεπε οι διεκδικήσεις µας να είναι πιο συλλογικές και πιο συγκρουσιακές και για το περιβάλλον. Η ατοµική ευθύνη µου θα έπρεπε να είναι να επιλέγω ανθρώπους που θα κάνουν τους λίγους προνοµιούχους να αλλάξουν τον τρόπο που διοικούν τις επιχειρήσεις τους και τον τρόπο που διαχειρίζονται τα κέρδη τους. Δεν θα έπρεπε αυτός ο κόσµος να µου φορτώνει και την ευθύνη να σώσω τον πλανήτη, τη στιγµή που µε έχει φέρει στο σηµείο να δυσκολεύοµαι να επιβιώσω πάνω σε αυτόν. Το εγώ µας δεν φτάνει. Χρειάζεται µια συλλογικότητα πιο πυρηνική, πιο επιθετική και πιο πολιτική. Σε έναν τέτοιο κόσµο δεν θα υπάρχουν fast fashion και άθλιες εργασιακές συνθήκες για ανήλικα παιδιά. Δεν θα έχω να επιλέξω εγώ. Ας κάνουµε ό,τι µπορούµε για το αποτύπωµά µας, αλλά θα ήταν καλό να σκεφτούµε και το πολιτικό µας αποτύπωµα και το τι πραγµατικά διεκδικούµε σε ένα πιο ευρύ πλαίσιο. Τότε η ατοµική µας ευθύνη θα είναι κάπου εκεί και θα µας περιµένει, στιβαρή και πραγµατικά χρήσιµη, όχι απλώς ένα µπάλωµα σε ένα τεράστιο ύφασµα που σκεπάζει την πραγµατικότητα. Μια πραγµατικότητα που πρέπει να αλλάξει για να σωθεί όχι µόνο ο πλανήτης, αλλά και εµείς. Οι ατοµικές µας ευθύνες και ελευθερίες».

ELLE GREEN

Η δρ Φιόρη Α. Ζαφειροπούλου, ακαδηµαϊκός, συντονίστρια στην Ελλάδα του παγκόσµιου κινήµατος Fashion Revolution και ιδρύτρια του Κοινωνικού Εργοστασίου SOFFA που στοχεύει στην αναγέννηση του περιβάλλοντος και στην κοινωνική ένταξη γυναικών-θυµάτων εµπορίας ανθρώπων και προσφύγων.

Και η κα Ζαφειροπούλου πιστεύει ότι η Πολιτεία έχει µεγάλο µερίδιο ευθύνης για τη συµπεριφορά των καταναλωτών: «Έχουµε µείνει πολύ στάσιµοι πολιτισµικά στην Ελλάδα και αυτό πρέπει να το δούµε πάρα πολύ σοβαρά. Υπάρχουν άτοµα που βρίσκονται στο policy making της πράσινης µετάβασης, οι οποίοι δεν γνωρίζουν πολλά για τη βιωσιµότητα και αντίστοιχα οι πολίτες δεν τους ζητούν τον λόγο γιατί δεν είναι ενηµερωµένοι. Ο βιώσιµος τρόπος ζωής πρέπει να γίνει µάθηµα στα σχολεία, να µπει και στο µεταξύ µας αφήγηµα και χρειάζεται οπωσδήποτε να στηριχθεί από την Πολιτεία. Επίσης, θα πρέπει να βοηθηθούν τα βιώσιµα brands, να ενισχυθούν µε το 50% της συµµετοχής τους, αλλά η Πολιτεία προς το παρόν δείχνει να µην µπορεί να αντιληφθεί αυτές τις έννοιες, την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα βιώσιµα και κυκλικά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα. Οι άνθρωποι δεν απορρίπτουν τα βιώσιµα ρούχα από κακία, απλώς δεν γνωρίζουν τι σηµαίνει επαναχρησιµοποίηση, τους µπερδεύει, γι’ αυτό χρειαζόµαστε σε θέσεις-κλειδιά ανθρώπους που να ξέρουν το αντικείµενο».

Τη στήριξη των καταναλωτών, εκτός από εκείνη των επιχειρηµατιών, από την Πολιτεία οραµατίζεται η Στέλλα των 2WO+1NE=2. «Θα µπορούσε να υπάρχει κάποια κρατική επιδότηση, έτσι ώστε να στραφεί ο κόσµος σε πιο βιώσιµα προϊόντα ρουχισµού, όπως γίνεται, για παράδειγµα, µε την ενέργεια. Η ένδυση είναι κι αυτή, αντικειµενικά, ένα είδος πρώτης ανάγκης, όπως το να ζεσταθείς και να φας», λέει.

