Millennials: Η ταλαντούχα γενιά σε κρίση

Με το βιογραφικό τους γεμάτο τίτλους σπουδών και κάποιες πρώτες θέσεις εργασίας, χωρίς πολλές υποχρεώσεις και -επιτέλους- ανεξάρτητοι, θα πρεπε να διανύουν την καλύτερη περίοδο της ζωής τους. Γιατί λοιπόν οι εκπρόσωποι της Gen Y σε ολόκληρο τον κόσμο, περνούν τη λεγόμενη «κρίση του πρώτου τρίτου της ζωής»;

Νάνσυ Καλλικλή 16 Αυγ. 24
Millennials: Η ταλαντούχα γενιά σε κρίση

Θεωρείται η γενιά με τα περισσότερα προσόντα που έχει εισαχθεί ποτέ στον επαγγελματικό στίβο. Με τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά και τις πιστοποιημένες εκπαιδεύσεις τους να φιγουράρουν στα προφίλ τους στο LinkedIn, έχουν βρει τις πρώτες τους δουλειές και, σύμφωνα με μια σκιαγράφηση του εργασιακού προφίλ τους από την Adecco, πρόκειται για «τους πιο περιζήτητους υποψήφιους εργαζόμενους παγκοσμίως, εκείνους που σε μια δεκαετία θα καταλαμβάνουν το 80% των θέσεων εργασίας». Είναι ευέλικτοι, η τεχνολογία είναι η έκτη τους αίσθηση και «δίνουν το δικό τους στίγμα σε αυτό που ονομάζουμε καριέρα, εξέλιξη και work-life balance». Πρόκειται για «τα νέα ταλέντα που εξελίσσονται στους αυριανούς μάνατζερ με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο των επιχειρήσεων», συνεχίζει η εταιρεία-κολοσσός ανθρώπινου δυναμικού.
Κι όμως, οι περισσότεροι που απαρτίζουν αυτή τη γενιά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κάθε άλλο παρά έτσι βλέπουν και βιώνουν τα πράγματα. Η πλειονότητα των Millennials, ή αλλιώς Gen Y, που γεννήθηκαν μεταξύ 1981 και 1996 και σήμερα είναι 28-43 χρόνων, βγήκαν στην αγορά εργασίας εν μέσω οικονομικής κρίσης, ζουν μόνιμα σε ένα καθεστώς οικονομικής ανασφάλειας και βλέπουν τα όνειρά τους για την προσωπική και την επαγγελματική τους ζωή να μένουν στη σφαίρα της φαντασίας.

Η ΓΕΝΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ
«Σπούδασα παιδαγωγικά και μικρότερη ονειρευόμουν ότι θα γινόμουν μια πετυχημένη εκπαιδευτικός. Θα ήμουν η φιλόλογος την οποία αγαπούν οι μαθητές και “πάνε” τα παιδιά, διορισμένη στο δημόσιο, με τις καθιερωμένες άδειες κ.λπ. Στα 24 μου ξεκίνησα να δουλεύω και προσγειώθηκα στην πραγματικότητα: εκπαιδευτικός στην Ελλάδα σημαίνει να ζεις με χαμηλές χρηματικές απολαβές, να καταβάλλεις τεράστια ενέργεια για να συνεννοηθείς κυρίως με τους γονείς των μαθητών και να προετοιμαστείς για το μάθημα, ενώ η εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια είναι τεράστια», λέει η 29χρονη Μέλανι που πλέον εργάζεται σε εταιρεία εμπορικής-διαφημιστικής υποστήριξης. «Στην τωρινή μου δουλειά νιώθω ότι επαγγελματικά έχω μπροστά μου έδαφος για να απογειωθώ, σε αντίθεση με τον εκπαιδευτικό τομέα στην Ελλάδα, αλλά και πάλι, όταν θέλω να αγοράσω κάτι ρωτάω δυο φορές τον εαυτό μου αν το χρειάζομαι πραγματικά και καθημερινά αναρωτιέμαι πού έχουν φτάσει οι τιμές στα ενοίκια, τα είδηβασικής ανάγκης, τα πάντα».
Μια μελέτη που δημοσίευσαν πρόσφατα οι κοινωνιολόγοι Rob Gruijters, Anette Fasang και Zachary Van Winkle στο American Journal of Sociology επιβεβαιώνει πως οι Millennials έχουν αντιμετωπίσει επανειλημμένες οικονομικές αντιξοότητες. Καθώς ενηλικιώθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, έχουν χαμηλότερα επίπεδα ιδιοκατοίκησης, χαμηλόμισθες και ασταθείς θέσεις εργασίας και χαμηλότερα ποσοστά δημιουργίας οικογένειας με δύο εισοδήματα. Ο Permanent Placement & Career Transition Director της Adecco Ελλάδος κ. Χάρης Κωνσταντινίδης σημειώνει πως, παρά την καλή μόρφωση και τις δεξιότητες που διαθέτουν, οι περισσότεροι «Y» βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, χτυπημένοι από την ανεργία: «Αυτά τα παιδιά μπαίνουν σε μια αγορά εργασίας με μειωμένες ευκαιρίες, αλλά είναι ρεαλιστές. Ξέρουν ότι το μέλλον μπροστά τους δεν είναι εύκολο».
Είναι, λοιπόν, λάθος όλες αυτές οι ελπιδοφόρες προβλέψεις πως οι σημερινοί 25+, 30άρηδες και 40άρηδες θα γίνουν οι αυριανοί ηγέτες, χάρη στην ευελιξία τους, τις γνώσεις και τις τεχνικές τους ικανότητες; Κάθε άλλο, εξηγεί η μελέτη των τριών κοινωνιολόγων. Οι κάποιοι λίγοι που τα πηγαίνουν καλά τα πηγαίνουν πράγματι περίφημα. Ο Mark Zuckerberg και ο Sam Altman του OpenAI, για παράδειγμα, θριαμβεύουν. Ταυτόχρονα όμως, πολλοί άλλοι εκπρόσωποι της γενιάς τους αγωνίζονται να επιβιώσουν. Η αλήθεια είναι, λένε οι υπεύθυνοι της έρευνας, πως οι Millennials παρουσιάζουν τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ τους. «Αυτές οι τόσο μεγάλες αποκλίσεις δημιουργούν όχι μόνο εντάσεις, αλλά και μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, όπως η αύξηση του λαϊκού απολυταρχισμού. Η διστακτική και αργή δράση δεν επαρκεί. Πρέπει να δράσουμε άμεσα ώστε να προσφέρουμε οικονομική ασφάλεια σε αυτή τη γενιά», τονίζουν.

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ
Τον Απρίλιο του 2021, στον απόηχο των lockdowns, γράφαμε στο ELLE πως «για εμάς τους Millennials, που μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι μια επιτυχημένη δουλειά μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους, η πανδημία επιβεβαίωσε αυτό που ήδη υποψιαζόμασταν: συνειδητοποιήσαμε ότι σε όλη την ενήλικη ζωή μας παλεύουμε να χτίσουμε στέρεες βάσεις πάνω σε κινούμενη άμμο, εν μέσω πρωτόγνωρης συναισθηματικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Το πρόβλημα είναι ότι είχαμε επενδύσει όλες μας τις ελπίδες -για την ευτυχία μας, τα όνειρά μας, τη σταθερότητα μέσα σε έναν κόσμο που κανείς δεν ήξερε πώς θα εξελισσόταν- σε ένα και μόνο άλογο: τη δουλειά μας […] Η πανδημία ήταν το κερασάκι στην τούρτα, αφού τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια μας, αποδεικνύοντάς μας ότι καμία απολύτως δουλειά δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει ασφάλεια. Ότι τα πτυχία, η προθυμία, οι δεξιότητες και η αφοσίωση δεν εγγυώνται ότι θα βρούμε ή θα κρατήσουμε τη δουλειά μας. Και ότι τόσο καιρό εξαντλούσαμε τις μέρες μας και τους εαυτούς μας κυνηγώντας μεγάλες προσδοκίες, τη στιγμή που ο δρόμος προς την ευτυχία δεν περνάει από τους τέσσερις τοίχους της (τηλε)εργασίας».
Σ’ εκείνο το άρθρο, παρουσιάσαμε το βιβλίο της Αμερικανίδας συγγραφέα και δημοσιογράφου Anne Helen Petersen Can’t Even: How Millennials Became the Burnout Generation (Ούτε καν: πώς οι Millennials έγιναν η γενιά του burnout, εκδ. Houghton Mifflin Harcourt), σύμφωνα με το οποίο όσοι είμαστε σήμερα από 25 έως 43 χρόνων, χάρη στην καραντίνα και την Covid-19 κάνουμε πλέον πιο ουσιαστικά όνειρα. Θέλουμε ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, ενώ από τη δουλειά μας επιθυμούμε πια να είναι σε ένα πεδίο που μας αφήνει ελεύθερο χρόνο, κι ας μην είναι στον τομέα που αφιερώσαμε τόσα χρόνια σπουδών. Θέλουμε να μας προσφέρει απολαβές για να ζούμε καλά και ένα εργασιακό περιβάλλον στο οποίο νιώθουμε ότι σέβονται εμάς και τις αξίες μας και μας εκτιμούν για τη συμβολή μας στην επιτυχία της εκάστοτε επιχείρησης.
Η Ματίνα είναι 36 ετών και μόλις ξεκίνησε να δουλεύει στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης. «Έπειτα από πολλά χρόνια που ήμουν πωλήτρια σε καταστήματα οπτικών, το πτυχίο μου από το Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών επιτέλους φάνηκε χρήσιμο, μιας και για δουλειά ουσιαστικά γραμματειακής υποστήριξης στον Οργανισμό, η προκήρυξη ζητούσε τουλάχιστον βασικό πτυχίο από οποιαδήποτε σχολή. Μπορεί η σύμβαση να είναι 8μηνη, αλλά ίσως ανανεωθεί. Μέχρι τότε, εκτιμώ το ότι επιτέλους έχω ολόκληρο το Σαββατοκύριακο για να δω τα παιδιά μου». «Οι Millennials σήμερα», γράφαμε τρία χρόνια πριν, «ξέρουν ότι τα όνειρα για επιτυχίες, πολυτέλειες, υψηλούς μισθούς και καταξίωση είναι αφελή, ελιτίστικα και ρομαντικά σε έναν κόσμο που η πραγματικότητα μας πιέζει όλους να δούμε την ουσία». Πού βρισκόμαστε σήμερα, που έχουμε επιστρέψει στην κανονικότητα την οποία τόσο λαχταρούσαμε; Μάλλον ένα βήμα πίσω – ή ίσως και περισσότερα.

ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ (ΞΑΝΑ) ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Αφήνοντας πίσω μας εκείνες τις μέρες της καραντίνας και επιστρέφοντας στην καθημερινότητα, φαίνεται όλοι να ξεχάσαμε τα μικρά μαθήματα ζωής που αποκομίσαμε τότε, όταν συνειδητοποιήσαμε τι είναι περισσότερο σημαντικό και τι λιγότερο. Ή καλύτερα, αναγκαστήκαμε να τα αφήσουμε στην άκρη, την ίδια στιγμή που συνειδητοποιήσαμε ότι πρέπει να δουλεύουμε όλο και πιο πολύ, όλο και πιο σκληρά για να καλύψουμε βασικές ανάγκες. Η Eurostat φέτος ανέδειξε τους Έλληνες πρωταθλητές στις ώρες εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η χώρα μας το 2024 καταλαμβάνει την πρώτη θέση στους υπερ-εργαζόμενους, σε αυτούς δηλαδή που δουλεύουν πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα. Αν τηρούν δηλαδή αυστηρά το 8ωρο, το 12,6% των εργαζομένων δηλώνει ότι εργάζεται έξι μέρες την εβδομάδα, έχοντας μόνο μία μέρα ξεκούρασης.
Η Έλλη, στα 31 της, έχει ως κύρια δουλειά την αρχιτεκτονική, αλλά πρόσφατα ξεκίνησε να δουλεύει και ως εκπαιδεύτρια μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης. «Συνεργάζομαι με κάποιους πολιτικούς μηχανικούς, για τους οποίους κάνω αρχιτεκτονικές μελέτες και, πράγματι, τώρα που η οικοδομή έχει ανέβει, έχει αυξηθεί και η δουλειά», λέει στο ELLE. «Παρ’ όλα αυτά, παράλληλα εκπαιδεύω LLMs (Language Learning Models) για να τα φέρω βόλτα με τις υποχρεώσεις. Με τα ενοίκια να έχουν εκτοξευτεί και όταν ένα “γρήγορο” σούπερ μάρκετ -αυτό που πετάγεσαι να πάρεις δυο πράγματα που σου λείπουν- κοστίζει το λιγότερο 40 ευρώ, δύσκολα λες “όχι” όταν σου προτείνουν κι άλλη δουλειά. Τουλάχιστον είμαι από τους τυχερούς που συγκατοικούν. Είναι απαγορευτικό για κάποιον της γενιάς μου να νοικιάζει μόνος του στην Αθήνα».

DINKS ΣΤΙΣ ΗΠΑ VS ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Στις αρχές του έτους, το αμερικανικό Business Insider δημοσίευσε ένα άρθρο για τους λεγόμενους DINKS, τα ζευγάρια δηλαδή με διπλό εισόδημα και χωρίς παιδιά («double income, no kids»). «Όλο και περισσότεροι Αμερικανοί βλέπουν το μοντέλο DINK ως το κλειδί για το νέο αμερικανικό όνειρο, που προσφέρει οικονομική σταθερότητα, ελευθερία επιλογών και μια άνετη συνταξιοδότηση», γράφει η συντάκτρια, η οποία παραθέτει στη συνέχεια το παρακάτω -αντιπροσωπευτικό για τους DINKS- ρεπορτάζ: Η Εlizabeth Johnson και ο σύζυγός της, και οι δύο Millennials, δηλώνουν πως απολαμβάνουν τα ταξίδια τους (στις Ελβετικές Άλπεις, στη Χαβάη, την Αλάσκα και στον Καναδά, ανάμεσα σε άλλα), πηγαίνουν συχνά σε συναυλίες και στο θέατρο. Μολονότι αποφοίτησαν το 2008, στην καρδιά της οικονομικής κρίσης και το μέλλον τους φάνταζε «αβέβαιο και θλιβερό», σήμερα έχουν το δικό τους σπίτι και συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς, όπως πολλά άλλα DINK ζευγάρια στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Η ειδοποιός διαφορά είναι το ότι επέλεξαν να μην κάνουν παιδιά, σύμφωνα με τους ίδιους και επίσημα δημοσιονομικά στοιχεία που παραθέτει η δημοσιογράφος.
Μπορεί οι DINKS στις ΗΠΑ να δηλώνουν ότι αποφασίζουν συνειδητά να μην κάνουν οικογένεια, προκειμένου να μπορούν να απολαμβάνουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής, για τους Έλληνες όμως δεν πρόκειται ακριβώς για επιλογή. Μάλλον είναι περισσότερο συμβιβασμός με τη δύσκολη πραγματικότητα στη χώρα μας. Με όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο και ειδικότερα στην Ελλάδα, από την κλιματική αλλαγή και το αβέβαιο μέλλον του πλανήτη έως τους πολέμους και την οικονομική ανασφάλεια, ολοένα και περισσότεροι διστάζουν να κάνουν παιδιά. Οι νέοι που δουλεύουν εξοντωτικές ώρες δυσκολεύονται να βρουν συντρόφους («πραγματικά, το τελευταίο εξάμηνο ειδικά, είμαι πολύ εξαντλημένη για να επενδύσω χρόνο και συναίσθημα σε μια καινούρια σχέση», λέει η Έλλη) και αντί να προχωρούν στο επόμενο βήμα της ζωής τους, συχνά μετακομίζουν ξανά στο πατρικό.

«ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΑΓΧΟΣ»
Όπως και στο ομώνυμο λογοτεχνικό βιβλίο του Fredrik Backman, που μεταφέρθηκε και στην οθόνη του Netflix, οι Millenialls μοιάζουν να ζουν σε κατάσταση «ομηρίας». Η φετινή έρευνα της Deloitte «2024 Gen Z and Millennial Survey» επιχείρησε να πιάσει τον παλμό της εποχής σφυγμομετρώντας το πώς βλέπουν τα πράγματα 23 χιλιάδες ερωτώμενοι από 44 χώρες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και 300 Έλληνες και Ελληνίδες. Για τρίτη συνεχή χρονιά, το κόστος ζωής αποτελεί την κύρια ανησυχία της γενιάς Y και της Ζ (των παιδιών δηλαδή αμέσως μετά τους Μillennials). Ειδικά για την Ελλάδα, όσοι έχουν ηλικία μεταξύ 25-43, κατά 48% κατατάσσουν το κόστος διαβίωσης στην πρώτη θέση των ανησυχιών τους. Η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής παραμένει η βασική προτεραιότητά τους κατά την επιλογή εργοδότη, ενώ περισσότερο θαυμάζουν στους συνομηλίκους τους το να καταφέρνει κάποιος να διατηρεί αυτή την ισορροπία, έναντι άλλων παραδοσιακών δεικτών επιτυχίας, όπως ο τίτλος εργασίας και τα υλικά αγαθά. «Ωστόσο», τονίζει η έρευνα, «πολλοί δεν επιτυγχάνουν την ισορροπία που επιδιώκουν. Περίπου το ένα τρίτο των ερωτηθέντων που νιώθουν τακτικά άγχος ή στρες δηλώνει ότι η δουλειά του και η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής συμβάλλουν πολύ στα επίπεδα του άγχους του, με σημαντική αιτία τις πολλές ώρες εργασίας (51%) και την έλλειψη ελέγχου για τον τρόπο ή τον τόπο εργασίας τους (44%)».
Αν και σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές υπάρχουν κάποια σημάδια βελτίωσης, τα επίπεδα άγχους και η ψυχική υγεία εξακολουθούν να αποτελούν πηγή ανησυχίας. Μόνο οι μισοί περίπου από τους ερωτηθέντες αξιολογούν την ψυχική τους υγεία ως καλή ή εξαιρετικά καλή, ενώ 35% των Μillennials δηλώνουν ότι αισθάνονται αγχωμένοι συνεχώς ή τον περισσότερο χρόνο. Τι τους αγχώνει περισσότερο; Η δουλειά, τα οικονομικά, αλλά και η υγεία και η ευημερία της οικογένειάς τους.

ΑΙ: ΑΠΕΙΛΗ Ή ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΠΡΟΚΛΗΣΗ;
Παράλληλα, βέβαια, έχει προκύψει και άλλος ένας λόγος ανησυχίας σχετικά με τη δουλειά: η τεχνητή νοημοσύνη, για την οποία πιστεύουν ότι θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην επαγγελματική τους πορεία και στον τρόπο με τον οποίο εργάζονται. Στο άκουσμα του GenAI, «η αβεβαιότητα είναι το κορυφαίο συναίσθημα που δηλώνουν ότι νιώθουν», ενώ η έρευνα διαπιστώνει επίσης ότι «ιδίως οι γυναίκες εκφράζουν μεγαλύτερη αβεβαιότητα για το GenAI από ό,τι οι άντρες και είναι λιγότερο πιθανό να αισθάνονται άνετα να το συμπεριλάβουν στην εργασία τους». Και μολονότι η εξοικείωση με την τεχνητή νοημοσύνη είναι πιο πιθανό να δημιουργήσει περισσότερη εμπιστοσύνη σε αυτή τη νέα τεχνολογία, ακόμη και όσοι έχουν ξεκινήσει να τη χρησιμοποιούν δηλώνουν ότι η αυτοματοποίηση με βάση το GenAI θα καταργήσει θέσεις εργασίας και θα δυσκολέψει την είσοδο των νέων στο εργατικό δυναμικό. Πολλοί, άλλωστε, χαμογέλασαν με το καυστικό quote που κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό στα social media και λέει «θέλω το ΑΙ να βάζει πλυντήριο και να πλένει τα πιάτα, ώστε εγώ να ασχολούμαι με το γράψιμο και την τέχνη και όχι το ανάποδο».
Αυτό που όλοι ελπίζουν ότι θα βγάλει τους Millennials από τη δύσκολη θέση είναι η ευελιξία, την οποία έχουν αποδείξει ήδη ότι διαθέτουν. Όπως ακριβώς και η Έλλη παραπάνω, όσοι συμμετείχαν στην έρευνα της Deloitte δήλωσαν ότι βλέπουν ως απάντηση στην «απειλή του ΑΙ» την επανεκπαίδευση και την κατάρτιση. Δυστυχώς, βέβαια, κάτω από τους μισούς 25-35άρηδες, «μόλις το 45% αναφέρει ότι ο εργοδότης του τον εκπαιδεύει επαρκώς σχετικά με τις δυνατότητες, τα οφέλη και την αξία του GenAI». Αλλά και πάλι, αυτοί οι άνθρωποι που δεν διστάζουν να φύγουν από τη χώρα τους ή να αλλάξουν τομέα απασχόλησης για να βρουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες, έχουν αποδείξει πολλές φορές ότι με ή χωρίς κρατική ή διακρατική πρόβλεψη και μέριμνα, δεν το βάζουν κάτω και τολμούν να ατενίζουν το μέλλον με συγκρατημένη αισιοδοξία. «Ψάχνονται, δοκιμάζονται, συλλέγουν εμπειρίες», σύμφωνα με την Adecco. Ή όπως το θέτει η Μέλανι, «σε δεκαπέντε χρόνια, δηλαδή στα 44 μου, θέλω να έχω δημιουργήσει οικογένεια με έναν άντρα με τον οποίο θα είμαστε μαζί σε όλο αυτό. Να έχουμε παιδιά. Δεν ξέρω αν θα είμαστε στην Ελλάδα απαραίτητα, αρκεί να είμαστε μαζί. Και με τους φίλους μας, τους γονείς και τα αδέλφια μας να δημιουργούμε στιγμές».

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Αν και όλοι ξέρουμε την κρίση της μέσης ηλικίας, η λιγότερο γνωστή «κρίση του πρώτου τρίτου της ζωής», που έρχεται λίγο πριν ή λίγο μετά τα τριάντα, μελετάται ήδη από τους ειδικούς. Σε μια έρευνα του LinkedIn, 75% των νέων μεταξύ 25 και 33 ετών έχουν βρεθεί σε αυτή τη φάση της αβεβαιότητας, του προβληματισμού και της ανησυχίας, κατά την οποία μπορεί να νιώθουν απογοητευμένοι ή και παγιδευμένοι. Σύμφωνα με το Harvard Business Review, όμως, το άγχος που προκαλούν η χάραξη της επαγγελματικής πορείας, η αναζήτηση συντρόφου και οι αποφάσεις που καλείται κάποιος να πάρει συνολικά για την προσωπική και την επαγγελματική του ζωή σε αυτές τις ηλικίες, «μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε χάλια, αλλά οι μελέτες έχουν δείξει πως αποδεικνύεται πολύτιμο όσο μεγαλώνουμε». Και αυτό γιατί, όπως λένε οι ειδικοί της ψυχικής υγείας, μας εξοπλίζει με όλες εκείνες τις δεξιότητες διαχείρισης που θα μας φανούν χρήσιμες αργότερα, όταν στα 40 ή τα 50 μας θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε ακόμη πιο στρεσογόνες καταστάσεις.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ALESSANDRO OLIVA, STYLING: MICAELA SESSA

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT