Από την Νάνσυ Καλλικλή
Στο όχι τόσο μακρινό μέλλον της σειράς του Netflix The One (που αμέσως μόλις ξεκίνησε να προβάλλεται σκαρφάλωσε στο top-10 της δημοφιλούς πλατφόρμας), με μια απλή εξέταση από μια τούφα μαλλιών μπορεί κάποιος να ανακαλύψει το γενετικά αποδεδειγμένο άλλο του μισό. Θα περιμέναμε αυτός ο κόσμος να ήταν ιδανικά πλασμένος: κανείς δεν θα ταλαιπωρούνταν αναζητώντας τον τέλειο σύντροφο σε αμήχανα, γεμάτα αβεβαιότητα πρώτα ραντεβού– «με το άλλο μου μισό θα νιώσουμε οικειότητα και ασφάλεια από το πρώτο δευτερόλεπτο», μας ψιθυρίζει μέσα μας το κορίτσι που ελπίζει ότι τα παραμύθια είναι αληθινά. Οι απογοητευτικές ερωτικές συνευρέσεις θα είχαν αντικατασταθεί από παθιασμένες νύχτες εγγυημένης απόλαυσης – «εκείνος θα ξέρει ενστικτωδώς ακριβώς πότε και τι μου αρέσει και τι όχι». Οι «πιο περίπλοκες» σχέσεις θα έληγαν χωρίς πολλή σκέψη – «το τεστ DNA μού επιβεβαίωσε ότι δεν είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε τα πράγματα». Και οι πάντες θα ζούσαν ευτυχισμένοι, πλήρεις με το άλλο τους μισό στο πλευρό τους. Άλλωστε, «όλοι μας αξίζουμε να ζήσουμε το παραμύθι», διακηρύσσει η Ρεμπέκα Ουέμπ, η συνδημιουργός του γονιδιακού τεστ και CEO της εταιρείας MatchDNA στη σειρά. Μόνο που τα πράγματα δεν εξελίσσονται έτσι ούτε στο The One ούτε και στην πραγματική ζωή.
Αδελφές ψυχές, μεγάλες προσδοκίες & σχέσεις εξάρτησης
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά της σειράς είναι σαφές ότι από αυτόν τον κόσμο λείπει το πιο σημαντικό συστατικό: κανείς δεν είναι ευτυχισμένος και κανενός η ζωή δεν έχει γίνει καλύτερη ανακαλύπτοντας το άλλο του μισό. Η «εθιστική», όπως την περιγράφουν οι φαν της, σειρά του Netflix φέρνει στη μικρή οθόνη αυτό που ψυχολόγοι και ψυχίατροι έχουν ήδη διαπιστώσει τα τελευταία χρόνια: το κυνήγι του ιδανικού συντρόφου όχι μόνο δεν οδηγεί στην ευτυχία, αλλά αντιθέτως, μας απομακρύνει από αυτή μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο.
Ο Ty Tashiro, καθηγητής Ψυχολογίας στα αμερικανικά πανεπιστήμια Maryland και Colorado και συγγραφέας του βιβλίου The Science of Happily Ever After (Η επιστήμη του “και ζήσαν αυτοί καλά”, εκδ. Harlequin) εξηγεί ότι, σύμφωνα με μελέτες, το να πιστεύει κανείς στο ιδανικό της αδελφής ψυχής καταστρέφει την πιθανότητα να καταφέρει να βρει την ευτυχία μέσα στις σχέσεις του. Η ψυχολόγος και δραματοθεραπεύτρια MSc, Λουκία Αποστολίδη, εξηγεί πως όταν σε μια σχέση «το φαντασιακό μας κομμάτι θέλει να κατακτήσει και το πραγματικό, εκεί είναι το σημείο όπου καταρρίπτεται η αυθεντική συσχέτιση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους και δημιουργούνται λανθάνουσες προσδοκίες και αιτήματα από τον σημαντικό άλλο, τον οποίο έχουμε φαντασιωθεί, και όχι από τον πραγματικό άλλο. Όμως μια σχέση χτίζεται τόσο πάνω στην αποδοχή των θετικών και των δύσκολων σημείων, όσο και στη δυνατότητα του ζευγαριού να επεξεργαστεί ό,τι έρχεται και να συνεργαστεί για ένα κοινό ιδανικό αποτέλεσμα». Όταν δεν είμαστε συγχρονισμένοι με τον άνθρωπο που έχουμε μπροστά μας, ώστε να αναγνωρίζουμε ποιος είναι, υπάρχει η πιθανότητα να τον εξιδανικεύσουμε. Δηλαδή να τον τοποθετήσουμε σε ένα βάθρο που πλάσαμε εμείς, από το οποίο όμως είναι καταδικασμένος να πέσει όσο προχωρά η σχέση, αφού ανακαλύπτουμε πτυχές της προσωπικότητάς του που ενδεχομένως δεν ταιριάζουν στον ρόλο που εμείς του δώσαμε να «φορέσει». Δημιουργούμε συγκεκριμένες προσδοκίες για εκείνον και περιμένουμε συγκεκριμένες συμπεριφορές, ασκώντας μεγάλη πίεση τόσο σε αυτόν, όσο και στην ίδια τη σχέση. Είναι δεδομένο ότι θα απογοητευτούμε από μια τέτοια σχέση, όπως ακριβώς απογοητεύεται η Ρεμπέκα όταν ο Ματέους αρνείται να την ακολουθήσει στο Λονδίνο.
Επιπλέον, περιμένοντας από τη μοίρα ή από οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη να μας φέρει τον ιδανικό σύντροφο, «σίγουρα μεταθέτουμε την ευθύνη αυτής της πτυχής της ζωής μας έξω από εμάς, σε ένα επίπεδο φαντασιακό», συμπληρώνει η ειδικός. «Με αυτόν τον τρόπο, δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη της επιλογής μας και συγχρόνως δεν είμαστε σε επαφή με τη διερεύνηση των πραγματικών μας αναγκών, ώστε να τις επικοινωνήσουμε και να αρχίσουμε να δημιουργούμε κάτι με πραγματικά θεμέλια», καταλήγει η ίδια.
Επίσης, σε αυτού του είδους τις σχέσεις ενδέχεται να «χάσει» κανείς τον εαυτό του και να νιώθει ότι εξαρτάται από τον άλλο. Καθώς ο εξιδανικευμένος αυτός δεσμός γίνεται όλο και ισχυρότερος με τον χρόνο, καθένας θυσιάζει και κομμάτια του εαυτού του προκειμένου να διαφυλάξει αυτό το «φαντασιακό ιδανικό». Είναι σαφές ότι μια τέτοια σχέση δεν βασίζεται στην ειλικρίνεια, την κατανόηση και την αποδοχή ούτε του άλλου ούτε του ίδιου μας του εαυτού. Στα πλατό του The One, όπως και στην αληθινή ζωή, η αναζήτηση του ιδανικού συντρόφου όχι μόνο δεν εξασφαλίζει την ευτυχία, αλλά αποδεικνύεται και επικίνδυνη.
Δύο μισά που κάνουν ένα ολόκληρο;
Η έννοια των δύο μισών ανθρώπων που μόλις βρουν ο ένας τον άλλο συνθέτουν μαζί μια ολοκληρωμένη μονάδα είναι τόσο παλιά όσο και ο Πλάτωνας. Στο Συμπόσιο, ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος λέει πως επειδή ο Δίας ανησυχούσε για τη δύναμη που είχε ο ανδρόγυνος αρχικά άνθρωπος, τον χώρισε στα δύο, διαμορφώνοντας τα δύο φύλα. Έκτοτε, όλοι είμαστε δυστυχισμένοι και αναζητούμε το άλλο μας μισό ώστε να γιατρέψουμε την πληγή της ανθρώπινης φύσης.
Και η αλήθεια είναι ότι όλοι θέλουμε να έχουμε στο πλάι μας κάποιον που να τον αγαπάμε και να μας αγαπάει. Το να αναζητάμε έναν ή μία σύντροφο είναι απόλυτα υγιές. Η αγάπη δεν είναι η λύση σε όλα μας τα προβλήματα, αλλά μας δίνει τη δύναμη να τα αντιμετωπίσουμε ευκολότερα και σίγουρα ομορφαίνει τη ζωή μας. Το πρόβλημα προκύπτει όταν περιμένουμε από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο να μας κάνει ευτυχισμένους, πλήρεις ή άξιους να αγαπηθούμε, να γεμίσει το δικό μας κενό. Γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντικό να κάνουμε δουλειά με τον εαυτό μας, να αναλάβουμε δηλαδή εμείς οι ίδιοι την ευθύνη του.
Η ευτυχία μας στα δικά μας χέρια
Μέχρι πριν από μία δεκαετία, τα αποτελέσματα των μελετών έδειχναν πως πολλοί ήταν εκείνοι που ενστερνίζονταν τον μύθο του ιδανικού άλλου μας μισού. Σε μια έρευνα της γνωστής εταιρίας Gallup το 2010, το 88% των συμμετεχόντων δήλωνε τότε πως πράγματι πίστευε ότι «υπάρχει στον κόσμο εκείνος ο ένας ή η μία με τον οποίο η μοίρα θα μας φέρει κοντά και είναι γραφτό μας να μείνουμε για πάντα μαζί». Τα σημερινά κορίτσια, όμως, έχουν αποτινάξει από πάνω τους τη χρυσόσκονη του ρομαντισμού και έχουν πάψει να πιστεύουν σε μύθους σχετικά με την ευτυχία τους.
Το 2019 και λίγο πριν κλείσει τα 30 της χρόνια, η Emma Watson δήλωσε σε συνέντευξή της: «Μου πήρε πολύ καιρό, αλλά είμαι πολύ ευτυχισμένη μόνη μου. Το αποκαλώ “είμαι σύντροφος του εαυτού μου”». Κόντρα στα στερεότυπα που θέλουν τις γυναίκες σε αυτή την ηλικία να είναι είτε single και να αναζητούν τον «έναν και μοναδικό» είτε παντρεμένες, η διάσημη ηθοποιός εξέφρασε αυτό που νιώθουν όλο και περισσότερα κορίτσια της γενιάς της: οι γυναίκες είμαστε πολύ υποψιασμένες για να πιστεύουμε σε παραμύθια και πολύ ρεαλίστριες για να αγνοούμε ότι είναι όχι μόνο όμορφο, αλλά και υγιές να επενδύουμε χρόνο για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και να αναλάβουμε οι ίδιες την ευθύνη της ευτυχίας μας. Άλλωστε πρέπει πρώτα να αγαπήσεις τον εαυτό σου για να μπορέσεις να αγαπήσεις αληθινά κάποιον άλλο…
Μπορεί στο Τhe One το τεστ της MatchDNA να είναι πολύ δημοφιλές στην ομάδα 18-25 χρόνων, αλλά στην πραγματική ζωή οι γυναίκες έχουμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε ότι κανένας σύντροφος δεν μπορεί να μας εγγυηθεί την ευτυχία μας – είναι κάτι για το οποίο πρέπει πρώτα να δουλέψει καθεμία με τον εαυτό της, προτού βρει έναν ή μία σύντροφο που να θέλουν και οι δύο να προχωρήσουν μαζί. Αν οι αδελφές ψυχές πράγματι υπάρχουν, τότε δεν τις φέρνει κοντά κάποια δύναμη του σύμπαντος, αλλά η διάθεση και των δύο να δουλέψουν μαζί για μια σχέση.
DNA match: σενάριο επιστημονικής φαντασίας ή μήπως όχι;
Η δρ Καλλιόπη Γκούσκου, μοριακή βιολόγος, ακαδημαϊκή υπότροφος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και ιδρύτρια της εταιρείας βιολογικής έρευνας Εμβιοδιαγνωστική, μελετά πώς τα γονίδιά μας
επηρεάζουν όλες τις πτυχές της ζωής μας, από τη διατροφή και την προδιάθεση για ασθένειες έως τις συμπεριφορές και τις σχέσεις μας. Σύμφωνα με την ίδια, έχουν δημοσιευτεί μελέτες που αποκαλύπτουν ότι κάποιες παραλλαγές στα γονίδιά μας μπορεί να διαμορφώνουν το πόσο πιστοί σύντροφοι θα είμαστε ή όχι, αν έχουμε προδιάθεση να είμαστε χαρούμενοι ή, αντίθετα, να εμφανίσουμε κατάθλιψη κ.ο.κ. «Αυτή τη στιγμή», επισημαίνει η δρ Γκούσκου, «υπάρχει γονιδιακό τεστ το οποίο, όμως, επικεντρώνεται σε ανοσολογικά στοιχεία και προβλέπει αν οι απόγονοι
ενός ζευγαριού θα είναι υγιείς και, δυστυχώς, η βιβλιογραφία δεν είναι εκτενής.
Δεν αποκλείεται, βέβαια, στο μέλλον να προκύψει μια εφαρμογή ανάλογη με εκείνη στη σειρά The One, αλλά ειλικρινά δεν ξέρουμε αν θα θέλαμε να υπάρχει κάτι τέτοιο και αν θα επιθυμούσαμε να μας καθορίζει. Σκεφτείτε τη Χάνα, η οποία ενώ είναι φανερά ευτυχισμένη με τον Μαρκ, βάζει σε κίνδυνο τη σχέση της λόγω του τεστ». Οι Jacqueline Olds και Richard Schwartz, καθηγητές Ψυχιατρικής και οι δύο στην Ιατρική Σχολή του Harvard, δίνουν και εκείνοι περισσότερη βάση στον ανθρώπινο παράγοντα παρά στη μελέτη των γονιδίων. «Μπορεί από επιστημονικής άποψης να γνωρίζουμε για τον έρωτα και τον εγκέφαλο πολύ περισσότερα από ό,τι πριν από δύο δεκαετίες, αλλά όλη αυτή η γνώση δεν μας κάνει καλύτερους στο πώς να αγαπάμε», εξηγεί ο Schwartz. Η Olds συμφωνεί: «Έχω μάθει περισσότερα για τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα από τις συνεδρίες ψυχοθεραπείας ζεύγους και από τη δική μου σχέση, παρά από την επιστήμη».