Deniz Ohde: «Στόχος μου ήταν να δείξω ότι ακόμη κι αν η αφηγήτρια “τα κατάφερε”, αυτό δεν καταγράφηκε στη συνείδησή της»

Η συγγραφέας Deniz Ohde στο ντεμπούτο της Διάχυτο Φως (εκδ. Gutenberg)  γράφει για το πώς η καταγωγή επηρεάζει την εκπαιδευτική μας διαδρομή, για την έννοια της κατοικίας και του τι σημαίνει να νιώθεις ξεριζωμένη.  Μιλήσαμε μαζί της για αυτό το συγκινητικό βιβλίο και την ανώνυμη ηρωίδα της. 

Φωτεινή Σίμου 04 Ιαν. 24
Deniz Ohde: «Στόχος μου ήταν να δείξω ότι ακόμη κι αν η αφηγήτρια “τα κατάφερε”, αυτό δεν καταγράφηκε στη συνείδησή της»

Η ηρωίδα της Deniz Ohde προέρχεται από ένα σπίτι με πόρτες που κλείνουν για να μην πλημμυρίσουν τα δωμάτια από την αλκοολική σιωπή, τα σπασμένα γυαλιά, τα αγορασμένα από προσφορές φαγώσιμα και τον ήχο της τηλεόρασης. Από ένα σπίτι που το φως του είναι διάχυτο, αλλά δεν είναι δικό του. Είναι από τα φώτα της βιομηχανικής ζώνης που δεν σβήνουν ποτέ. Σε αυτή τη ζώνη ανήκει και το ίδιο το σπίτι. Μια κατοικία-εργάτρια. Κάθε φορά που κλείνει μια πόρτα της ένα γρανάζι γυρνάει πιο εύκολα στις μηχανές των εργοστασίων. Όσοι μένουν σε αυτό το σπίτι, το ρήμα «θέλω» δεν έχει σημασία και όταν λένε «δεν μπορώ» ισχύει. Ας μην τολμήσει κανείς να τους πει «δεν υπάρχει το δε μπορώ, υπάρχει το δεν θέλω». Τα δικά τους θέλω είναι καμένα. Οι καπνοί των «θέλω» τους βγαίνουν από τα φουγάρα των εργοστασίων. Τα θέλω τους είναι πλημμυρισμένα. Καταλήγουν σαν απόβλητα στο ποτάμι που κυλάει εκεί δίπλα. Όλοι οι κάτοικοι αυτού του σπιτιού αναγκάζονται να χάσκουν μπροστά στην αναζήτηση του να επιθυμήσουν και να αποτύχουν. Δεν τους είναι ξεκάθαρη η απόσταση μεταξύ αυτών. Ψάχνουν λόγους για να επιθυμήσουν, και γίνονται σαν μάντρες απέναντι στους λόγους για τους οποίους θα αποτύχουν ή που έχουν αποτύχει. Γι’ αυτό κάθε φορά που μάνα και κόρη κάνουν μια μικρή ή μεγαλύτερη απόδραση στην πραγματικότητα είναι ένα απλό pause. Ένα θαρραλέο σταμάτημα. Τα παρατάνε. Και τα παρατάνε γιατί ξέρουν ότι το πιο πιθανό είναι να τις φέρουν πίσω οι κουρτίνες από τις οποίες είναι δεμένες. Γι’ αυτό κάθε φορά που φεύγουν αφήνουν πάντα κάτι πίσω ανοιχτό. Μια πόρτα, ένα φως, μια λέξη, ένα παράθυρο, έναν πατέρα ή ένα σύζυγο. Αυτό το ανοιχτό τους γυρνάει πίσω, αλλά είναι και αυτό που μπορεί να τους κάνει να φύγουν ξανά. Και ας ξαναγυρίσουν. Αλλά και να μην φύγουν είναι εντάξει και αυτό. Ας μην τολμήσει να τις κατηγορήσει κανείς. Ας συναισθανθεί την οργίλη τους απέναντι στα κλισέ της αυτοδημιουργίας. Γιατί, στο σπίτι τους οι πόρτες δεν κλείνουν αυτονόητα και ειναι αυτές που μπορεί να σε αφήσουν συγκινημένο σαν δεμένη βάρκα σε ένα ποτάμι. Τα ποτάμια όμως πάντα καταλήγουν στη θάλασσα. Και τα σχοινιά σαπίζουν και κόβονται. Είναι γνωστά αυτά. Είναι η άλγεβρα της φύσης. Ακόμα και στις περιπτώσεις που η άλγεβρα προκύπτει από το άλγος.

Το Διάχυτο Φως είναι συγκινητικό βιβλίο που αξίζει την προσοχή μας. Είναι μια φωνή που χρειάζεται να ακουστεί. Γιατί είναι μια εναλλακτική φωνή για την επιτυχία, την έννοια του ‘κατάφερα’, την τάξη, την καταγωγή, το εκπαιδευτικό σύστημα και τη δικαιοσύνη ως σωματικό, πνευματικό, έμφυλο χαρακτηριστικό.

Deniz Ohde:

 

Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Αρχικά σχεδίαζα να γράψω μια μικρή ιστορία. Η εικόνα του ποταμού με τις καμινάδες στο βάθος υπήρχε στο μυαλό μου, όπως και το βιομηχανικό χιόνι με τη μοναδική του σύσταση, σαν μια απόκοσμη διάθεση που κάλυπτε τα πάντα. Εκεί ξεκίνησα να “τριγυρνώ” μαζί με την ηρωίδα που αφηγείται, την οποία εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζα, δεν ήμουν καν σίγουρη ότι θα γράψω σε πρώτο πρόσωπο, αλλά τότε το “εγώ” εμφανίστηκε μέσα σ’ εκείνο το ακατάστατο σπίτι. Η έμπνευση ήρθε αργότερα, όταν συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να διαχειριστώ κάτι που κουβαλούσα μέσα μου για πολύ καιρό. Γνώριζα πως ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα με θέμα το σχολείο, αλλά δεν ήξερα πώς να το κάνω, ποιοι θα είναι οι χαρακτήρες, σε ποιον κόσμο θα ζουν. Καθώς συνέχιζα να γράφω, βρήκα και το σκηνικό που θα τοποθετούσα το θέμα μου. Από αυτό το σκηνικό ξεπήδησαν και οι χαρακτήρες.

Το βιβλίο έχει τον τίτλο Διάχυτο Φως. Τι είναι αυτό το φως;
Βασίζεται στα φώτα της βιομηχανικής περιοχής που περιβάλλει το χωριό της αφηγήτριας. Είναι μια τεράστια βιομηχανική περιοχή που φωτίζεται τη νύχτα, οπότε δεν σκοτεινιάζει ποτέ εντελώς εκεί. Πρόκειται επίσης για ένα φως που δεν είναι ξεκάθαρο, ούτε λαμπερό, αλλά κυριαρχεί στον χώρο. Στο τέλος της συγγραφής του βιβλίου, μου θύμισε τον χαρακτήρα της ηρωίδας μου. Κάποια στιγμή της λένε “να μην κρύβει το φως της κάτω από ένα μπουκάλι”. Αυτό το φως για εμένα φέρει επίσης μια παράξενη ελπίδα μέσα του. Οπότε ο τίτλος Διάχυτο Φως περιγράφει την περιοχή αλλά και την αφηγήτρια, κάτι που μου αρέσει, γιατί φαίνεται ότι εκείνη σχετίζεται με τον τόπο από όπου προέρχεται. Συνδέεται.

Υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα σε εκείνη και εσάς;
Μου κάνουν συχνά αυτή την ερώτηση. Πολλοί συμπεραίνουν ότι ταυτίζομαι με την αφηγήτρια, κάτι που δεν συμβαίνει. Χρησιμοποίησα δικά μου βιώματα από τα σχολεία που φοίτησα, αλλά ως εκεί. Επειδή όμως η αφηγήτρια προέρχεται από αυτό το απόκοσμο σκηνικό, είναι εξαρχής διαφορετική από εμένα. Επίσης εκείνη, δεν έχει αληθινή αίσθηση του εαυτού της, βρίσκεται τυχαία σ’ αυτά τα σχολεία και στο πανεπιστήμιο, ενώ εγώ, που επίσης παράτησα κάποια στιγμή το σχολείο, πάντα ήξερα πού ήθελα να φτάσω και προσπάθησα γι’ αυτό.

Τι θέλατε να υπογραμμίζετε μέσω αυτής;
Ήθελα να αναφέρω όλα εκείνα τα ζητήματα που περιπλέκονται και τελικά στερούν από την αφηγήτρια ένα πτυχίο. Μέρος αυτών οφείλονται στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, ένα μέρος τους στο υπόβαθρο της ηρωίδας, ένα άλλο στην προσωπικότητά της. Ήθελα να τονίσω μια συγκεκριμένη εμπειρία η οποία συνήθως κρύβεται πίσω από τα νούμερα των στατιστικών για τους νέους που αποτυγχάνουν στο σχολείο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν σκόπευα να δώσω απαντήσεις ή να κατηγορήσω το σύστημα ή την ίδια την αφηγήτρια, αλλά να προσπαθήσω να δείξω πώς αυτά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Η ιστορία ξεκινά με την ηρωίδα να επιστρέφει “σπίτι”, στην πόλη που γεννήθηκε, για τον γάμο δύο παιδικών της φίλων, του Pikka και της Sophia. Τι σημαίνει γενικά για εσάς η έννοια “σπίτι”;
Πραγματικά δεν έχω ιδέα. Είναι το μέρος όπου μπορώ να πέσω να κοιμηθώ τη νύχτα. Που μου υπενθυμίζει ποια είμαι στην πραγματικότητα, χωρίς κανέναν θόρυβο στο βάθος.

Το βιβλίο επίσης είναι ένα “κατηγορώ” -κατά την άποψή μου- για το επιλεκτικό σχολικό σύστημα και τη διαιώνιση των ταξικών ανισοτήτων.
Όπως ανέφερα και πριν, είναι κι αυτό κάτι που ήθελα να τονίσω. Ότι το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι σχεδιασμένο κατά κάποιον τρόπο να “φιλτράρει” τους νέους και να τους τοποθετεί σε μια συγκεκριμένη θέση. Για κάποιους, δεν υπάρχει καν θέση. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, έχουν γίνει άπειρες στατιστικές για το θέμα. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Για την αφηγήτρια, τα συστημικά προβλήματα συγκρούονται με την άγνοιά της για το αν έχει οποιαδήποτε εξουσία πάνω στην ίδια της τη ζωή. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην ανατροφή της. Η ιδέα “δούλεψε σκληρά για να τα καταφέρεις” μπορεί για κάποιους να είναι φυσιολογική, αλλά εγώ ήθελα να δείξω ένα άτομο που δεν ξέρει καν τι σημαίνει αυτό. Πρέπει να το διδαχτεί, την ίδια στιγμή που μαθαίνει γραμματική, λεξιλόγιο και μαθηματικούς τύπους, που επίσης απαιτούν μεγάλη προσπάθεια.

Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να τοποθετείτε τους χαρακτήρες σας σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη;
Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα γράψω ένα μυθιστόρημα για τις κοινωνικές τάξεις. Όπως είπα και πριν, αυτό που με ενδιέφερε αρχικά ήταν η ατμόσφαιρα της πόλης. Κάποια στιγμή, βέβαια, κατάλαβα πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η τάξη. Αποφάσισα όμως να μη χρησιμοποιήσω στο βιβλίο τον πολύ τεχνικό όρο “τάξη”, αλλά περισσότερο να δείξω τον κόσμο στον οποίο μεγαλώνει η ηρωίδα και να δημιουργήσω χαρακτήρες των οποίων τα προβλήματα δεν έχουν να κάνουν μόνο με το ταξικό ζήτημα.

Η ηρωίδα σας ωστόσο προέρχεται από μια οικογένεια της εργατικής τάξης, έχει Τουρκάλα μητέρα και νιώθει συνεχώς ένα αίσθημα απόρριψης. Έχετε βιώσει εσείς κάτι τέτοιο και σε ποιο βαθμό;
Φυσικά και έχω βιώσει την απόρριψη, ξέρω πώς είναι σε συναισθηματικό επίπεδο κι αυτό με βοήθησε να τοποθετήσω αυτό το συναίσθημα σε έναν χαρακτήρα διαφορετικό από εμένα. Η ηρωίδα μου αντιδρά σ΄ αυτά τα βιώματα εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι εγώ. Είχα πάντα ισχυρή θέληση, ήξερα πώς ήθελα να είναι η ζωή μου. Ίσως οι άνθρωποι να με έχουν υποτιμήσει και να μην έχουν διακρίνει αυτή μου την ιδιότητα, αλλά αυτό ποτέ δεν άλλαξε τους στόχους μου. Κάποια στιγμή, μάλιστα, αυτό έγινε και ένα είδος ευλογίας για εμένα, γιατί μπορούσα να δουλέψω μόνη μου και να γράψω το βιβλίο μου χωρίς κανέναν να με εκνευρίζει (γέλια).

Ποια είναι τα βασικά αντικρουόμενα χαρακτηριστικά ανάμεσα στις δύο ηρωίδες σας, την αφηγήτρια και τη μητέρα της;
Δεν νομίζω ότι έχουν μεγάλες διαφορές. Στη μητέρα δεν αρέσει να μιλά για το κοινωνικό της υπόβαθρο, κυρίως επειδή έχει δραπετεύσει από μια δυσλειτουργική οικογένεια. Το γεγονός αυτό αλλά και για να αποφύγει μελλοντικές διακρίσεις προς την κόρη της, είναι οι λόγοι που δεν μιλάει τη μητρική της γλώσσα. Αυτό το είδος παράλυσης μεταφέρεται στην αφηγήτρια, η οποία βρίσκεται σε σύγχυση σχετικά με τις διακρίσεις που, τελικά, αντιμετωπίζει. Οπότε το σχέδιο της μητέρας αποτυγχάνει. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι η αφηγήτρια τελικά αποφασίζει να διηγηθεί την ιστορία της χωρίς να προσπαθεί να την κρύψει πίσω από ένα παραμύθι, όπως κάνει η μητέρα της.

Αποδίδετε τον χαρακτήρα της μητέρας με μεγάλη ενσυναίσθηση. Δώσατε ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτό;
Ναι, βέβαια. Προσπάθησα να δω όλους τους χαρακτήρες με συμπάθεια, να διακρίνω τα πραγματικά προβλήματά τους και να μην αποδώσω κανέναν μονοδιάστατα. Ο ρατσισμός και οι διακρίσεις δεν αναφέρονται ξεκάθαρα στο μυθιστόρημά σας, αλλά μπορούμε να τα διαβάσουμε ανάμεσα στις γραμμές. Με τον όρο “ρατσισμός” συνέβη ό,τι και με τη λέξη “τάξη”. Δεν ήθελα να υπάρχει καμία από αυτές τις αφηρημένες έννοιες στο βιβλίο μου. Σκόπευα περισσότερο να δείξω πώς μοιάζουν και πώς σε κάνουν να νιώθεις στην πραγματικότητα. Ο ρατσισμός είναι επίσης κάτι που δεν βλέπουμε μόνο σε ακραίες περιστάσεις, αλλά χρωματίζει την καθημερινότητά μας.

Το βιβλίο σας αφηγείται ένα success story κάποιου που ξεπερνά τον εαυτό του, τα καταφέρνει, δεν έχει επίγνωση αυτού, δεν έχει καν σημασία η ίδια επιτυχία.
Στόχος μου ήταν να δείξω ότι ακόμη κι αν η αφηγήτρια “τα κατάφερε”, αυτό δεν καταγράφηκε στη συνείδησή της. Εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό της ως κάποια που δεν έχει καμία δύναμη. Ήθελα να δείξω ότι το να… ξεμάθεις αυτά τα πράγματα είναι σκληρή δουλειά που ταυτόχρονα οδηγεί στα πτυχία και πολλές φορές απαιτεί περισσότερο χρόνο. Νομίζω ότι στο τέλος του μυθιστορήματος το συνειδητοποίησε αυτό, αλλά τελικά άφησα όλες τις αποφάσεις σ’ εκείνη. Δεν είχα στο μυαλό μου κάποιο μήνυμα ούτε κάποιο ηθικό δίδαγμα να μεταφέρω στους αναγνώστες. Αυτό που ήθελα ήταν, μέσω της λογοτεχνίας, να μεταφέρω μια πολύ συγκεκριμένη εμπειρία. Το τι θα ξυπνήσει στους ανθρώπους που θα διαβάσουν το βιβλίο, δεν εξαρτάται από εμένα.

 

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!
MHT