Είναι η καταναλωτική µας συµπεριφορά ένας φαύλος κύκλος;

Η κα Ζαφειροπούλου σηµειώνει κάτι πολύ σηµαντικό για την καταναλωτική κουλτούρα στην Ελλάδα: «Πρέπει να αλλάξει το τι θεωρούµε νέο. Νέο δεν είναι µια παρθένα χρήση. Νέο είναι η νέα χρήση ενός αντικειµένου από εµάς. Στην Ευρώπη, πλέον, η έννοια της ιδιοκτησίας είναι πολύ σχετική, εκεί κάνεις share το ποδήλατό σου, το αυτοκίνητό σου. Υπάρχει η ενοικίαση, η ανταλλαγή ρούχων. Θα είµαι λίγο αυστηρή και θα πω ότι οι άνθρωποι που επιµένουν ότι δεν επιλέγουν βιώσιµα ενδύµατα επειδή είναι ακριβά, είναι άνθρωποι µιας άλλης εποχής. Έχουν µείνει πίσω και έχουν βολευτεί σε έναν τρόπο ζωής που ζούσαν οι γονείς τους ή οι παππούδες τους. Φοβούνται το καινούριο και τους είναι πιο οικείο να χρησιµοποιούν τα σύµβολα των προηγούµενων γενιών».

«Υπάρχει υπερκαταναλωτική µανία και έχει προκύψει προφανώς και από τα πολύ φτηνά ρούχα», σηµειώνει η Βαλίσια για ακόµα µία διάσταση της καταναλωτικής µας αντίληψης. «Έχει χαθεί η αξία του να έχεις ένα ρούχο µε µεγαλύτερη διάρκεια, που θα το φορέσουν µετά τα παιδιά σου». Η Στέλλα συµπληρώνει: «Και δεν είναι µόνο το χαµηλό κόστος, αλλά και τα trends. Όταν αλλάζουν συνέχεια, ωθούν τους ανθρώπους στην υπερκατανάλωση. Δεν επενδύει ο κόσµος σε κλασικά κοµµάτια που να τον αντιπροσωπεύουν».

Η Λ., εργαζόµενη σε δικηγορικό γραφείο, δεν συµφωνεί ακριβώς: «Κάποιοι ψωνίζουν επειδή θέλουν το επόµενο trend και το βρίσκουν φθηνά, όµως υπάρχουν και εκείνοι που έχουν πραγµατική ανάγκη από ένα φθηνό ρούχο. Εµένα, για παράδειγµα, ο µισθός µου δεν µου επιτρέπει σε καµία περίπτωση να αγοράσω ένα T-shirt που κάνει 35 ευρώ επειδή είναι από οργανικό βαµβάκι και έχει παραχθεί στην Ελλάδα. Ξέρω πολύ καλά τι αγοράζω όταν παίρνω ένα που έχει 4,99 ευρώ, όµως τι να κάνω αν χρειάζοµαι κάτι άµεσα; Αφήστε που το να βάλω 35 ευρώ στην άκρη για ένα ρούχο, είναι αδύνατο. Σίγουρα θα πάνε κάπου αλλού αυτά τα χρήµατα», κατγαλήγει.

Πού βρίσκεται η αλήθεια; Κάπου στη µέση. Δεν είναι κοινωνικά ή περιβαλλοντολογικά ανάλγητος ο καταναλωτής που θα επιλέξει ένα µη βιώσιµο ρούχο, αλλά ένα άτοµο που προσπαθεί να αντεπεξέλθει στη δύσκολη ευρωπαϊκή και ελληνική οικονοµική πραγµατικότητα. Παράλληλα, όµως, είναι και ένας καταναλωτής σε άγνοια. Μόνο µε περισσότερη ενηµέρωση θα καταφέρει να ευαισθητοποιηθεί σηµαντικά για να αλλάξει καταναλωτικές συνήθειες. Όπως φαίνεται, όµως, αυτή είναι µια δουλειά που δεν µπορεί να κάνει µονάχα ένας. Δεν φτάνει η Πολιτεία να πάρει περισσότερα µέτρα υπέρ της βιωσιµότητας και να ενισχύσει τον αγώνα υπέρ της µε καµπάνιες ευαισθητοποίησης, αλλά και εµείς οι ίδιοι, ταυτόχρονα, να αποβάλουµε τις συνήθειες του παρελθόντος. Διαφορετικά, θα απορρίψουµε τη βιωσιµότητα ως κάτι ακόµα που µας επιβάλλεται, χωρίς να καταλαβαίνουµε το γιατί.

Κεντρική φωτογραφία: Alexia S

ΔΙΑΒΑΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ELLE GREEN ΕΔΩ.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT