Τη χρονιά που η καλύτερη ελληνική ταινία ήταν το Πίσω από τις Θημωνιές της Ασημίνα Προέδρου (η φετινή, ελληνική μας πρόταση μας για τα Όσκαρ) και τη στιγμή που το Animal της Σοφίας Εξάρχου έχει ξεκινήσει μια εντυπωσιακή πορεία στα φεστιβάλ του εξωτερικού είχε ενδιαφέρον να αναζητηθεί η γυναικεία παρουσία στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Ανακαλύψαμε ότι οι γυναίκες δήλωναν παρούσες σε πολλές, διαφορετικές θέσεις και θεματικές.
Κατερίνα Μαυρογεώργη
Η Κατερίνα Μαυρογεώργη είναι ηθοποιός, γράφει θεατρικά και παρουσίασε στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας την ταινία Διάβαση που συνυπογράφει με τον Αινεία Τσαμάτη. Η ταινία απέσπασε τρία βραβεία, αυτά της σκηνογραφίας, πρωτότυπης μουσικής και την τιμητική διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου( Π.Ε.Κ.Κ).
Ποια είναι η ραχοκοκκαλιά της ιστορία της ταινίας;
Δυο άνδρες μένουν σε δυο, αντικριστά καλυβάκια σε μια διάβαση στις σιδηροδρομικές γραμμές τρένου. Έχουν την ευθύνη να σηκώνουν τις μπάρες όταν περνάνε τα τρένα. Δυο φίλοι αντίθετοι μεταξύ τους. Κάθε μέρα ζουν τις ίδιες στιγμές. Κατεβάζουν χειροκίνητα τις μπάρες. Ο ένας πολύ υπεύθυνος ο άλλος πολύ, πιο χίπης, πιο παραδομένος μέσα στην Ραστώνη. Όλα αλλάζουν όταν ο πρώτος ερωτεύεται μια επιβάτισσα ενός τρένου που περνά καθημερινά και με ένα ποιητικό τρόπο, επικοινωνεί μαζί της ακολουθεί. Για το κάνει λέει ένα ψέμα στον φίλο του και παρά το γεγονός του ότι εκείνος του θυμώνει όταν το μαθαίνει με αφορμή ένα τραγικό γεγονός, κάνει κάτι πάρα πολύ συγκινητικό. Αναλαμβάνει μια ευθύνη.
Πώς ήταν πέρασμα από την θεατρική φόρμα στην κινηματογραφική;
Ήταν πολύ οργανικη. Ουσιαστικά, με τον διευθυντή φωτογραφίας τον Γιάννη Καραμπάτσο είχαμε συνεργαστεί και στις Λουόμενες. Φρόντισε τα φώτα στην παράσταση. Μου είχε ζητήσει τη συμβολή μου σε ένα σενάριο και τώρα με έφερε και στη Διάβαση. Έτυχε να ταιριάζουμε και οι τρεις, εγώ, εκείνος και ο τρίτος της παρέας ο Αινείας Τσαμάτης. Έχουμε πολλές κοινές αναφορές, πολλούς κοινούς κινηματογραφικούς έρωτες. Οπότε ήρθε πολύ φυσικό. Εγώ την είχα την επιθυμία να δουλέψω στο σινεμά. Και μου αρέσει που ήταν συλλογικό και ομαδικό, οπότε δεν ένιωσα κάτι διαφορετικό. Έκανα φόκους στο ότι συνέχιζα να κάνω αυτό που κάνω με ανθρώπους που αγαπώ και τους είχα ξανασυναντήσει και πορεύομαι μαζί τους προς κάτι καινούργιο.
Τι θέλατε να υπογραμμίσετε με αυτή την ταινία; Τι κινείται στις ράγες της;
Είναι η ευθύνη. Η ευθύνη μας να είμαστε εδώ. Να κάνουμε αυτό που είμαστε προορισμένοι. Αλλά δεν έχουμε και την ευθύνη να ακολουθήσουμε έναν έρωτα όταν αυτός μας χτυπάει κατά κούτελα; Δεν έχουμε την ευθύνη να πάρουμε την ευθύνη τη ζωή μας στα χέρια μας ακόμα και όταν νιώθουμε ότι είμαστε δέσμιοι του χρόνου και ενός χώρου και μιας συνθήκης; Όταν σου συμβεί η ζωή έχεις ευθύνη να τη ζήσεις. Έχεις ανά πάσα στιγμή την ευθύνη της ύπαρξης σου. Νομίζω αυτό κυλά στις ράγες αυτής της ταινίας από τη δική μας πλευρά.
Υπάρχει όμως και αυτή η μικρή διαπίστωση, ότι οι μικρές ακινησίες κινούν το κόσμο, σωστά;
Ναι, οι ήρωες αυτοί έχουν μια στατικότητα. Είναι φυτρωμένοι σαν δέντρα. Ο κόσμος κινείται και κρατιέται σε μια τροχιά μέσα από αυτές τις ακινησίες. Πράγματι είδαμε πολλούς τέτοιους τύπους στην προετοιμασία της ταινίας. Ο κόσμος κινείται στην πραγματικότητα από τα χέρια ανθρώπων. Μας έχουν κάνει να το ξεχάσουμε αυτό, αλλά αυτό συμβαίνει. Αυτό που κάνει τη ζωή να έχει νόημα είναι οι κινήσεις των ανθρώπων. Οπότε μας άρεσε ποιητικά και μεταφυσικά. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι κουρδίσουν οι άνθρωποι τον κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι που κινούν έτσι αθόρυβα τον κόσμο και δεν τους βλέπουμε. Κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε, αλλά έχουμε ευθύνη απέναντι σε αυτούς. Συνήθως, σε αυτούς τους ανθρώπους η κοινωνία τους έχει στο συλλογικό της ως ευάλωτους. Και τους κρατάει σε μια απόσταση. Αυτοί οι άνθρωποι είναι δυνατοί μέσα στην ευαλωτότητα τους. Η ευαλωτότητα δεν είναι αδυναμία. Απλώς έχουν μια άλλη δύναμη και αυτό το ξεχνάμε ή επιλέγουμε να το κάνουμε. Αυτό θεωρούμε, ίσως επειδή η ευαλωτότητα δεν φέρνει κέρδος. Κάπως δεν παράγει γρήγορα, δεν είναι ανταγωνιστική. Με εκνευρίζει και με φοβίζει αυτό το πράγμα.
Η επικοινωνία είναι ένα ακόμη στοιχείο στην ταινία. Τόσοι μεταξύ των δυο ανδρών, αλλά ο ίδιος ο έρωτας που συμβαίνει.
Ναι, οι δύο ήρωες είναι μαζί αλλά ταυτόχρονα δεν είναι. Επικοινωνούν με έναν δικό τους τρόπο. Θέλαμε να είναι ένας έρωτας να υπάρξει ανάμεσα σε ανθρώπους μια κάποιας ηλικίας. Μας άρεσε να έχουμε στην ιστορία μας δυο ανθρώπους που φαινομενικά να είναι εγκλωβισμένοι με έναν τρόπο από τον χρόνο.
Το σινεμά, η τέχνη είναι επικοινωνία;
Το σινεμά έχει μια άλλη επικοινωνία ως μορφή τέχνης σε σχέση για παράδειγμα με το θέατρο και την υποκριτική. Το θέατρο έχει μια επικοινωνία άμεση. Υπάρχει η όσμωση με το κοινό. Το σινεμά απαιτεί αρχικά μια επικοινωνία με το ίδιο το project για πάρα πολύ καιρό μέχρι να το υλοποιηθεί. Απαιτεί πολύ υπομονή, πολύ προσπάθεια. Χρειάζεται να περάσουν πολλοί συρμοί για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, και πολλά γρανάζια να γυρίσουν για να γίνει αυτό ταινία. Και πολύ ατομική προσπάθεια, αλλά μετά το αφήνεις να ταξιδέψει μόνο. Ενώ, στο θέατρο είστε πάντα μαζί, ο ερμηνευτής πρέπει να υπάρχει πάντα εκεί. Αλλιώς δεν λειτουργεί.
Η Διάβαση πώς θα θέλατε να επικοινωνήσει με το κοινό μετά το Φεστιβάλ Δράμας;
Θα ήθελα να ταξιδέψει, θέλω να ακούω την άποψη όσων την είδαν. Μ’ αρέσει να αρχίσει να επιδρά και σε άλλους ανθρώπους. Να βαθαίνει στο χρόνο. Να αποκτά απόνερα. Έχει επίσης και αυτό φοβερό ενδιαφέρον αυτό για τους δημιουργούς. Έρχονται αντιμέτωποι με μια άλλη εξίσου ιδιαίτερη διαδικασία.
Η μικρή κινηματογραφική φόρμα πως σας φάνηκε;
Υπακούσαμε στο ότι το σινεμά θέλει μάζεμα. Υπήρχαν πολλές στιγμές σε διάφορες φάσεις γραφής που σφίξαμε κι άλλο το σενάριο. Ήταν μια πρόκληση και για όλους μας. Η πολυτέλεια του χρόνου είναι δελεαστική ώστε να μπορέσει να τα πεις όλα, αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται. Μια δοκιμασία που μας έβαλε ο δημιουργός είναι να το φτιάξουμε την ταινία σαν μια μαθηματική εξίσωση. Να βάλουμε μαθηματικά χρονικά όρια. Και εκεί είδαμε ότι μπορούσαμε να εντοπίσουμε τον ζουμερό πυρήνα του έργου χωρίς να έχει χαθεί τίποτα. Εμένα αυτό με ιντριγκάρει.
Οι ήρωες στην ταινία σας σηκώνουν τις μπάρες για να περνούν τα τρένα. Εσείς ποιες μπάρες θα σηκώνατε για να γίνεται πιο εύκολα η τέχνη σήμερα στην Ελλάδα;
Εγώ θα ήθελα να σηκώνω τις μπάρες των πηγών χρηματοδότησης ώστε να είναι πιο πολλές και πιο γενναιόδωρες ώστε να μην έχουμε αυτή την αγωνία: αν φτάνουν ή αν δεν φτάνουν τα λεφτά για να ολοκληρώσουμε μια ταινία. Είμαστε συνέχεια με μαχαίρι στο λαιμό. Ήθελα πάρα πολύ να υπάρχει μια άνεση και μια ελευθερία ο δημιουργός και η δημιουργός να κάνει ό, τι θέλει. Νιώθω ότι έχουμε αρχίσει να περιοριζόμαστε σε νόρμες, τάσεις και καλούπια. Κάλο είναι που υπάρχουν οι μόδες και οι τάσεις, αλλά μ αρέσει να βλέπω κι άλλα θέματα. Να μην χρειάζονται να μπαίνουν σε καλούπια. Αν κάποιος θέλει να κάνει μια ταινία εποχής να μπορεί να την κάνει. Χρειάζεται ένα άνοιγμα στη δημιουργικότητα και αν τυχαίνει να είσαι σε μια θεματική που είναι επίκαιρη αυτή την εποχή αυτό είναι τέλειο, αν όμως όχι, να είναι και αυτό ΟΚ. Οι μπάρες θα πρέπει να είναι ανοιχτές για να μπορεί να παράξεις το έργο σου. Επίσης, μ’ αρέσει που βλέπω όλο και περισσότερα κορίτσια σε πολλές διαφορετικές θέσεις στο σινεμά, στους ρόλους δηλαδή και σε πιο τεχνικές θέσεις. Αυτά νομίζω ότι θα κάνουν καλό στο σινεμά και στην τέχνη γενικότερα. Όποια άλλη μάχη χρειαστεί θα τη δώσουμε.
Πού θα ήθελες να δεις τη ταινία σου;
Θέλω να τη δω εκεί που θα αγαπηθεί, εκεί όπου θα συντονιστούν μαζί της.
Τι θα ήθελες να εκτροχιαστεί σε σχέση με τη δημιουργία και τον πολιτισμό;
Αυτή η απαξίωση προς τους καλλιτέχνες είναι εξοργιστική. Χρειάζεται να μην ξεχνάει κανείς ότι κάνουμε μια δουλειά. Προσπαθούμε να ζούμε από αυτό. Πρέπει οι θεσμοί και το κράτος να μας πάρεις στα σοβαρά. Έχουμε μια ζωή και έχουμε επιλέξει να την αφιερώσουμε εκεί.
Μαίρη Κολώνια
Η Μαίρη Κολώνια έχει γράψει σενάρια για την τηλεόραση κι ένα θεατρικό έργο, έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα, ενώ διηγήματα και ποιήματά της έχουν εκδοθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Διαθέτει πολυετή, διεθνή εμπειρία στη Διαφήμιση, την Ψυχαγωγία και όλο το φάσμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Σήμερα, εργάζεται σαν Παραγωγός ταινιών στην εταιρία παραγωγής Piece of Cake. Στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας παρουσίασε το φιλμ Η «Πολυθρόνα στο Πεζοδρόμιο» που έφυγε από το φεστιβάλ με το Βραβείο «Τεχνικής Αρτιότητας»
Ποια είναι η ραχοκοκκαλιά της ταινίας που παρουσιάσατε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μικρού Μήκους Δράμας;
Πρόκειται για την ιστορία ενός ηλικιωμένου ζευγαριού που ζει πενήντα περίπου χρόνια στην Αθήνα . Η Όλγα και ο Γεράσιμος. Ο Γεράσιμος πάσχει άνοια που κατατρώει σιγά σιγά την μνήμη του. Η Όλγα γίνεται αναπόφευκτα η φροντίστρια του. Ένα απρόοπτο συμβάν θα τον καθίσει σε μια πολυθρόνα που άνηκε σε ένα ηλικιωμένο γείτονα τους που απεβίωσε και οι δικοί του βγάζουν τα πράγματα του στο πεζοδρόμιο σαν σκουπίδια για να ανακυκλωθούν από τους ανθρώπους της πόλης. Βρίσκει ένα θρόνο και κάθεται εκεί σαν ένας έκπτωτος βασιλιάς. Είναι η πρώτη μου ταινία. Βασίζεται σε ένα πολύ προσωπικό γεγονός αφορά τους γονείς μου. Ό, τι συνέβη στον Γεράσιμο έχει συμβεί στον πατέρα μου. Στην προσπάθεια μου να μεταβολίσω αυτό που συνέβαινε, έγραψα ένα μικρό διήγημα. Αυτό μεγάλωσε σαν ιδέα και σε συνδυασμό με την απώλεια και τη λύπη που βιώνω γύρω μου στην πόλη γεννήθηκε αυτή η ταινία. Ήταν ο τρόπος μου να δέσω όλα αυτά. Αλλά, στον πυρήνα του είναι ένα πολύ προσωπικό βίωμα.
Οι γυναίκες έχουν όλο και πιο έντονη παρουσία στην βιομηχανία του κινηματογράφου;
Παλιότερα, υπήρχαν πολύ λίγες Ελληνίδες κινηματογραφίστριες. Αυτό αλλάζει όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Υπάρχει τρομερή ανάγκη από την αφήγηση από την πλευρά των γυναικών όσο αφορά τόσο την οπτική που είναι έτσι κι αλλιώς διαφορετική αλλά και την αποτύπωση της γυναικείας εμπειρίας πως έχει βιωθεί. Και δεν μιλάω μόνο για τη σεξουαλικότητα, αλλά όλα τα θέματα. Γενικώς όλη την εμπειρία της ζωής. Γενικώς επιτέλους δεν διστάζεις να πεις ότι θες να κάνει σινεμά. Με μεγάλη χαρά είδα στο Φεστιβάλ Μικρού Μήκους της Δράμας παρά πολλές γυναίκες που έκαναν σπουδαία δουλειά σε όλους τους τομείς. Υπάρχουν πολλές γυναίκες στο industry αυτή τη στιγμή.
Στο πυρήνα της ταινίας σας είναι η μνήμη. Είναι ένα νόμισμα η μνήμη για την ύπαρξη μας. Στη ταινία υπάρχει τόσο με την έλλειψη της όσο και με την ύπαρξη της.
Η μνήμη είναι αυτή που μας κάνει ανθρώπους. Μας βοηθά στην επίγνωση του ίδιου μας του εαυτού. Η απώλεια της μας αποδομεί και ταυτόχρονα μπορεί να αποδομήσει τον περίγυρο. Αυτό φαίνεται και στην ταινία. Η απώλεια της επηρεάζει σε όλες τις σχέσεις. Βέβαια, υπάρχει και το κομβικό ερώτημα του τι μπορεί να σημαίνει η έλλειψη μνήμης σε μια κοινωνία ή σε ένα πολιτισμό. Προσωπικά κάποτε έγραφα για να θυμάμαι. Τώρα γράφω για να ξεχνώ. Η μνήμη έχει πολλές διαστάσεις ως βιολογική λειτουργία. Η απώλεια της είναι ζωτικής λειτουργίας . Η μνήμη δεν χάνεται μόνο από μια νόσο. Η μνήμη μπορεί να χαθεί για να προστατευτείς για παράδειγμα από ένα τραύμα. Υπάρχει και δημιουργείται μέσα από ένα κοινό βίωμα. Μέσα από αυτή τη σκέψη πιστεύω ότι η αγάπη είναι μνήμη. Μέσα από την ταινία θέλω να απαντήσω στο ερώτημα: Ξεχνιέται η αγάπη; Ήθελα να προσεγγίσω το νόμισμα της μνήμης μόνο με το συναίσθημα το οποίο δεν ξεχνιέται. Δηλαδή, μπορεί ο Γεράσιμος να μη θυμάται την ιστορία του έρωτα του με τη γυναίκα του με όλες τις λεπτομέρειες. Αλλά η αγάπη είναι εκεί γιατί είναι ήδη βιωμένη. Το συναίσθημα είναι εκεί. Και η μνήμη υπάρχει και στον χρόνο, στη συντροφικότητα, στα γηρατειά. Είναι ο πυρήνας της ταινίας. Είναι μια ταινία coming οf age. Είναι μια ταινία που μας δείχνει το πέρασμα από την ενήλικη ζωή στο γήρας. Με ενδιαφέρει επίσης αυτή η σχέση με τα καθημερινά πράγματα τα οποία δεν έχουν καμία σημασία μόνο για αυτό που τα χρησιμοποιεί. Η μνήμη μας συνδέει με όλο το περιβάλλον γύρω μας με τα παπούτσια το κρεβάτι μας, αν τα ξεχάσεις αυτά χάνεις τα πάντα. Και είναι πολύ σκληρό να μην μπορείς να έχεις σανίδες οικειότητας.
Το άλλο θέμα που υπογραμμίζεται είναι η κρατική πρόνοια προς τους ηλικιωμένους.
Και όχι μόνο στους ηλικιωμένους, αλλά και στο βάρος που πέφτει στους φροντιστές τους. Γι’ αυτό το Βραβείο Τεχνικής Αρτιότητας της ΕΤΕΚΤ (Εταιρίας Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης) το αφιέρωσα σε αυτούς. Υπάρχει μια πρόθεση να καταδείξω πως αντιμετωπίζει το γήρας μιας κοινωνία που έχει θεοποιήσει την ίδια τη νεότητα εις βάρος της ίδιας της ζωής και των σημαδιών που αφήνει ο χρόνος εσωτερικό , αλλά και εξωτερικά στο σώμα. Ο πολιτικός μιας κοινωνίας κρίνεται από το πώς συμπεριφέρεται στα παιδιά, στους ηλικιωμένος και στα ζώα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει και δεν υπάρχει ένα επαρκές πλαίσιο υποστήριξης των φροντιστών. Λείπουν και οι οικονομικοί πόροι, αλλά και η πρόθεση. Χρειάζονται και τα δυο. Είναι σημαντικό να γίνουν κινήσεις, να υπάρξουν πολιτικές γιατί αφορά κάθε σπίτι. Νόμιζα ότι το θέμα της ταινίας θα αφορούσε μεγαλύτερους ανθρώπους, αλλά με προσέγγισαν νέοι άνθρωποι που είδαν τους παππούδες τους ή ακόμα και τους γονείς τους. Η φροντίδα των ηλικιωμένων είναι μια ανείπωτη ανησυχία σε αυτή τη χώρα. Ένα ανείπωτο βάρος.
Τι θα ευχόσασταν στην ταινία σας;
Να τη δουν όλο το περισσότερο άνθρωποι να παιχτεί σε πλατφόρμες, να πάει και σε άλλα Φεστιβαλ. Βλέποντας την ανταπόκριση είμαι πολύ αισιόδοξη για την πορεία της. Της έχω εμπιστοσύνη γιατί έχει φτιαχτεί από την αναγνώριση μου και τον σεβασμό μου απέναντι στο γήρας.
Ειρήνη Τζούλια
Ειρήνη Τζούλια σπούδασε Θέατρο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και Θεωρία του Κινηματογράφου στο Université Paris 3 (Master) και Université Paris 10 (PhD), με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και του Ιδρύματος Ωνάση. Το «Lumen» είναι η πρώτη της μικρού μήκους ταινία και συμμετείχε στο καίριο τμήμα του Φεστιβάλ, «Short and Green». Πρόκειται για ένα πειραματικό-βιωματικό ντοκιμαντέρ για τις φωτιές στο Μάτι, στις οποίες η δημιουργός έχασε τον πατέρα της.
Τι μπορείτε να μας πείτε για την ταινία σας;
Το Lumen είναι «πειραματικό-βιωματικό ντοκιμαντέρ» που εκκινεί από την 2η πιο φονική πυρκαγιά του 21ου αιώνα που ξέσπασε στην Ανατολική Αττική στις 23 Ιουλίου του 2018 και επιδιώκει μια σύντηξη της προσωπικής μου απώλειας με την συλλογική καταστροφή, μέσα από την χρήση αρχειακού υλικού, πλάνων τραβηγμένων επί τόπου λίγες μέρες μετά την καταστροφή, καθώς και μαρτυρίες επιζώντων, εθελοντών, και συγγενών των θυμάτων.
Μπορείτε να μας περιγράψετε διαδικασία της δημιουργίας της;
Αποφάσισα να ξεκινήσω τα γυρίσματα της ταινίας περίπου 1 μήνα μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ενός από τους 104 επίσημα ταυτοποιημένους νεκρούς από την πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018. Ήθελα να μπορέσω να αποτυπώσω το προσωπικό μου βίωμα, όπως και τις μαρτυρίες γειτόνων και φίλων που έζησαν την καταστροφή. Αφορμή υπήρξε η συμμετοχή μου στο ρεπεράζ και τα γυρίσματα μιας ταινίας ενός φίλου σκηνοθέτη για το Μάτι που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Κατά τη διάρκεια του ρεπεράζ, τραβούσα φωτογραφίες από αυτό το σοκαριστικά εξαϋλωμένο τοπίο, που λίγο καιρό πριν αποτελούσε τον τόπο μου. Οι φωτογραφίες αυτές αποτέλεσαν ουσιαστικά το προσχέδιο της ταινίας, ενός τύπου «storyboard». Με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας της ταινίας Γιάννη Καραμπάτσου και δανεικό εξοπλισμό ολοκληρώσαμε τα περισσότερα εξωτερικά γυρίσματα και ένα μέρος των εσωτερικών, 3 μήνες μετά την πυρκαγιά. Ένα χρόνο μετά, κατέγραψα με μια κάμερα την πρώτη ετήσια πορεία των κατοίκων των πληγεισών περιοχών προς τη θάλασσα στη μνήμη των θυμάτων. Είναι το πλάνο που βλέπουμε μέσα από την τηλεόραση στο εσωτερικό του καμμένου σπιτιού στο τέλος της ταινίας. Η διαχείριση του συγκεκριμένου πλάνου – δηλαδή να «παίζει ως πλάνο τηλεόρασης» – ήταν μια ιδέα της monteuse Σμαρώ Παπαευαγγέλου και θεωρώ ότι επεκτείνει τη λογική των πρώτων πλάνων της ταινίας, τα οποία είναι αρχειακό υλικό τραβηγμένα με κινητό τηλέφωνο μέσα από οθόνη υπολογιστή. Η καταστροφή είναι με τέτοιο τρόπο εντυπωμένη μέσα στον χώρο και τον χρόνο, που ο ίδιος ο καμμένος τοίχος μοιάζει να «θυμάται». Το τελευταίο πλάνο της ταινίας, είναι ουσιαστικά και το μόνο που έχει τόσο μεγάλη χρονική απόσταση γυρίσματος από τη στιγμή της καταστροφής. Όσον αφορά το voice over, αυτό γράφτηκε αργότερα και δουλεύτηκε πολλές φορές από την αρχή. Οι μαρτυρίες που ακούμε μέσα στην ταινία είναι πραγματικές μαρτυρίες από φίλους και γείτονες που έζησαν την καταστροφή. Προσπάθησα να συμπυκνώσω το βίωμά τους σε κάποιες φράσεις και τους ζήτησα να τις επαναλάβουν κατά την ηχητική καταγραφή. Έτσι οι πραγματικές μαρτυρίες ενσωματώνονται στην κεντρική αφήγηση ως επανα-επιβεβαίωση ενός συλλογικού βιώματος και ως προέκταση του προσωπικού.
Μπορεί ένα έργο να λειτουργήσει φροντιστικά ή θεραπευτικά; Μπορεί;
Θα έλεγα πως για εμένα προσωπικά ως δημιουργό του λειτούργησε λυτρωτικά. Η διαδικασία ήταν εξαιρετικά επίπονη γιατί πέρασα από πολλά συναισθηματικά στάδια κατά την διάρκεια της ταινίας και μέχρι την ολοκλήρωσή της, που διήρκησε περίπου 5 χρόνια. Η απόσταση που έπρεπε να πάρω για να διαχειριστώ το βίωμά μου, στην προσωπική και τη συλλογική του διάσταση, ως καλλιτεχνικό έργο, μου επέτρεψε να εντυπώσω όλο αυτό το βαρύ φορτίο μέσα στην ταινία και κατά κάποιο τρόπο να το αφήσω, όσο το δυνατόν, εκεί. Εύχομαι με παρόμοιο τρόπο να λειτουργήσει και για τον θεατή. Δηλαδή βλέποντας εντυπωμένο το συναίσθημά του να νιώσει ίσως στο τέλος της ταινίας μια τύπου λύτρωση.
Υπήρχε κάτι που σε αποθάρρυνε στη δημιουργία της; Ποιος ήταν ο φόβος σου;
Ηταν κόκκινη γραμμή για μένα να εκβιάσω το συναίσθημα του θεατή και αυτός ήταν και ο βασικός μου φόβος καθόλη τη διαδικασία ολοκλήρωσης της ταινίας.
Γιατί επέλεξες τη συγκεκριμένη μορφή αφήγησης; Την πειραματική;
Κινήθηκα διαισθητικά. Νομίζω αυτόματα ένιωσα πως αυτό έπρεπε να κάνω. Δεν χωρούσε καμία δυνατότητα αναπαράστασης ένα τέτοιο θέμα. Επίσης στην «πειραματική φόρμα» ενυπάρχει μια μορφή ρήξης. Ένα καταστροφικό γεγονός φέρει, πέρα από την συναισθηματική ρήξη, έναν διαχωρισμό στον φυσικό κόσμο του πριν και του μετά. Δηλώνει έναν κόσμο διαρρηγμένο, έναν τόπο εμποτισμένο από την καταστροφή, εμποτισμένο από την απώλεια: αγαπημένων, ανθρώπων, φυσικού περιβάλλοντος, αγαθών. Προσπάθησα λοιπόν να κάνω αισθητή αυτή την «ρήξη» μέσα από την θραυσματικότητα της εικόνας, του μοντάζ και της κίνησης, αλλά και να τοποθετηθώ μέσα σε αυτό το εξαϋλωμένο σύμπαν, μαζί με τους άλλους, ως αφηγήτρια ενός προσωπικού κι ενός συλλογικού τραύματος την ίδια στιγμή, επανα-επιβεβαιώνοντας τις διαφορετικές φωνές-μαρτυρίες που ακούμε μέσα στην ταινία, καθώς η κάθε προσωπική μαρτυρία είναι την ίδια στιγμή συλλογική και αντιστρόφως. Υπήρχε λοιπόν διάθεση ρήξης με ένα κυρίαρχο αφήγημα που συνήθως εκβιάζει τα συναισθήματα του θεατή για να αφαιμάξει εντέλει κάθε ουσιαστική βαρύτητα από μια συλλογική ή και προσωπική καταστροφή. Ο τρόπος που τα ΜΜΕ κάλυψαν το θέμα ήταν διαφορετικός από την ηθική-αισθητική αντίληψη που φέρω ως άνθρωπος και βλέποντας αυτές τις εικόνες δεν ένιωθα να βρίσκει κανένα «χώρο» το δικό μου βίωμα, το δικό μου συναίσθημα. Η κινηματογράφηση του τοπίου, το μοντάζ, η εικόνα στο σύνολό της, όπως και επίσης το sound design εστιάζουν σε αυτήν ακριβώς τη διάσταση της καταστροφής, δηλαδή της αλλοίωσης, της μετάλλαξης, του ανοίκειου και του σοκ του τραύματος που πάλλεται μεταξύ προσωπικού και συλλογικού. Όπως οι εικόνες στο εσωτερικό του καμμένου σπιτιού φέρουν μια μνήμη πέραν από εκείνη των κατοίκων του, η ίδια η υλικότητά τους τις ανάγει σε αναφορές μιας άλλης πανανθρώπινης μνήμης : από τις σπηλαιογραφίες στα ουράνια σώματα. Το μέγεθος του βιωμένου συναισθήματος της προσωπικής καταστροφής συναντά το άπειρο μέσω της αναγωγής του σε συμπαντική καταστροφή σαν άλλη μαύρη τρύπα που ρουφάει τα πάντα στο διάβα της. Αντίστροφα οι εικόνες αρχείου διυλίζονται διαμέσου πολλαπλών βλεμμάτων (φακών και οθόνων αναπαραγωγής) ώστε το συλλογικό γεγονός ως αντικειμενικότητα να ταυτιστεί με την προβολή του ως υποκειμενικότητα.
Ήταν μεγάλη ευθύνη να αποτυπώσεις και το τραύμα άλλων ανθρώπων μιας και στην ταινία υπάρχουν, ακούγονται;
Η ταινία επιδιώκει μια σύντηξη του προσωπικού και του συλλογικού τραύματος καθώς η φωνή μου της κεντρικής αφηγήτριας επαναεπιβεβαιώνει τις μαρτυρίες που ακούμε μέσα στην ταινία. Είτε συνεχίζοντας είτε επαναλαμβάνοντας αυτό που η, ο κάθε μάρτυρας λέει σε πρώτο ενικό ή πρώτο πληθυντικό αριθμό, όμως αλλάζοντας πλέον πρόσωπο σε τρίτο ενικό η πληθυντικό, η αφήγηση προσπαθεί να ορίσει ένα κοινό τόπο, μια συλλογική τραυματική μνήμη που υπάρχει σε όλα τα πρόσωπα τα οποία έζησαν την ίδια καταστροφή. Οι διαφορετικές φωνές-εμπειρίες του ίδιου γεγονότος συνθέτουν έναν κοινό συναισθηματικό καμβά, μια κοινή αφήγηση του βιωμένου γεγονότος, ανοίγοντας την μέχρι τότε προσωπική αφήγηση του voice over σε μια συλλογική. Οι μαρτυρίες είναι μια συλλογή από πραγματικές μαρτυρίες των ίδιων των προσώπων που τις αφηγούνται, τις οποίες είτε τις διηγήθηκαν προσωπικά σε μένα την ίδια, είτε σε κοντινά μου πρόσωπα και τις οποίες ουσιαστικά προσπάθησα να συμπυκνώσω στην ταινία σε κάποιες φράσεις, ώστε να αποδώσω το συναίσθημα ή την εμπειρία της ή του εκάστοτε μάρτυρα όπως εγώ το εξέλαβα την στιγμή εκείνη που το μοιράστηκε μαζί μου ή όταν μου μεταφέρθηκε. Ουσιαστικά η «αλήθεια» των μαρτυριών έχει να κάνει με την αίσθηση που είχε η, ο κάθε μάρτυρας είτε την στιγμή της καταστροφής είτε μετά και η δική μου φωνή της κεντρικής αφηγήτριας έρχεται να την επαναεπιβεβαιώσει γιατί ταυτίζεται βιωματικά συναισθηματικά μαζί τους. Κατά κάποιο τρόπο η διαχείριση του προσωπικού πένθους και τραύματος στην ταινία είναι και μια διαχείριση του συλλογικού, όπως όμως αυτό βιώθηκε από μένα, μέσα από το δικό μου βλέμμα που είδε μέσα από το βλέμμα των άλλων και που έκανε εικόνα το βλέμμα των άλλων. Κατά αυτή την έννοια ναι φέρει μεγάλη ευθύνη το αποτύπωμα ενός συλλογικού τραύματος γιατί διυλίζεται μέσα από μια υποκειμενικότητα, αυτή της, του δημιουργού.
Πού θα ήθελες να δεις την ταινία; Ποια θα ήθελες να είναι η πορεία της;
Θα ήθελα κάποια στιγμή να την προβάλω στον τόπο που βίωσε αυτή την καταστροφή, να την επικοινωνήσω και να την μοιραστώ με όσους ανθρώπους έχουν κοινό βίωμα, αλλά και με όσους άλλους μπορούν να δουν και να νιώσουν μέσα στην ταινία κάτι από τους ίδιους.
Πως νιώθεις που η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ ενώ παράλληλα συνέβαινε μια άλλη καταστροφή;
Ένιωσα ότι βρίσκομαι σε μια δυστοπία χωρίς τέλος.
Στην καταγραφή ενός τόσο τραυματικού βιώματος χωρά πολιτική διάθεση;
Κάθε ταινία είναι πολιτική από την ηθική-αισθητική που φέρει. Με άλλα λόγια, κάθε ταινία ορίζει από τη φόρμα της τη στάση του δημιουργού της απέναντι στον κόσμο και τα πράγματα. Αυτό που δεν χωράει σίγουρα είναι μικροπολιτική κερδοσκοπία μέσω μιας κομματικοποιημένης προσέγγισης που κατά την γνώμη μου, δεν έχει λόγο και τόπο σε κανένα καλλιτεχνικό έργο.
Εκτός από τη διαχείριση της θλίψης τι θα ήθελες το κοινό να δει σε αυτή την ταινία;
Θα ήθελα να δει ότι βρισκόμαστε σε έναν κοινό «τόπο» τον οποίο οφείλουμε να διαχειριστούμε με ενσυναίσθηση, συνείδηση και ανθρωπιά για να είναι βιώσιμος.
Info: Οι βραβευμένες ταινίες από το Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας και όσες ξεχώρισαν θα προβληθούν στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στην Αθήνα από τις 26 έως τις 29 Οκτωβρίου.