Γιατί η ψυχοθεραπεία έγινε mainstream;

Σε μια Αθήνα όπου τα ραντεβού κλείνονται λίγο πριν ή λίγο μετά την ψυχοθεραπεία, αναζητήσαμε τι είναι αυτό που την έχει βάλει στο πρόγραμμά μας, την έχει κάνει απαραίτητη, επίκαιρη, millennial thing και κοινώς αποδεκτή.

Elle 17 Απρ. 20
Γιατί η ψυχοθεραπεία έγινε mainstream;

 

“Έπειτα από μια συνεδρία με τον ψυχοθεραπευτή μου παρατήρησα ότι υπήρξα άδικος”. Και κάπως έτσι η συστολή που νιώθει κάποιος επειδή βλέπει ψυχοθεραπευτή, έχει μετατραπεί πλέον σε επιχείρημα», παρατηρεί ο Παναγιώτης, 32 χρόνων, που κάνει ψυχοθεραπεία τα τελευταία τρία χρόνια. Η επίκληση στον ειδικό ψυχικής υγείας, αλλά και οι αναφορές σε αυτόν και στην ψυχανάλυση (μέθοδος της ψυχολογίας που εστιάζει στη μελέτη της ψυχικής κατάστασης του ατόμου και πραγματοποιείται με τη βοήθεια ψυχολόγου), την ψυχοθεραπεία (θεραπεία κατά την οποία ένα άτομο με ψυχολογικά ή συναισθηματικά προβλήματα συνομιλεί με ψυχίατρο, ψυχολόγο, σύμβουλο ψυχικής υγείας) είναι πλέον πάρα πολύ συχνές. Κυριαρχούν στις κουβέντες στα μπαράκια, στα πρώτα ραντεβού, στις παρέες. «Δεν μπορώ να πάμε σήμερα σινεμά. Έχω Ψ και κανείς δεν με ρωτάει πλέον τι είναι αυτό το Ψ. Όλοι ξέρουν. Όπου Ψ ίσον ψυχοθεραπευτής ή ψυχολόγος», λέει η Αγγελική, 31 ετών, που κάνει ψυχοθεραπεία τα τελευταία δύο χρόνια. Παράλληλα, είναι πλέον κατανοητό ότι, όπως όταν κάποιος κάνει γυμναστική και πιάνεται χρειάζεται να κάνει κάποιες ασκήσεις για να ξεπιαστεί, έτσι ακριβώς και όταν ζει, χρειάζεται κάποιες διεργασίες που θα ξεμουδιάσουν το μυαλό και την ψυχή του.

It’s not a secret anymore
«Από την παρέα των πέντε φίλων μου επισκέπτονται ψυχοθεραπευτή οι τρεις από αυτoύς. Μαζί με εμένα τέσσερις, δηλαδή. Και στην παρέα του αγοριού μου ξέρω ότι υπάρχουν φίλοι του που έχουν ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια ψυχοθεραπεία ή έχουν κάνει τουλάχιστον μία συνεδρία», δηλώνει η Ευαγγελία, 29 χρόνων, και συνεχίζει: «Αποτελεί κοινή παραδοχή πλέον ότι το στίγμα του “πάω σε ψυχολόγο ή ψυχίατρο” δεν υπάρχει πια». Έχουμε κάνει βήματα μπροστά και δεν πιστεύουμε πια ότι όποιος κάνει ψυχοθεραπεία πάσχει απαραίτητα από κατάθλιψη ή από κάποια άλλη σοβαρή ψυχική ασθένεια. Αλλά ακόμη και αν πάσχει, αυτό δεν είναι λόγος για να ντρέπεται ή να μην το μοιράζεται. Αυτό από το οποίο έχουν επίσης διαχωριστεί η ψυχοθεραπεία και η ψυχανάλυση είναι από εκείνο το προφίλ μιας εστέτ, σοφιστικέ πολυτέλειας με το οποίο είχαν ταυτιστεί πίσω στα πλούσια και πληθωρικά ’90s.
Σήμερα, όλα τα παραπάνω έχουν αλλάξει. Τι προκάλεσε αυτή την αλλαγή; Ποιος την έφερε; «Οι πολύπαθοι millennials» είναι η απάντηση.
Οι επόμενες ερωτήσεις που προκύπτουν είναι γιατί αυτοί και γιατί τώρα; Τι έχει το τώρα που έκανε πιο εύκολη την επίσκεψη σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας; «Επειδή μας έπεσαν πολλά», λέει η Δήμητρα, 33 χρόνων, που κάνει ψυχοθεραπεία για μεγάλα διαστήματα τα τελευταία τρία χρόνια. «Δεν έχουμε περάσει και λίγα ως millennials», συμφωνεί η Αγγελική. Και έχει δίκιο. Περάσαμε στην Ελλάδα, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου, τα πρώτα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μας με φόντο έναν αδυσώπητο, σκληρό, οικονομικό πόλεμο. Στα ερείπια που αυτός προκάλεσε και προκαλεί, εμείς έπρεπε να ενηλικιωθούμε, να ωριμάσουμε, να ερωτευθούμε, να βρούμε δουλειά, να ζήσουμε. Ποιος μπορεί να τα κάνει όλα αυτά σωστά πάνω σε χαλάσματα;
Η Wall Street Journal σε πρόσφατο άρθρο της το λέει ξεκάθαρα: Οι millennials είμαστε η γενιά της ψυχοθεραπείας. Επικαλείται, μάλιστα, μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας που διαπίστωσε ότι ο ρυθμός με τον οποίο οι millennials φοιτητές ζήτησαν βοήθεια για την ψυχική τους υγεία ήταν πέντε φορές μεγαλύτερος από τις προηγούμενες γενιές. Τι μας οδήγησε σε αυτό; Το άγχος. Οι περισσότεροι νιώθουν ανήσυχοι για το μέλλον και μη επαρκείς. Το περιοδικό The Economist βάζει στον χάρτη και την επόμενη γενιά. Σε σχετικό άρθρο, η Gen Z (τα παιδιά που έχουν γεννηθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000) φέρεται να πιστεύει ότι η κακή ψυχική υγεία είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει στο παρόν αλλά και στο μέλλον.

Το παράδοξο των πολλαπλών επιλογών
Η Tess Brigham, ψυχοθεραπεύτρια με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, η οποία τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολείται με millennials και τους γονείς τους, ομολογεί ότι πριν τους συναντήσει είχε στο μυαλό της ότι αυτή η γενιά αποτελείται από εγωκεντρικούς, υπερευαίσθητους και τεμπέληδες. Αλλά αφού τους γνώρισε καλύτερα, είδε πως είναι άτομα ιδιαίτερα έξυπνα και χαρισματικά. «Είναι ενθουσιώδεις, πολυπράγμονες και πρόθυμοι να συνεισφέρουν για το κοινό καλό. Αλλά αντιμετωπίζουν και πολλά άγχη που τους κρατούν πίσω», αποκαλύπτει. «Ανησυχώ ότι δεν θα έχω χρήματα και δουλειά». «Νιώθω αποτυχημένος». «Δεν ξέρω αν είμαι στον σωστό δρόμο». «Θα μείνω μόνος». «Γιατί δεν με καταλαβαίνει κανείς;»… Αυτές είναι μόνο μερικές από τις πιο συχνές ανησυχίες τους. Όμως ποιο είναι το μεγαλύτερό τους παράπονο; Τι τους πονάει περισσότερο; «Αυτό για εμένα ήταν μια μεγάλη έκπληξη. Το στοιχείο που τους κατατρώει είναι ότι στην πραγματικότητα έχουν πολλές επιλογές. Κάτω από το βάρος τους συνθλίβονται», λέει η Brigham, και συνεχίζει: «Οι πολλές επιλογές μπορεί να σε ακινητοποιήσουν, ειδικά στον σημερινό κόσμο, όπου είμαστε υπερφορτωμένοι με πληροφορίες και έχουμε μια τεράστια πίεση για να πετύχουμε». Με άλλα λόγια, η αφθονία των επιλογών μπορεί να ακούγεται ελκυστική, αλλά μπορεί και να μας καθηλώνει. Στο βιβλίο του The Paradox of Choice (Το Παράδοξο της Επιλογής, εκδ.Harper Perennial), ο ψυχολόγος Barry Schwartz συμφωνεί με την παραπάνω άποψη υποστηρίζοντας ότι όσο περισσότερες επιλογές έχουμε, τόσο πιο πιθανή είναι η κακή επιλογή ή η καμιά επιλογή.

Κανείς δεν είναι τέλειος
«Έχουν μεγαλώσει σαν να μην έχουν την επιλογή του λάθους. Εκεί οφείλεται και η έντονη φοβία τους για την αποτυχία», λέει η Brigham. Η αλήθεια είναι ότι μεγαλώσαμε με την πίεση να είμαστε αλάνθαστοι, υπέροχοι και πάντα επαρκείς, και ξεχάσαμε ότι είναι πολύ πιθανό και να μην τα καταφέρουμε, ακόμη και αν προσπαθήσουμε σκληρά. «Και γιατρός να περνούσα, πάλι δεν θα του ήμουν αρκετός», λέει ο ηθοποιός Δημήτρης Κίτσος για τον πατέρα του.

«Μήπως, όμως, δεν χρειάζεται να είμαστε αρκετοί και πλήρεις; Δεν είμαστε τα λιπαρά στο φρέσκο γάλα», λέει η Αγγελική, και συνεχίζει: «Είμαστε και αυτά που δεν έχουμε. Αλλά στη μάχη μας με το τέλειο, το χειροκρότημα, την πίεση του καλύτερου γιου και της καλύτερης κόρης σε μια εποχή που τα τέλεια έγιναν απελπιστικά δύσκολα, χάσαμε». Η Ευαγγελία επιμένει ότι κάνει ψυχοθεραπεία γιατί γίνεται λιγότερο αυστηρή με τον εαυτό της. «Κάπως με μαλακώνει. Νιώθω ότι με φροντίζω. Ξυπνάω το πρωί και πρέπει να είμαι το τέλειο κορίτσι, νόστιμο, εργατικό, καλοντυμένο, καλή κόρη, φεμινίστρια, να νοιάζομαι για το περιβάλλον, να διαβάζω όσα περισσότερα βιβλία μπορώ, να βλέπω ταινίες. Η ψυχοθεραπεία με βοήθησε να κάνω λίγο πίσω και να τα δω όλα αυτά στο πραγματικό τους μέγεθος. Να καταλάβω αν είναι σημαντικά ή όχι. Η ζωή -η δική μου τουλάχιστον- δεν θέλω να είναι αγώνας δρόμου, να έχω γνώμη για όλα και να είμαι τέλεια σε όλα. Θέλω να είμαι απλά εγώ. Και αυτό το “εγώ” θέλω να το καταλαβαίνω, να το προσπαθώ και να το κάνω καλύτερο από αγάπη προς εμένα και όχι από πίεση. Σε αυτό με βοηθάει η Ψ μου. Όπου Ψ όλοι ξέρουμε τι είναι πια».

O διπλός ρόλος των social media
Η Αγγελική θέτει ακόμη μία παράμετρο. «Οι millennials, εκτός του ότι είχαμε να αντιμετωπίσουμε απροετοίμαστοι την οικονομική αυτή ανασφάλεια, βρεθήκαμε πιο εκτεθειμένοι από ποτέ». Κληθήκαμε δηλαδή μέσω των social media να μοιραστούμε τα πάντα. Έπρεπε ξαφνικά να έχουμε και την ιδανική εικόνα. Την εποχή, μάλιστα, που το τέλειο ήταν, αν όχι αδύνατο, πολύ δύσκολο. «Έπρεπε να μοιραστούμε τα πάντα σε μια τεράστια διαδικτυακή, ψηφιακή οικογένεια που μας πίεζε συνεχώς κάνοντάς μας να μη νιώθουμε ποτέ επαρκείς, ποτέ αρκετά χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, ερωτευμένοι, όμορφοι και επιτυχημένοι», συνεχίζει η Αγγελική.
Θεωρώντας δεδομένη την ευθύνη των κοινωνικών δικτύων, θα πρέπει να παραδεχτούμε τον διττό τους αντιφατικό ρόλο. Οι millennials, μεγαλώνοντας μέσα σε αυτά, έμαθαν να κάνουν share σχεδόν τα πάντα. Κάπως έτσι μοιράστηκαν και ό,τι για τις προηγούμενες, πιο συντηρητικές γενιές, ήταν ταμπού. Αυτό συνετέλεσε ώστε όσοι χρειάστηκαν βοήθεια να μη νιώθουν μόνοι και άρα επιφυλακτικοί. Να γίνει πιο mainstream η ψυχοθεραπεία ως επιλογή, αλλά και πιο εύκολη η αναζήτηση της σωστής μεθόδου, αφού μέσω της τεχνολογίας υπήρξαν -εκτός από την παραδοσιακή διαδικασία- ένα σωρό διαφορετικές επιλογές, από apps μέχρι συνεδρίες από απόσταση.

Όλα τα προηγούμενα δεν καταγράφηκαν για να σας πείσουν ότι πρέπει να κάνετε όλοι ψυχοθεραπεία, ούτε ότι αυτή είναι πανάκεια για τη λύση των προβλημάτων σας, ούτε ότι ο κόσμος έχει γίνει καλύτερος ή θα γίνει. Αλλά ότι η ψυχοθεραπεία είναι μια έξτρα φροντίδα από εμάς για εμάς, που μπορεί να μας κάνει να αγαπήσουμε με περισσότερη ποιότητα τον εαυτό μας και τους άλλους. Και το σημαντικότερο είναι ότι αυτή την ποιότητα τη συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα: