Μία από τις πιο διακριτικές, αλλά ανακουφιστικές και αξιόπιστες παρουσίες της θεατρικής σκηνής, ο Άρης Μπαλής, αναλαμβάνει να ενσαρκώσει έναν ρόλο πιο βαρύ από την ίδια τη μυθολογία του, αυτόν του Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο Λεωφορείο ο Πόθος.
Πώς είναι να αναλαμβάνετε έναν τέτοιο ρόλο, παλιότερα απλώς macho, σήμερα σκοτεινό σύμβολο αρρενωπότητας;
Ο Κοβάλσκι πράγματι κουβαλάει μια τεράστια μυθολογία, ήδη από το σημείο μηδέν, όταν τον υποδύθηκε ο Μάρλον Μπράντο. Το παράδοξο είναι ότι όσο τον μελετούσαμε μαζί με τον σκηνοθέτη μας τον Δημήτρη Καρατζά, καταλάβαμε ότι πρέπει να αποτινάξουμε αυτή τη μυθολογία, να τον απελευθερώσουμε από αυτήν, ώστε να αποδώσουμε όλα τα χαρακτηριστικά του. Οι πολλές αναπαραστάσεις του μέσα στα χρόνια τού έχουν κοστίσει πολλά και πιο βαθιά χαρακτηριστικά από όσα ενδεχομένως μπορεί να έχει. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο Κοβάλσκι δεν ήταν ποτέ ο Μάρλον Μπράντο. Είναι μια ερμηνεία του Μπράντο για τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Όσο ξεφλουδίζεις το κρεμμύδι του, εισέρχεσαι σε πιο βαθιές στρώσεις, στις οποίες αποκαλύπτονται πολύ σημαντικά πράγματα. Αυτό που ενδιαφέρει την παράσταση να τονίσει είναι ότι πρόκειται για έναν κοινό τύπο. Έτσι τον αποκαλούν και στο έργο. Δεν τον αποκαλούν macho, ίσως αγροίκο και άξεστο, αλλά κυρίως τον περιγράφουν ως ένα απλό άντρα. Και αυτό έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για εμένα, να δούμε δηλαδή το πώς ένας συνηθισμένος, απλός άντρας εκφράζει την αρρενωπότητά του με τον πλέον κλισέ τρόπο. Καταλαβαίνω την επικινδυνότητα, αλλά αυτό είναι που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Σκεφτόμουν ότι γύρω μας υπάρχουν τέτοιες συμπεριφορές στις οποίες δεν δίνουμε σημασία. Άντρες που νομίζουν ότι κατέχουν για τους ίδιους και, κυρίως, για τους γύρω τους τη μόνη αλήθεια και υιοθετούν συμπεριφορές χειριστικές, κακοποιητικές και επικίνδυνες, ακόμη και αν αυτές δεν είναι ευδιάκριτες. Δεν κάνουν απαραίτητα φασαρία, αλλά είναι εκεί για να σκεπάσουν τα πάντα με τις δικές τους επιθυμίες και τις δικές τους απόψεις, μειώνοντας εκείνες των άλλων. Είναι συμπεριφορές ύπουλες που, όμως, δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να τις προσπερνάμε. Ωστόσο, χωρίς καμία διάθεση να τον δικαιολογήσω, ο Στάνλεϊ δεν είναι μόνο αυτό. Βρισκόμαστε στα 1947, όταν γράφτηκε αυτό το έργο, ο Στάνλεϊ είναι ένας Πολωνός δεύτερης γενιάς σε μια Αμερική που μόλις έχει βγει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια Αμερική που αρχίζει να υπόσχεται το Αμερικάνικο Όνειρο σε ένα περιβάλλον πρώιμου καπιταλισμού, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι όλοι μπορούν να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. Όλοι μπορούν να τα καταφέρουν. Ο Στάνλεϊ, τα έχει καταφέρει για τον εαυτό του. Έχει μια σύντροφο, αυτοκίνητο, σπίτι και ραδιόφωνο. Για τον ίδιο είναι επιτυχημένος. Από εκεί που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, τώρα διαθέτει τα βασικά και μπορεί να ονειρεύεται ένα ακόμα πιο λαμπρό μέλλον. Προφανώς αυτό επιδέχεται κριτική. Σε όλα αυτά, προσθέστε τον ρατσισμό που έχει δεχτεί, πώς τον έχει διαχειριστεί, πώς τον έχει τοποθετήσει μέσα του, πώς τον έχει αφομοιώσει και πώς έχει επηρεαστεί. Το άλλο στοιχείο του είναι ότι έχει γυρίσει από τον πόλεμο στον οποίο το καθήκον του ήταν να απενεργοποιεί νάρκες στο πεδίο της μάχης. Έχει συνδέσει τη νιότη του με την πιθανότητα ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να σκοτωθεί από μια νάρκη.
Και ίσως γίνεται και αυτός μια νάρκη διαρκώς έτοιμη να σκάσει.
Ναι, και βλέπει και συνεχώς νάρκες γύρω του. Γι’ αυτόν και η Μπλανς είναι μια τέτοια νάρκη. Αυτήν προσπαθεί να απενεργοποιήσει, γιατί τον απειλεί. Του στερεί ό,τι του ανήκει.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία σας κατά την προετοιμασία σας να τον υποδυθείτε;
Δεν ξέρω αν ήταν ανησυχία, αλλά προσπάθησα να κάνω μια πιο συλλογική σκέψη. Όλοι μας είμαστε τα πάντα. Όλοι έχουμε πλευρές τις οποίες επιλέγουμε να μην τις εμφανίσουμε, γιατί είναι παρεμβατικές, παραβιαστικές και κακοποιητικές. Αυτό που με τρόμαξε στην αρχή, και συνεχίζει, είναι πόσες τέτοιες φανερές ή λιγότερο φανερές τοξικές αρρενωπότητες έχω δει, έχω δεχτεί ή και έχω εκφράσει εγώ ο ίδιος. Είναι τρομακτικό. Λίγο να είσαι ευαίσθητος γύρω από όλα αυτά τα θέματα -τον μισογυνισμό, τις ελευθερίες των θηλυκοτήτων, το πώς εκφράζεται η αρρενωπότητα- και να αρχίσεις να αποκωδικοποιείς τα πράγματα γύρω σου, συνειδητοποιείς ότι η κατάσταση γίνεται όλο και πιο φοβερή. Κατά την προετοιμασία γι’ αυτόν το ρόλο, παρατήρησα ότι το mansplaining γύρω μου είναι τρομακτικό, συμβαίνει με μια συχνότητα αδιανόητη και εξωφρενική.
Το ταξικό ζήτημα στο έργο και στην παράσταση είναι έντονα παρόν.
Μια ακόμη μυθολογία για το συγκεκριμένο έργο είναι ότι πρόκειται για υπαρξιακό δράμα. Αλλά έχουμε να κάνουμε με ήρωες που ζουν σε ένα σπίτι σε μια εργατική συνοικία με μετανάστες στη Νέα Ορλεάνη, όπου καταφτάνει μια πρώην μεγαλοαστή η οποία, λίγα χρόνια πριν, κατά πάσα πιθανότητα θα είχε μαύρους να την υπηρετούν στο οικογενειακό της κτήμα. Σε αυτό το σπίτι έρχεται μια εκπρόσωπος της τάξης που μοιάζει να είχε εκμεταλλευτεί και τώρα να απειλεί ξανά τον Στάνλεϊ και τους ομοίους του. Τα μεγέθη που συμβολίζουν την πάλη των τάξεων είναι εμφανή και στη σκηνοθεσία. Ξετυλίγεται στην παράσταση μια ξεκάθαρη ταξική σύγκρουση.
Όλο το έργο είναι μια σύγκρουση. Από τη μια η Μπλανς δεν θέλει ρεαλισμό, αλλά μαγεία, και από την άλλη, η μόνη επιθυμία του Στάνλεϊ είναι να φάει, να περάσει την ημέρα, να μη χάσει τα λίγα που έχει. Πώς φαντάζει σήμερα ένας τέτοιος άνθρωπος σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι, σχεδόν ανομολόγητα, παλεύουμε για τα απολύτως απαραίτητα;
Έχετε δίκιο. Ζούμε σε μια εποχή που διαμορφωνόμαστε επιθυμώντας ένα εκατομμύριο πράγματα, αλλά στην πραγματικότητα οι περισσότεροι προσπαθούμε να εξασφαλίσουμε τα απολύτως απαραίτητα, κι αυτό χωρίς να το ομολογούμε. Να είναι φορτισμένο με μια ντροπή σοφά καλλιεργημένη και με έντονο ταξικό πρόσημο. Ωστόσο, υπάρχει ένας κίνδυνος σε αυτή τη σκέψη. Να εφησυχάσουμε. Δεν λέω να έχουμε φρούδες ελπίδες, αλλά ότι υπάρχει ο κίνδυνος να ξεχάσουμε πως η ζωή μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από επιβίωση και πως, κυρίως, ότι είμαστε πολλοί. Να ξεχάσουμε, δηλαδή, την ύπαρξη της συλλογικότητας και της κοινότητας, ακόμη και αυτής που μας πάει το βράδυ για ποτό σε ένα μπαρ. Το λέω αυτό γιατί τον ύστερο καπιταλισμό στον οποίο ζούμε, τον βολεύει ο ατομικισμός, οπότε μια μορφή αντίστασης μπορεί να είναι η συλλογικότητα, η δράση στη γειτονιά σου, η παρέα σου και ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι και θρέφεις αυτά τα «μαζί».
Η Μπλανς και ο Στάνλεϊ είναι σε μια μάχη. Τι διεκδικούν ο ένας από τον άλλο;
Υπάρχει μια έλξη και παράλληλα μια απώθηση. Την ίδια στιγμή που ο ένας θέλει να τσακίσει τον άλλο, την ίδια στιγμή τον επιθυμεί. Δεν είναι επιθυμία για αγκαλιά. Ο ένας θέλει να καταστρέψει τον άλλο και ταυτόχρονα θέλει να καταστραφεί από εκείνον. Εδώ η επιθυμία είναι ένα πολύ σκοτεινό και αιμοβόρο πράγμα. Δεν έχει φως. Η μάχη μεταξύ τους είναι θέμα επικράτησης. Ένας πόλεμος για το ανήκειν, για τις βεβαιότητες που έχει ο καθένας. Για παράδειγμα, ο Στάνλεϊ δεν αυτοπροσδιορίζεται ως Πολωνός, αλλά ως Αμερικανός. Έρχεται εκείνη και τον αποκαλεί Πολωνάκο. Του παίρνει ό,τι του ανήκει, ό,τι εκείνος νομίζει πως έχει κερδίσει, την ίδια την ταυτότητά του. Η Μπλανς ερωτεύεται τον φίλο του. Καταλαμβάνει το σπίτι του. Παλεύει να ενταχθεί κάπου, οπουδήποτε. Το θέμα είναι ότι ο Στάνλεϊ θα επιβιώσει, ενώ η Μπλανς, ως γυναίκα, δεν έχει ελπίδα. Και εδώ το θέμα γίνεται και έμφυλο. Εκείνη περνιέται για τρελή, εκείνος συνεχίζει.
Στο έργο υπάρχει έντονο και το στοιχείο του θυμού. Τον έχουμε δαιμονοποιήσει ως υπαρξιακό εργαλείο;
Από τη στιγμή που έχει θεοποιηθεί η θετική σκέψη και η αυτοβελτίωση, ο θυμός έχει εξοβελιστεί. Είναι όμως μια δύναμη ζωογόνος, η οποία μπορεί να ταράζει το υποκείμενο, αλλά πρέπει να βιωθεί γιατί κάτι μεταμορφώνει. Μάλιστα, συνήθως παρουσιάζεται και ερμηνεύεται μέσα από μια ατομικότητα, η οποία μάλιστα λανθάνει. Έτσι, καταστέλλεται ατομικά και δεν αξιοποιείται ως εργαλείο συλλογικής διεκδίκησης και άσκησης πολιτικής πίεσης.
Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει αυτή η γραμμή, το δρομολόγιο του Λεωφορείου Ο Πόθος, πώς φαντάζεστε τους ανθρώπους που περιμένουν στη στάση για να ανέβουν; Σε ποια στάση θα κατεβαίνατε εσείς;
Είναι αστείο γιατί στο έργο, αυτό το λεωφορείο, πριν από τα Ηλύσια Πεδία, τον τελικό προορισμό του δηλαδή, περνάει από το νεκροταφείο. Ο δρόμος προς την επιθυμία είναι σκοτεινός και γεμάτος κόκαλα. Με τρομάζει να πάρω αυτό το λεωφορείο. Αλλά έχει νόημα αυτή η διαδρομή. Να παίρνεις τις επιθυμίες σου, δηλαδή, παραμάσχαλα χτυπώντας συνειδητά το εισιτήριό σου για τη ζωή. Ωστόσο, βρίσκω νόημα ακόμη και στο να πατήσει κανείς το πρώτο σκαλί κι ας μην μπει τελικά. Ίσως πολλές φορές να αρκεί η γνώση ότι αυτό το λεωφορείο υπάρχει. Όσο για το ποια στάση θα ήθελα να κάνει για εμένα, θα απαντήσω πραγματιστικά: μια στάση στο Περού θα ήθελα να έχει για εμένα αυτό το λεωφορείο. Θα έχει επίσης και μια στο προσεχές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου θα βρεθώ με την ταινία Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο του Γιάννη Βεσλεμέ. Πρόκειται για την ιστορία τριών αδερφών στα τέλη των ’70s που θέλουν να φτιάξουν μια χρονομηχανή, ώστε να επαναφέρουν στη ζωή τη μάνα τους. Μου αρέσει ο ρόλος μου εκεί, είμαι ένας nerd με τις τεχνολογίες. Αγαπώ το σινεμά. Θα ήθελα να κάνω και άλλες στάσεις σε αυτό. Μέχρι τότε όμως, Λεωφορείο ο Πόθος.
Η παράσταση Λεωφορείο ο Πόθος κάνει πρεμιέρα στις 8/11 στο Θέατρο Προσκήνιο.
Φωτογραφίες: ΓΚΕΛΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