Η πρώτη καλοκαιρινή μου ανάμνηση, ίσως είναι μια παραλία κάπου στη Στερεά Ελλάδα, αργά το απόγευμα. Θυμάμαι ένα ριγέ, πολύχρωμο, ολόσωμο μαγιό, λερωμένο από παγωτό Σικάγο, τα βότσαλα της παραλίας που πονούσαν τα πόδια μου, τις καλοκαιρινές μου φίλες (τις έβλεπα μόνο τον Αύγουστο και τις έχανα τους υπόλοιπους 11 μήνες) που έκαναν κατακόρυφο και σπαγγάτο στις πλάκες του πεζοδρομίου –ενώ εγώ δεν μπορούσα- και κάπου στο βάθος τη φωνή της γιαγιάς μου να μας απειλεί να σταματήσουμε να μαδάμε τα φυτά της αυλής.
Αυτή η ανάμνηση έχει μπροστά της το «ίσως» γιατί δεν υπάρχει κανένα αναλογικό, πόσο μάλλον ψηφιακό ντοκουμέντο για να την επιβεβαιώσει. Αχνοφαίνεται στο βάθος του μυαλού μου, σε κάποια πλάνα χαλάει σαν ασπρόμαυρη ταινία των αρχών του περασμένου αιώνα, κάπου παίρνει φως, κάπου το χάνει, βυθίζεται και αναδύεται στην επιφάνεια της μνήμης, έτσι που στο τέλος δεν ξέρω αν συνέβη στ’ αλήθεια ή αν γεννήθηκε από αποσπασματικές διηγήσεις των μελών της οικογένειάς μου. Βέβαια, κάπως έτσι, φλου και χωρίς ντοκουμέντα, είναι και οι περισσότερες αναμνήσεις που η γενιά μου έφτιαξε από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωσή της και αργότερα στα φοιτητικά και τα πρώτα εργασιακά της χρόνια. Αρχικά οι φωτογραφικές μηχανές που κυκλοφορούσαν ήταν με φιλμ. Μετά το «κλικ» δεν υπήρχε επιστροφή, καμία διόρθωση στην πόζα, καμία παρέμβαση στον φωτισμό. Οι αναμνήσεις απαθανατίζονταν αυτούσιες, αυθόρμητες, πότε αμήχανες, πότε άγουρες, πότε μελετημένες, όλες όμως είχαν εκείνη την εξαιρετική ποιότητα του γλυκού αιφνιδιασμού. Στη συνέχεια ήρθαν οι ψηφιακές μηχανές –μια μεγάλη ευκαιρία για δεύτερες ευκαιρίες- και πολύ πολύ αργότερα τo facebook, το Instagram, τα φίλτρα, η εμμονή και η εξάρτησή μας από τα social media και την εικόνα μας μέσα από αυτά.
Οι αναμνήσεις μας απέκτησαν ψηφιακή υπόσταση, φωτογένεια και ιλουστρασιόν περιτύλιγμα, αλλά σαν να χάσαμε την πραγματική ανάμνηση, την ένταση και το feeling της στιγμής. Όλες αυτές οι σκέψεις μού ήρθαν στο μυαλό με αφετηρία το άρθρο Είμαστε Ό,τι Ποστάρουμε; που θα βρείτε στο τεύχος Αυγούστου του ELLE, μια έρευνα για τη λεγόμενη «κουλτούρα των ανακοινώσεων», σύμφωνα με την οποία οτιδήποτε μας συμβαίνει, νιώθουμε την ανάγκη να το αναρτήσουμε στα δίκτυά μας. Και η αποδοχή που λαμβάνουν οι δημοσιεύσεις μας έχει, φυσικά, αντίκτυπο στην αυτοπεποίθηση και την ψυχολογία μας. Κάνοντας μια σχετική αναζήτηση στο διαδίκτυο γι’ αυτό το θέμα, έπεσα πάνω στα αποτελέσματα μιας μελέτης που δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Journal of Experimental Social Psychology. Σε αυτή την έρευνα του Πανεπιστημίου του Princeton, οι επιστήμονες που τη διενήργησαν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όσοι από τους συμμετέχοντες κατέγραφαν και στη συνέχεια μοιράζονταν τις εμπειρίες τους στα social media, δημιουργούσαν λιγότερο λεπτομερείς αναμνήσεις σε σχέση με αυτές. Η αλήθεια είναι ότι το μόνο που θυμάμαι από τις τελευταίες συναυλίες που πήγα ήταν η αγωνία μου να τραβήξω ένα βίντεο που δεν ξαναείδα ποτέ, να ανεβάσω μια φωτογραφία που όχι μόνο δεν πρόσθεσε, αλλά αφαίρεσε από την ανάμνηση. Την ουσιαστική ανάμνηση. Αυτήν που ξεκινά ως εμπειρία που τη ζεις με όλες σου τις αισθήσεις, αποτυπώνεται κάπου στο βάθος του μυαλού σου και επανέρχεται με κάθε σχετική αφορμή. Όπως εκείνη η παραλία των παιδικών μου χρόνων.
Ζούμε σε μια εποχή στην οποία τα social media ορίζουν και καθορίζουν τον τρόπο που επικοινωνούμε, που αντιδρούμε σε ό,τι μας συμβαίνει, που επιλέγουμε, που αγοράζουμε, που ζούμε. Και αυτό δεν είναι πάντα απαραίτητα κακό. Άλλωστε, αν δεν υπήρχαν τα social media, δεν ξέρω κατά πόσο θα είχαμε καταφέρει να συνδεθούμε και να επιβιώσουμε –κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο- στην πρωτόγνωρη εμπειρία των δύο lockdowns. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες φορές αναπολώ την εποχή που όταν βιώναμε κάτι πραγματικά όμορφο και σημαντικό, η πρώτη μας σκέψη δεν ήταν να ψάξουμε στην τσέπη μας για να βγάλουμε το κινητό μας και να το απαθανατίσουμε, αλλά να το ζήσουμε. Οι ακέραιες, οι αγνές αναμνήσεις μας, αυτές που δεν διακόπηκαν από κανέναν τεχνολογικό εξωγενή παράγοντα, έρχονται από το παρελθόν στο τώρα και είναι τόσο δυνατές που ξαναζωντανεύουν, τρισδιάστατες. Έχω είκοσι χρόνια να φάω παγωτό Σικάγο, αλλά όταν αναπολώ εκείνο το ριγέ μαγιό και εκείνο το καλοκαίρι, είναι σαν να το γεύομαι σήμερα.
My List:
Έκθεση: Κωνσταντίνος Παρθένης, η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του
Ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής τέχνης αποκαλύπτεται μέσα από περίπου 150 έργα. Στο ξεχωριστό καλλιτεχνικό του σύμπαν συνομιλεί με τα κινήματα του μοντερνισμού, χρησιμοποιεί τον συμβολισμό και έχει αναφορές στην αρχαιότητα και τη βυζαντινή τέχνη. Εθνική Πινακοθήκη, μέχρι 28/11.
Βιβλίο: Σκοτώνω όποιον θέλω του Fabio Stassi (εκδ. Ίκαρος)
Μια νέα περιπέτεια για τον άνεργο φιλόλογο Βίντσε Κόρσο, που ανέλαβε τον ρόλο του βιβλιοθεραπευτή για να τα βγάλει πέρα. Σε αυτό το βιβλίο μπλέκει σε μια δίνη μυστηρίου και δολοφονιών που στο τέλος θα τον κάνει να αναρωτηθεί πόσο σωτήρια είναι η δύναμη των λέξεων.
Λεύκωμα: Monet, The Triumph of Impressionism (εκδ. Taschen)
Μια έκδοση για τον κορυφαίο ιμπρεσιονιστή ζωγράφο, ο οποίος απέδωσε τη φύση και το φως όπως κανένας άλλος. Αυτή η βιογραφία φανερώνει ακόμα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή του, μέσα από έργα και σχέδια τα οποία συνοδεύονται από λεπτομερή ανάλυση.
Mαρία Πατούχα
mpatoucha@alphamag.gr