Φωτογραφία: Irene Rinaldi.
«Γεννήθηκα σε µια µικρή πόλη της Ρωσίας δίπλα στην Κασπία θάλασσα που είναι γνωστή για το µαύρο χαβιάρι και τα γλυκά καρπούζια. Έφυγα για το Παρίσι για σπουδές. Εκεί έπιασα δουλειά για να µην επιβαρύνω επιπλέον την οικογένειά µου. Εργαζόµουν σε µια εταιρεία ως sales manager. Ανάµεσα στους πελάτες ήταν και ο νυν εν διαστάσει σύζυγός µου. Μιλούσαµε για µεγάλο χρονικό διάστηµα από απόσταση. Τότε ήµασταν και οι δύο σε σχέση. Αφού χωρίσαµε και ο ένας και ο άλλος, εγώ ήρθα για διακοπές στην Ελλάδα και συναντηθήκαµε. Ακόµη και τώρα δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ έρωτας. Ήταν έξυπνος και αστείος. Περνούσαµε καλά. Δηµιουργήσαµε σχέση από απόσταση. Ερχόµουν πάντα εγώ, οι συνθήκες ήταν ιδανικές και µιλούσαµε µόνο αγγλικά. Ελληνικά έµαθα να µιλάω όταν γεννήθηκε το παιδί, επειδή εκείνος µου απαγόρευε να του µιλάω σε άλλη γλώσσα. Όσες ηµέρες ήµουν εδώ µε γνώριζε σε συγκεκριµένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν µιλούσαν καν αγγλικά. Ήµουν 23 χρόνων. Ήµουν απογοητευµένη από την προηγούµενη σχέση µου και εκείνος ήταν µεγαλύτερός µου κατά 17 χρόνια. Θεωρούσα ότι ήταν πιο ώριµος λόγω ηλικίας και τον εµπιστεύτηκα. Και, φυσικά, δεν είχα σκοπό να κάνω οικογένεια µαζί του. Αφού τελείωσα τις σπουδές µου, µου πρότεινε να έρθω στην Ελλάδα και να συζήσουµε. Έφτασα Μάρτιο. Τον Απρίλιο ήµουν ήδη έγκυος. Εκεί τέλειωσαν ή άρχισαν όλα για εµένα. Ήταν δική µου απόφαση να συνεχιστεί η κύηση. Αυτός δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε παιδί και µου ζήτησε µια εβδοµάδα για να το σκεφτεί. Δεν σκόπευα να κάνω έκτρωση. Δεν ήθελα. Ήµουν αποφασισµένη να µεγαλώσω το παιδί µόνη µου και είχα και την υποστήριξη της οικογένειάς µου. Γι’ αυτό µάζεψα τα πράγµατά µου και έφυγα. Έπειτα όµως εκείνος επανήλθε και µου είπε ότι θέλει να γίνω η µάνα του παιδιού του. Μου ζήτησε να γυρίσω. Και γύρισα. Όταν ανακοινώσαµε στους γονείς του ότι είµαι έγκυος, ο πατέρας του στεναχωρήθηκε πάρα πολύ. Τότε δεν το καταλάβαινα. Τώρα το καταλαβαίνω. Ο πατέρας του ήξερε τον γιο του. Και η µάνα του το ίδιο, αλλά της ήταν δύσκολο να το παραδεχτεί.
Δεν άργησα να καταλάβω ότι είχε πρόβληµα µε το ποτό. Η δικαιολογία ήταν ότι είχε άγχος µε το παιδί. Internet δεν είχαµε και δεν µπορούσα να µιλώ µε τους ανθρώπους µου. Μόνο από το γραφείο του και ποτέ ιδιωτικά. Όλο αυτό µου παρουσιαζόταν ως φροντίδα. Κάποια στιγµή θέλησα να δω τους γονείς µου. Έπειτα από µεγάλη φασαρία αναγκάστηκε να παρέµβει ο πατέρας µου και έτσι εκείνος µε άφησε να τους επισκεφθώ. Οι δικοί µου µου έλεγαν να µείνω µαζί τους και να µη γυρίσω. Αυτός µου ζητούσε µια ακόµη ευκαιρία. Με παρακαλούσε να γυρίσω. Αυτό που σκέφτηκα τότε ήταν ότι αφού η απόφαση να κρατήσω το παιδί ήταν δική µου, του όφειλα µια δεύτερη ευκαιρία. Και έτσι γύρισα. ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΛΑΘΟΣ. Μου ζήτησε να τον βοηθάω στην επιχείρησή του. Εγώ δούλευα και αυτός έπινε ποτά στο cafe απέναντι. Η κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε. Έκλαιγα τόσο συχνά στην εγκυµοσύνη που νόµιζα ότι θα πάθει κάτι το µωρό. Κάποιες φορές, φεύγοντας το βράδυ, µε κλείδωνε και άλλες τον µάζευα από τα µπαρ της γειτονιάς. Δεν το έκανα από ζήλια, ήταν θέµα αξιοπρέπειας. Ήµουν µόνη µου και έγκυος. Στην εγκυµοσύνη έφαγα την πρώτη σφαλιάρα. Κλείστηκα στο µπάνιο και εκείνος έσπασε την πόρτα για να µπει. Με πήγε σε έναν γιατρό που δεν µιλούσε αγγλικά. Κάποιες φορές νόµιζα ότι µε κοροϊδεύουν. Δεν είχα καµία άλλη ενηµέρωση. Ήµουν για εννιά µήνες σε άγνωστο σύµπαν. Μου είπαν µόνο ότι είναι κορίτσι. Επέλεξε παιδίατρο που επίσης µιλούσε µόνο ελληνικά. Το πρόβληµα µε το ποτό συνεχίστηκε. Παντρευτήκαµε µε πολιτικό γάµο, το ίδιο βράδυ πήγε στην πρώην του και µάλιστα µε ενηµέρωσε γι’ αυτό. Μου απαγόρευσε να µιλάω στο παιδί µου αγγλικά. Έτσι έµαθα εγώ ελληνικά µε τα παιδικά τραγούδια και τα παιχνίδια. Δεν µπορούσα να πω στο παιδί µου όλα όσα ήθελα. Για πολύ καιρό την έλεγα µόνο “αγάπη” και “µωρό µου”.
