Φωτογράφος: Νικόλ Μπαρτζώκα
Styling: Χρήστος Αλεξανδρόπουλος, Βίβιαν Ρουβέλα
Μακιγιάζ-Μαλλιά: Σόνια Σιμιτζή
«Τη δική μας Αντιγόνη την εξερευνούμε σε σχέση με το φως της. Αυτό θα αναζητήσουμε υπό τις οδηγίες του σκηνοθέτη μας Cezaris Grauzinis, ο οποίος αντιλαμβάνεται αυτό το κορίτσι σαν έναν φωτεινό πομπό. Από το φως της γεννιέται όλη η ανάγκη της να κάνει ό,τι κάνει και με ενδιαφέρει ο τρόπος της. Ωστόσο, είμαστε ακόμη σε αρχικό στάδιο. Διαβάζουμε, δοκιμάζουμε κάποιες ποιότητες, τα σώματά μας, φτιάχνουμε τη μουσική, κυκλώνουμε την τραγωδία του Σοφοκλή από παντού. Εγώ το φως το βρίσκω στην αθωότητα, όχι με την έννοια της άγνοιας, ούτε με την έλλειψη συνείδησης του σκότους, αλλά ως απόφαση να κοιτάζω τον κόσμο χωρίς φίλτρα. Επιπλέον, το φως το βλέπω στην απλότητα και στη χαρά. Η δικαιοσύνη, επίσης, έχει άπλετο, αστείρευτο, πολύτιμο φως και μια μαγεία.
Τη μαγεία αναζητά και η Ασημίνα στις Άγριες Μέλισσες, προς το τέλος της σειράς. Και ως Έλλη την αναζητώ και εγώ. Πιστεύω σε αυτήν, έχοντάς τη στο μυαλό μου ως κάτι ρεαλιστικό, κάτι πραγματικό. Ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούμε να δημιουργήσουμε μαγεία στέλνοντας καθαρά πρόθεση προς κάτι. Όταν εστιάσεις σε αυτό που θέλεις, κάτι ενεργοποιείται μέσα σου που σε κινεί προς τα εκεί. Γιατί και το σύμπαν αυτή την πρόθεση έχει: να συνεργαστεί μαζί μας, να μας βοηθήσει. Δεν έχει κανέναν σκοτεινό σκοπό να μας πάει κόντρα. Αυτά που “λύνουν” τη μαγεία είναι τα εγώ μας που συγκρούονται μεταξύ τους. Άρα, με βάση αυτή τη σκέψη, η μαγεία είναι κάτι απολύτως ρεαλιστικό. Και από εκεί ξεκινά και ένας δρόμος για την επανάσταση με την οποία έρχονται κοντά τόσο -παραδοσιακά- η Αντιγόνη, όσο και η Ασημίνα φέτος. Ωστόσο, στην παράσταση, την Αντιγόνη δεν την αντιλαμβάνομαι μέσα από αυτό το φίλτρο. Φυσικά ενυπάρχει σε αυτήν το “πάω κόντρα στην εξουσία”, αλλά αντιμετωπίζουμε τους ήρωες του έργου ψάχνοντας σε αυτούς τον άνθρωπο και όχι μια ιδέα. Αναζητούμε από τι πάσχει ο καθένας. Και η Αντιγόνη πάσχει, αλλά έχει και δίκιο, το ίδιο και ο Κρέοντας, το ίδιο και ο χορός, που μοιάζει να αποτελεί από μόνος του μια τραγωδία της ίδιας της δημοκρατίας, μιας και δεν παίρνει θέση. Κάπου μάλιστα τραγουδάει “η μοίρα αποφασίζει και εμείς ακολουθούμε”. Το φοβερό είναι πως οι άνθρωποι ακόμη έχουμε την ψευδαίσθηση ότι δεν έχουμε δικαίωμα στη μοίρα μας. Τα αφήνουμε όλα να περνούν από μπροστά μας και απλώς τα παρατηρούμε. Πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να πάμε κόντρα σε τίποτα. Νιώθουμε αδύναμοι απέναντι στον όποιο τύραννο, παρόλο που είμαστε όλοι μαζί και αυτός είναι ένας. Από την άλλη, στο έργο, το κορίτσι δεν μπορούμε να το υποστηρίξουμε. Γιατί είναι κορίτσι. Προέρχεται και από αυτή την “ανώμαλη” αιμομικτική οικογένεια. Η Αντιγόνη φέρει όλα αυτά τα στερεότυπα για να μην την υπερασπιστείς. Πάει κόντρα στον αρχηγό. Είναι μικρή. Φοράει φουστάνια. Όλα εναντίον της. Αυτό την κάνει και τόσο τραγική.
Κυρίως όμως, η Αντιγόνη γίνεται ενοχλητική. Όλοι θέλουν να ησυχάσουν από τη φασαρία της. Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Έχουμε γίνει οι γυναίκες πολύ ενοχλητικές, κάνοντας απλώς το αυτονόητο: παίρνουμε θέση, τοποθετούμαστε, διεκδικούμε. Όταν ένας άντρας κάνει το ίδιο, απλώς λαμβάνεται υπόψη. Φαντάζει πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνουμε, γιατί είναι πολύ ισχυρό. Έχει τρομερή δύναμη η φωνή της θηλυκής φύσης μας στην πραγματικότητα. Μια δύναμη που έρχεται με πολλή φόρα. Αυτή η φόρα, μέχρι να φέρει την ισορροπία προκαλεί την απόλυτη ανισορροπία. Είναι κάπως λογικό. Έπειτα από μια σιωπή χιλιετιών πέφτει φως σε κάτι που έπρεπε να έρθει στην επιφάνεια. Δεν φωνάζουμε χωρίς λόγο. Απλώς, επειδή για πολλά χρόνια οι γυναίκες είχαμε σιωπήσει, τώρα οι φωνές μας μοιάζουν με άναρθρες κραυγές, που όμως, σιγά σιγά, γίνονται αρμονική μουσική. Προς το παρόν, αυτό δημιουργεί αναταραχή και ξεβολεύει. Ξεβολεύει ακόμη και εμάς τις ίδιες, που βγαίνουμε από εκεί που είχαμε συνηθίσει να ανήκουμε. Είναι άβολο. Γι’ αυτό όμως είναι τόσο σημαντικό και χρήσιμο. Θα σταματήσει να είναι άβολο αν τις αποδεχτούμε αυτές τις φωνές, αν τις ακούσουμε. Χρειάζεται να ασχοληθούμε μαζί τους σαν να είναι προσωπική μας υπόθεση. Γιατί στην πραγματικότητα μας αφορά προσωπικά όλους αυτό που συμβαίνει. Κάθε έμψυχο ον. Πρέπει να μας δοθεί χώρος να μας καταλάβουν. Παράλληλα όμως και η μεταξύ μας συλλογικότητα και αλληλοϋποστήριξη χρειάζεται δουλειά.
Είναι ανάγκη να εξερευνήσουμε και εμείς οι ίδιες τις εαυτές μας. Να συμφιλιωθούμε με την ισότητα μεταξύ μας. Κι αυτό δεν είναι εύκολο. Είναι χιλιάδες τα χρόνια πατριαρχίας που έχουν γράψει πάνω μας, κατά τη διάρκεια των οποίων έχουμε βιώσει πολέμους, καταπάτηση της γης, καταπίεσης της γυναίκας, αλλά και των αντρών που δεν είναι alpha male. Δεν χρειάζεται απαραίτητα να τα λέμε όλα αυτά μέσα από τους ρόλους μας. Δεν είναι αυτός ο σκοπός της τέχνης. Στην τέχνη ψάχνουμε να βρούμε την αδυναμία, για να τη φωτίσουμε, να την αναδείξουμε και να την αντιληφθούμε ως τέτοια. Η Αντιγόνη, για παράδειγμα, πέρα από την απόφασή της να πάει κόντρα στην εξουσία, έχει και μια έπαρση και μια αλαζονεία. Θεωρεί ότι εκείνη είναι άξια να τα καταφέρει, ενώ η αδερφή της η Ισμήνη όχι. Και εγώ είμαι γεμάτη από αδυναμίες. Αδυνατώ να εκφράζω αυτό που νιώθω. Ασχολούμαι πολύ με αυτό, ώστε να γίνεται κατανοητό, να μην ξεπερνώ τα όρια ούτε τα δικά μου ούτε του άλλου. Έχω επίσης αδυναμία να πιστέψω ότι συμβαίνουν κάποια πράγματα. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να μην έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο πλανήτης μας καταστρέφεται, ότι παράγουμε τόσα σκουπίδια ασύδοτα. Με ενοχλούν επίσης η αγένεια και η έλλειψη ενσυναίσθησης που βραχυκυκλώνει τα πάντα.
Έχει νόημα να φωτίζουμε τις αδυναμίες μας γιατί και μέσα από αυτές υπάρχουμε. Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη βάζει τους ήρωές του να τσιμπιούνται για να επαληθεύσουν ότι υπάρχουν. Η Αντιγόνη προέρχεται από μια δύσκολη, διαλυμένη οικογένεια. Όλη η πόλη τη μισεί και παρ’ όλα αυτά λέει “ας είναι αυτή η πράξη αυτό που θα κάνω για να είμαι, για να υπάρξω”. Το να θάψει τον αδερφό της πηγαίνοντας κόντρα στην εξουσία είναι μια ύστατη προσπάθεια να νιώσει ολόκληρη, ξέροντας ότι οδηγείται στον θάνατο. Επιλέγει να πεθάνει για να υπάρξει. Αυτή η επιλογή είναι το δικό της τσίμπημα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Κρέοντα. Έχει βιώσει την αδικία, πήρε την εξουσία, έχει νικήσει μόλις μια μάχη, και αντί να γιορτάσει και να τιμήσει τους νεκρούς του, επιλέγει να μη θάψει ένα πτώμα. Επιλέγει με αυτό τον τρόπο να υπάρξει. Αυτό είναι το δικό του τσίμπημα. Και η Ασημίνα τσιμπιέται. Είναι λογικό και για τη φύση της και για την εποχή που υποτίθεται ότι τοποθετείται. Αυτό που έχει φοβερό ενδιαφέρον είναι ότι όταν η Ασημίνα, στην τρίτη σεζόν, ήρθε κοντά με τις έννοιες της αντίστασης, δεν συναντήθηκε πολύ με τον κόσμο. Το κοινό δεν ήθελε να αφήσει το ήσυχο σπιτάκι της και το παιδί της και να τρέχει στις επαναστάσεις, να διεκδικήσει τη δημοκρατία, την ελευθερία. Κατηγορήθηκε ότι δεν σκέφτεται το παιδί της, ότι το βάζει σε κίνδυνο, ότι δεν είναι καλή μάνα. Αν αυτό το έκανε ο Νικηφόρος, θα ήταν ήρωας. Αν το έκανε η Ελένη, επίσης θα ήταν αποδεκτό, μιας και ήταν μια ηρωίδα που είχε από την αρχή τέτοια στοιχεία. Η Ασημίνα, ως γυναίκα και μητέρα, δεν δικαιούται να αλλάξει, να μετακινηθεί. Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ότι εξελίσσεται.
Αν είσαι μάνα, δεν δικαιούσαι να είσαι τίποτα άλλο. Με την Ασημίνα, αυτά τα τρία χρόνια τα πήγαμε καλά. Στην αρχή δεν μπορούσα να την καταλάβω. Τώρα πια με συγκινεί εκείνη η πρώιμη καλοσύνη της που την έφερε εδώ σήμερα. Είναι ωραίο να βλέπουμε τους ανθρώπους να είναι αγνοί μέχρι η ζωή να τους κάνει να μην είναι. Μ’ αρέσει που μιλάει με τον δικό της τρόπο και τόνο. Μ’ αρέσει που δοκιμάζει, που αποτυγχάνει, που πάει μέχρι εκεί που αντέχει. Είναι πολύ ανθρώπινος χαρακτήρας. Δεν είναι τέλεια και έχει τρύπες. Και κυρίως μ’ αρέσει το ότι μετακινείται σαν σε χορογραφία, αντιδρώντας με ό,τι συμβαίνει γύρω της. Ο έρωτάς της με τον Νικηφόρο έχει κάτι πολύ δυνατό. Ξεκίνησε πολύ ρομαντικά και γλυκά. Αυτοί οι δύο κοιτάχτηκαν και ήξεραν. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Εγώ πιστεύω σε αυτό. Όλοι μου οι έρωτες ήταν έτσι. Έτσι και η Ασημίνα με τον Νικηφόρο. Ήξεραν. Είχαν μπροστά τους το πιο γλυκό ποτό και δεν το ήπιαν. Έζησαν έναν ανεκπλήρωτο έρωτα μέσα σε έναν εφιαλτικό γάμο. Σε αυτή την ιστορία αγάπης, η Ασημίνα είχε να διαχειριστεί και τη συγχώρεση. Αυτό το κορίτσι έχει γδαρθεί από την ανάγκη της να συγχωρέσει και να μη συγχωρέσει ταυτόχρονα. Και μέσα σε αυτή την πάλη, η καρδιά της όλο και κλείδωνε και έκλεινε. Τώρα που βρήκε ο καθένας τον εαυτό του, που πήραν χώρο να γίνουν ολόκληροι, μπόρεσαν να είναι και πάλι μαζί. Μετά το τέλος, θα ήθελα να σκέφτομαι την Ασημίνα να συνεχίζει να γράφει. Να είναι κάπου όπου θα εκφράζεται ελεύθερα, θα είναι ανεξάρτητη, θα συντηρεί την εαυτή της μόνη της, θα έχει έναν άνθρωπο -αν έχει- με τον οποίο θα είναι ευτυχισμένη. Γενικά τη θέλω ευτυχισμένη, είτε μόνη της είτε με παρέα. Θέλω να είναι καλά. Να έχει γαλήνη στην ψυχή του το κορίτσι μας. Ο έρωτας στην Αντιγόνη, είναι παράξενο αλλά δεν υπάρχει. Εκείνη δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με τον Αίμονα. Δεν υπάρχει καν σκηνή μαζί του. Εκείνος την υπερασπίζεται, εκείνη κάνει μόνο μια μικρή αναφορά στον άντρα της.
Παραμένω πάντα ερωτευμένη με το σινεμά. Γυρίσαμε τον προηγούμενο Νοέμβρη το Guest Star, μια ταινία του Βασίλη Χριστοφιλάκη. Πρόκειται για μια γλυκόπικρη, ρομαντική, αστεία ιστορία που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο της Αγοράς του Φεστιβάλ των Καννών, με σκοπό να ολοκληρωθεί και να βρει διανομή. Χάρηκα πολύ που μπόρεσα να την κάνω. Μου ξεκούρασε την ψυχή. Με συγκινεί το σινεμά. Κυρίως οι άνθρωποί του, γιατί το κάνουν με μια τεράστια επιθυμία και αυτό είναι πάντα συγκινητικό, όπου και αν υπάρχει. Επίσης, το σινεμά έχει μια μυσταγωγία. Είναι μια τελετή, ένα φως. Πάλι το φως.
Ονειρεύομαι ένα μέλλον φωτεινό, όπου οι άνθρωποι θα καταφέρουν να αντιληφθούν πόσο σημαντικό είναι να συναντηθούν πραγματικά οι ίδιοι με τους εαυτούς τους, στην ουσία. Να σταματήσουν να φορτώνουν με τόση φασαρία αυτή τη σχέση. Γιατί όταν ξεκινάς αυτή τη διαδικασία, αρχίζεις και ακούς τα πάντα καλύτερα. Η αντίληψη του τι πραγματικά μας συμβαίνει συνολικά, έχει να κάνει κυρίως με αυτή την αναμέτρηση με τον εαυτό μας. Είναι αυτή που κουρδίζει καλύτερα το θαύμα που μας έχει δοθεί. Γιατί η ζωή ένα θαύμα είναι. Αυτή τη στιγμή ζούμε σε ακραίες περιοχές. Ο καθένας ή κοιτάει τον εαυτό του ή τον βάζει εντελώς στην άκρη. Η ισορροπία είναι εκεί που ο εαυτός μας θα είναι ο πιο σημαντικός του κόσμου, αλλά και όλοι οι άλλοι ταυτόχρονα. Σε έναν τέτοιο κόσμο νομίζω θα είναι όμορφα. Και, φυσικά, ένας τέτοιος κόσμος συμπεριλαμβάνει και όλο το σκοτάδι. Το αντικρίζει, το αποδέχεται, το απολαμβάνει και αναμετράται γενναία συνεχώς μαζί του. Και έτσι το απαλύνει. Άλλωστε το κακό υπάρχει σε όλους μας. Ο δαίμονάς μας είναι ο μεγαλύτερος μας δάσκαλος. Αντί να τον αφήνεις να σε καταβάλει, να σε κατατρώει ή να κάνεις ότι δεν υπάρχει, καλύτερα να τον έχεις δίπλα σου, να τον φροντίζεις, να τον ησυχάζεις, να τον αφήνεις να βγαίνει μπροστά, να τον ακούς, να του δίνεις τον χώρο να σε προστατεύει. Αυτό άλλωστε είναι το πλεονέκτημα του καλού. Ότι μπορεί να συμπεριλάβει το κακό. Ένας τέτοιος φωτεινός κόσμος θα έρθει. Βάζουμε αυτή τη στιγμή τα θεμέλια. Δεν θα τον προλάβουμε, αλλά βάζουμε τα λιθαράκια και κάποιοι κάποτε θα τον προλάβουν».