Της Piera Detassis
«Σας ζητώ συγγνώµη, είµαι λίγο κουρασµένη», είναι τα πρώτα λόγια της Cate Blanchett στη συνάντησή µας στο Lido της Βενετίας, όπου τον περασµένο Σεπτέµβριο έλαβε το βραβείο Coppa Volpi Καλύτερης Ηθοποιού για τον ρόλο της στην ταινία Tάr του Todd Field, η οποία σήµερα είναι υποψήφια για έξι Όσκαρ, ανάµεσα στα οποία και εκείνο για τον Α’ Γυναικείο Ρόλο, ενώ η ηθοποιός έχει αποσπάσει ήδη όλα τα σηµαντικά βραβεία της σεζόν. Στο φιλµ, το οποίο ο Martin Scorsese χαιρέτησε ως την επιστροφή του «αληθινού κινηµατογράφου», σκηνοθετεί και γράφει το σενάριο ο ηθοποιός και πλέον µουσικός Todd Field, του οποίου η ταινία Little Children του 2006 ήταν επίσης υποψήφια για Όσκαρ. Ο Field επιστρέφει έπειτα από δεκαέξι χρόνια απουσίας και εντατικής µελέτης πάνω στην ιστορία της Lydia Tάr, ρόλο που ερµήνευσε αριστουργηµατικά η Cate Blanchett, η οποία δήλωσε για την ταινία: «Το Tάr και ο Todd µε “άδειασαν”. Ήταν η τελευταία µου δουλειά, τώρα θέλω να παραιτηθώ».
Είτε οφείλεται σε υπαρξιακές ανησυχίες είτε στο jet lag, το πέπλο της κούρασης δεν αµαυρώνει την άψογη κοµψότητα της ηθοποιού: είναι ντυµένη µε λευκό αντρικό κοστούµι, µε ελάχιστο µακιγιάζ και ένα απλό κόσµηµα, χαρακτηριστικά του εµβληµατικού πλέον στυλ της Lydia Tάr, του βασικού χαρακτήρα της ταινίας. H Tάr είναι η πρώτη γυναίκα µαέστρος της Φιλαρµονικής Ορχήστρας του Βερολίνου. Ζει µε τη σύζυγό της και πρώτο βιολί της ορχήστρας, Sharon (την υποδύεται η Nina Hoss), σε ένα πλούσιο βερολινέζικο σπίτι. Αδίστακτη στα παιχνίδια εξουσίας, πρώην ερωµένη της Francesca, της πιστής και ταπεινωµένης βοηθού της (στον ρόλο η Γαλλίδα Noémie Merlant), έλκεται από τις νεαρές φοιτήτριες. Ανάµεσα σ’ αυτές, η Olga (Sophie Kauer), Ρωσίδα τσελίστρια που ανατρέπει τις ισορροπίες, ενώ στον περίγυρο αυξάνεται όλο και περισσότερο η φήµη της Lydia ως σεξουαλικό αρπακτικό.
Η ταινία ακολουθεί τη Lydia στο απόγειο της καριέρας της. Μια αυτοβιογραφία της πρόκειται να εκδοθεί στη Νέα Υόρκη, µια ζωντανή ηχογράφηση για τη δισκογραφική Deutsche Grammophon της Πέµπτης Συµφωνίας του Mahler είναι στα σκαριά, ενώ ετοιµάζεται να δώσει µια συνέντευξη στον δηµοσιογράφο (και στην πραγµατική ζωή) Adam Gopnik στη σκηνή του διάσηµου New Yorker Festival. «Μετά το τέλος της ταινίας, πολλοί θεατές έψαχναν στο Google να µάθουν περισσότερα για τη Lydia Tάr. Όµως ο χαρακτήρας, όπως και κάθε πτυχή της ζωής της, είναι φανταστικά», λέει χαριτολογώντας ο σκηνοθέτης. Η τέλεια ενσωµάτωση όµως των αµφιβολιών της ηθοποιού Blanchett και των ανησυχιών της µαέστρου είναι αληθινή.
Φοβηθήκατε καθόλου να φέρετε στο φως µια ηρωίδα ισχυρή και ταλαντούχα, αλλά κακοποιητική τη δεδοµένη χρονική στιγµή που το κίνηµα #metoo βρίσκεται σε εξέλιξη;
Μα αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον. Αν η πρωταγωνίστρια ήταν άντρας, η ιστορία θα ήταν απλώς… ρητορική, η δυναµική της εξουσίας είναι ήδη κάτι γνωστό. Σίγουρα κλήθηκα να ερµηνεύσω έναν δύσκολο ρόλο σε σχέση µε τις διάφορες απόψεις του τι θεωρείται «σωστό» σήµερα. Οι προκλήσεις όµως είναι για να αντιµετωπίζονται, αλλιώς δεν προχωράµε µπροστά. Μου άρεσε το Tάr γιατί δεν δίνει απαντήσεις, αντίθετα θέτει πολλές ερωτήσεις. Στην πραγµατικότητα είναι µια υπέροχη ταινία που µιλά για την εξουσία, ή µάλλον για τη διαχείριση της εξουσίας, που προβληµατίζει ιδιαίτερα µια γυναίκα: πώς να βρει την ισορροπία, π.χ., ανάµεσα στην καλλιτεχνική και τη διευθυντική ψυχή της, πώς να ξεπεράσει τον εαυτό της και να παλέψει µε τη γραφειοκρατία, τους χορηγούς και τους πολιτικούς (σ.σ. Η Cate Blanchett είναι εδώ και χρόνια καλλιτεχνική διευθύντρια της θεατρικής εταιρείας Sydney Theater Company µαζί µε τον σύζυγό της Andrew Upton). Στο τέλος κινδυνεύει να γίνει αντικείµενο για τους άλλους, όλοι κάτι θέλουν από εκείνη, αλλά αυτή τι επιθυµεί πραγµατικά; Σχεδόν 50 χρόνων η Lydia, η «µουσική ιδιοφυΐα της γενιάς της», πρέπει να απαντήσει στο αρχέγονο ερώτηµα «γιατί;». Αυτό το «γιατί» είναι ζωτικής σηµασίας για κάθε καλλιτέχνιδα.
Ποια είναι πραγµατικά η Lydia Tάr;
Είναι µια γυναίκα φιλόδοξη στο απόγειο µιας µοναδικής καριέρας, η οποία, αφού άγγιξε τον ουρανό, ανακαλύπτει ότι δεν είναι αυτό που περίµενε, δεν βρήκε τον χρυσελεφάντινο πύργο των αντρών προκατόχων της. Καθώς ακούγονται οι πρώτες κατηγορίες για παρενόχληση και τα social media αρχίζουν να πετούν λάσπη εναντίον της, εκείνη µοιάζει σαν να θέλει να εκτινάξει περισσότερο τις φήµες, να ανασύρει ανείπωτα µυστικά που η µνήµη της είχε διαγράψει. Υπάρχει κάτι πολύ δυνατό σε αυτή την αυτοκαταστροφική συµπεριφορά. Γνωρίζει ότι άπαξ και φτάσεις στην κορυφή, το µόνο που ακολουθεί είναι η πτώση.
Η Lydia κατρακυλά, ώσπου κάποια στιγµή, στη µακρινή Ασία, διευθύνει ένα κονσέρτο για µεταµφιεσµένους σε ήρωες του video game Monster Hunter. Από τον Mahler στα βιντεοπαιχνίδια…
Όταν διάβασα αυτή τη σκηνή στο σενάριο, σκέφτηκα ότι είναι πολύ καταθλιπτική, αντίθετα όµως, αποκαλύπτει πόσο σηµαντική είναι η πτώση στην άβυσσο και µαζί η αναγέννηση, η κάθαρση που ακολουθεί… Είναι το ξεγύµνωµα και η επιστροφή στις απαρχές των αξιών ενός καλλιτέχνη που είχε χάσει τον δρόµο του.
Είπατε πως η ταινία σας «άδειασε». Πώς ήταν τα γυρίσµατα;
Σωµατικά, ήταν κουραστικά. Μέσα στην πανδηµία έκανα µαθήµατα πιάνου, µελετούσα τις κινήσεις ενός διευθυντή ορχήστρας έχοντας δασκάλα τη Natalie Murray Beale. Μου εξηγούσε τις προφορές και διαλέκτους, γιατί η ταινία, λόγω των διαφόρων πρωταγωνιστριών, διατρέχει πολλές χώρες: Αµερική, Γερµανία, Γαλλία. Σηµαντική ήταν επίσης η βοήθεια του ντοκιµαντέρ για την πρωτοπόρο Antonia Brico (σ.σ. Ολλανδή µαέστρος και πιανίστρια), καθώς και οι διδασκαλίες του αείµνηστου µαέστρου Ilya Musin. Κατάλαβα ότι πέρα από τη νοητική, πρόκειται για σωµατική µάθηση και εκπαίδευση. Η διεύθυνση ορχήστρας είναι µια γλώσσα, µια τεράστια δηµιουργική και επικοινωνιακή πράξη που µαζί δηµιουργούν µια µοναδική πρακτική από κινήσεις και χειρονοµίες.
Φαντάζοµαι πως ένας ηθοποιός πρέπει πάντα κάπως να ερωτεύεται τον χαρακτήρα που υποδύεται. Σας συνέβη κάτι τέτοιο µε τη Lydia;
Δεν µπορώ να µιλήσω ακριβώς για έλξη ή αφοσίωση, όχι σ’ αυτή την περίπτωση. Η δουλειά µου δεν είναι να αγαπώ ή να µισώ τον χαρακτήρα που ερµηνεύω, αλλά µάλλον να συµπάσχω µαζί του, όσο τροµακτικό κι αν είναι αυτό, όπως στην περίπτωση της Lydia. Σ’ αυτήν οφείλουµε να θαυµάσουµε το τεράστιο ταλέντο, τη φιλοδοξία και την αστείρευτη υποµονή της. Για έναν άντρα δεν είναι τίποτα σπουδαίο να καταφέρει να επιβιώσει για πολλές δεκαετίες στον κόσµο της κλασικής µουσικής, αλλά για µια γυναίκα παραµένει ακόµη µεγάλη πρόκληση.
Η νεαρή τσελίστρια στο φιλµ τινάζει στον αέρα τις βεβαιότητες της καταξιωµένης µαέστρου από το πρώτο κιόλας κοινό γεύµα τους. H Lydia δεν γνωρίζει τη θρυλική Clara Zetkin (σ.σ. Γερµανίδα πολιτικός και ακτιβίστρια για τα δικαιώµατα των γυναικών), δεν ξέρει τι σηµαίνει η 8η Μαρτίου (σ.σ. Ηµέρα της Γυναίκας). Ξαφνικά µας παρουσιάζεται ως αφελής και ανίδεη.
Είναι Αµερικανίδα, η κουλτούρα της είναι διαφορετική από την ευρωπαϊκή, ζει σε έναν άλλο κόσµο, αυτόν της µουσικής και της αρµονίας. Η γλώσσα και η νοηµοσύνη της έχουν να κάνουν µόνο µε τη µουσική. Τη στιγµή που συναντά αυτό το νέο κορίτσι, αντιλαµβάνεται ότι υπάρχει κάτι σηµαντικό στη ζωή το οποίο δεν γνωρίζει. Είναι µια ξαφνική συνειδητοποίηση αυτή. Οι καλλιτέχνες, όπως κι εγώ επίσης, νιώθουν συχνά αυτή την ανισορροπία µε την πραγµατικότητα, κι αυτό η ταινία το δείχνει ξεκάθαρα.
Στο φιλµ όλα συµβαίνουν στην καρδιά της Φιλαρµονικής του Βερολίνου, την οποία έχουν διευθύνει µαέστροι όπως ο Herbert von Karajan και ο Claudio Abbado. Σκεφτήκατε ποτέ εσείς και ο σκηνοθέτης να ανεβάσετε το έργο στη Scala του Μιλάνου;
(Η Cate Blanchett χαµογελά και στρέφεται προς τον Todd Field, ο οποίος µόλις µπήκε στον χώρο. Εκείνος της κάνει νόηµα ότι κατάλαβε και απαντά). «Ξέρετε, το Tάr είναι ένα παραµύθι. Ίσως λίγο σκοτεινό, αλλά παραµύθι. Ο κόσµος της συµφωνικής µουσικής παραµένει βαθιά πατριαρχικός. Το να δει κάποιος στο Βερολίνο µια γυναίκα πάνω στο πόντιουµ είναι από µόνο του ένα σοκ. Στο Μιλάνο κάτι τέτοιο θα ήταν ακόµη πιο δύσκολο. Θα έπρεπε να αντιµετωπίσουµε ένα άλλο είδος πατριαρχίας, πολύ ιταλικής…».
Πώς θα ήταν δηλαδή;
(Η Blanchett και ο Field κοιτάζονται µεταξύ τους, έπειτα κοιτούν εµένα και ξεσπούν σε τρελά γέλια).
Το στυλ Lydia Tάr είναι ήδη iconic
Το λουκ της Tάr (το οποίο οι New York Times συµπεριλαµβάνουν ανάµεσα στα 93 πιο εµβληµατικά της χρονιάς) δηµιούργησε σχολή, ενώ κάποιοι το ονόµασαν «χειµώνας της παγωµένης bitch», ένα τολµηρό παιχνίδι λέξεων που υπονοεί τον βαρύ χειµώνα του Βερολίνου και το υπολογισµένο, κυνικό πάθος της ηρωίδας του φιλµ. Μελετηµένο σε κάθε του λεπτοµέρεια από την ενδυµατολόγο Bina Daigeler, το ντύσιµο της Blanchett διαθέτει γήινα «πέτρινα» χρώµατα εµπνευσµένα από το κρύο του Βερολίνου, λεπτά πουλόβερ από µετάξι ή κασµίρι και πουκάµισα µε κουµπιά µέχρι κάτω, δηµιουργώντας ένα ρευστό, lesbian-chic -και σίγουρα πολύ ακριβό- λουκ, όπως αρµόζει σε µια γυναίκα που έχει εξουσία και το ξέρει. Όσο για τα vintage αντρικά µοκασίνια Celine, δεν ξεφεύγουν από τις µπλε και µπεζ αποχρώσεις, µε κάποιες πιο φωτεινές και ρετρό λεπτοµέρειες, που υπαινίσσονται την εκδίκηση του φεµινισµού µέχρι την τελευταία ραφή. Με λίγα λόγια, είναι τέλεια. Το αποκορύφωµα είναι το λουκ της Lydia στην αρχή της ταινίας: ένα αντρικό κοστούµι το οποίο δοκιµάστηκε και εξετάστηκε ξανά στο ραφείο πριν από τη συνέντευξη που έδωσε στη σκηνή του The New Yorker Festival. Τα αξεσουάρ είναι επίσης απλά και πρακτικά, όπως το ρολόι χειρός. Όσο για το κοµψό oversized αντρικό παλτό του brand The Row, αποτελεί σηµείο αναφοράς για την ενδυµατολόγο. «Μας κόστισε τον µισό προϋπολογισµό και είναι το µόνο αυθεντικό επώνυµο κοµµάτι που µπορούσαµε να αντέξουµε οικονοµικά, αλλά ήταν απαραίτητο», λέει η Daigeler. Όσοι, λοιπόν, αγαπούν αυτό το στυλ, δεν έχουν παρά να το αντιγράψουν.