Από την πρώτη στιγμή που έμαθα αυτή την είδηση, μούδιασα ολόκληρη λες και τα διαβιβαστικά κύτταρα που τη μετέφεραν πάγωσαν στο άγγελμα της κι αυτά από την φρίκη τους. Σας γράφω για τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη.
Την ίδια στιγμή που μαθαίναμε για το φρικτό έγκλημα το μυαλό μου έτρεχε στην μάνα της, παραδόξως όχι στον πατέρα της, κι ας με συγχωρέσουν οι πατεράδες δεν έχω κάτι μαζί τους, αλλά τον αφόρητο αυτό πόνο, τον αδιάκοπο, τον ανηλεή έχω την εντύπωση πως τον διακρίνω πάντα μόνο στην φιγούρα της Μάνας, βγαλμένη λες από Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. «Καταδικάστηκα σε αιώνιο θάνατο» είπε η μητέρα της Ελένης «και αυτοί σε οχτώ χρόνια μπορεί να είναι στη Ρόδο»…
Δεν μπόρεσα ούτε στιγμή από τότε να ολοκληρώσω όλο το σκηνικό στο μυαλό μου, όσες φορές κι αν διάβαζα για αυτό το φριχτό έγκλημα…
Δεν ήθελα, ένοιωθα φόβο. Μου φαίνεται αηδιαστικό, εξοργιστικό. Πως είναι δυνατόν δυο αγόρια να συνέλαβαν και να έφτασαν ως το τέλος του ένα τέτοιο φρικτό σκηνικό βασανισμού με θύμα ένα κορίτσι που δεν τους έφταιγε σε τίποτα; Πως είναι δυνατόν να υπάρχουν σε πολιτισμένα μέρη όπως η Ελλάδα άντρες βασανιστές που λειτουργούν με τα κατώτατα ζωώδη ένστικτα ζούγκλας;
Μεγαλώνω, μεγάλωσα ήδη δηλαδή, ένα κορίτσι και δυο αγόρια και το σημαντικότερο εφόδιο από όλα όσα μπορούν να έχουν στην ζωή τους δεν είναι ούτε το οικόσημο ενός σχολείου, ούτε του σπουδαίου Πανεπιστημίου.