Μου στοίχισε και αυτό. Όταν γέννησα, εκείνος άρχισε να ζηλεύει παθολογικά. Δεν µε άφηνε να οδηγώ. Την πρώτη φορά που µε χτύπησε σε δηµόσιο χώρο γύρισα στο σπίτι γεµάτη αίµατα. Όλοι οι συγγενείς του µε είδαν. Κανείς δεν πήρε την αστυνοµία. Κανείς δε του µίλησε. Κανείς δεν έκανε κάτι. Εδώ και εφτά χρόνια αντιµετωπίζω αυτή τη συµπεριφορά. Καταπίεση να µη δουλεύω, να µην οδηγώ, να µην πηγαίνω πουθενά µόνη µου, να είµαι οικονοµικά εξαρτηµένη. Έχει έρθει και µε έχει πάρει µε τη βία ακόµη και από το γυµναστήριο.
Προτού συµβούν όλα αυτά ζούσα εντελώς διαφορετικά. Δούλευα, ήµουν ανεξάρτητη, είχα τη ζωή στα χέρια µου. Υπήρχαν στιγµές που προσπαθούσα να µε πείσω ότι ζούσα σε εφιάλτη. Και πολλές φορές έλεγα στον εαυτό µου “κάνε υποµονή, θα ξυπνήσεις και τα πράγµατα θα είναι αλλιώς”. ‘Ήξερα τι είµαι. Όµως εδώ και εφτά χρόνια υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να µε πείσει ότι είµαι λάθος και ότι πρέπει να αλλάξω.Έπειτα από πολλή φασαρία, έπιασα δουλειά σε ένα σούπερ µάρκετ και σταµάτησα να δουλεύω µαζί του. Από τότε µε ανάγκασε να αναλάβω όλα τα έξοδα του σπιτιού. Από τη λαχτάρα µου να δουλέψω είπα “ναι” σε όλα. Ακόµη και τώρα το πιστεύει ότι έτσι πρέπει να συµβαίνει. “Η σκλάβα και η π***άνα του πεντάευρου πληρώνει τα πάντα”, λέει. Δεν συµµετέχει στα έξοδα του παιδιού. Δεν θυµάµαι να του έχει πάρει ποτέ δώρο.
Όλα αυτά τα χρόνια έχω αναγκαστεί να δουλεύω µαζί του, έχω υποστεί λεκτική σωµατική, συναισθηµατική, οικονοµική και σεξουαλική βία. Έχω ξεχάσει πώς είναι να κάνεις σεξ µε τη θέλησή σου και όχι για να µη φας ξύλο. Έπειτα από ένα σοβαρό περιστατικό βίας -παρουσία και του παιδιού- πήγα στην αστυνοµία, σε δικηγόρο και έχω κάνει µήνυση και ασφαλιστικά µέτρα. Δεν µου µιλάνε ούτε αυτός, ούτε η πεθερά µου. “Η Ρωσίδα µας έκανε ρεζίλι”, λένε. Μια Ρωσίδα που εδώ και εφτά χρόνια δεν έχει βγει ποτέ ανέµελη για ένα ποτό το βράδυ, δεν έχει χόµπι, δεν έχει χορέψει ποτέ. Μια Ρωσίδα που φοβάται ότι το παιδί της έχει τραυµατιστεί ήδη αρκετά και απλώς περιµένει να ενηλικιωθεί. Ένα απόγευµα, πέτυχα στον δρόµο µια γυναίκα η οποία µου είπε χαµηλόφωνα: “Δεν είσαι η µόνη που τρώει ξύλο”. Δεν θέλω να υπάρξει καµία άλλη γυναίκα που θα αναγκαστεί να δέχεται οποιαδήποτε µορφή βίας. Παρ’ όλα αυτά θα τα καταφέρω. Ήδη τώρα που µιλάµε τα καταφέρνω. Ήδη τώρα που µιλάµε ελπίζω. Ήδη τώρα που µιλάµε είµαι καλύτερα».