Η Μήδεια του Μποστ είναι η παρωδία της Μήδειας του Ευριπίδη. Πρόκειται για μια γυναίκα που φαίνεται, επιφανειακά, και στα δύο έργα να σκοτώνει τα παιδιά της, επειδή την απατάει ο άντρας της. Το κείμενο και οι ήρωες του Μποστ συνδιαλέγονται ορμητικά με τον παραλογισμό και τον σουρεαλισμό. Στην πορεία, αποκαλύπτεται, βέβαια, ότι η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της και για άλλους λόγους: επειδή δεν είναι καλοί μαθητές, επειδή έχουν ερωτικές σχέσεις με μια καλόγρια και με έναν καλόγερο. Στο τέλος, παραδέχεται ότι το έκανε για να βρει την ηρεμία της. Υπάρχει μια ελευθερία στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το έργο, που στόχο έχει να σε πετάει διαρκώς εκτός λογικής. Άλλωστε δεν υπάρχει λογική στο να σκοτώνεις τα παιδιά σου.
Ο Μποστ καυτηριάζει το θέμα της μητρότητας, αλλά εγώ νιώθω ότι κυρίως κοροϊδεύει την πατριαρχία. Ο Ιάσονας δεν είναι μόνο ο μ@@@@@ς που απατάει τη γυναίκα του, αλλά είναι αυτός ο παλιάς κοπής άντρας που όσο προχωράμε νομίζουμε ότι δεν υπάρχει μέχρι που, “τσουπ“, κάνει ξανά την εμφάνισή του. Ο Ιάσονας, λοιπόν, εκτός του ότι προδίδει τη Μήδεια, ρίχνει συνεχώς πάνω της όλη την ευθύνη για τα παιδιά και αυτό ο Μποστ δεν το υπονοεί, το λέει ξεκάθαρα. Συγκεκριμένα, βάζει τον Ιάσονα να ρωτάει τη Μήδεια: “Τα παιδιά πού είναι;”, απλώς και μόνο για να αποφύγει να της απολογηθεί για την απιστία του. Της τρίβει συνεχώς στη μούρη την ευθύνη της μητρότητας -λες και αυτός δεν φέρει καμιά ευθύνη- και εκείνη την αναλαμβάνει σε τέτοιο βαθμό, που τα σκοτώνει. Αυτή η ανάληψη της ευθύνης από τη Μήδεια, που πρωταγωνιστεί και στο έργο του Ευριπίδη, έχει διατηρηθεί αξιοθαύμαστα, παρά τον σουρεαλισμό, και στον Μποστ.
Εγώ η ίδια, ως μαμά τριών παιδιών, σε μια κατά βάση πατριαρχική κοινωνία, αυτό που επιδιώκω είναι ο αγώνας που πρέπει να δώσω να μην επιβαρύνει τα παιδιά. Δεν θέλω να αγκομαχάω, γιατί τα παιδιά αυτό το καταλαβαίνουν. Θέλω να νιώθουν ότι βρίσκονται με τους γονείς τους πάνω σε μια βάρκα που απλώς πλέει, χωρίς θυσίες. Θέλω να νιώθω ελαφριά αυτή τη διαδικασία του μεγαλώματός τους. Η αυτοθυσία που υπήρχε στις παλιότερες γενιές μητέρων είναι ωραία ως ένστικτο, αλλά γίνεται δυσβάσταχτη για τα ίδια τα παιδιά. Οι γυναίκες παλιότερα, όντως θυσίαζαν την ίδια τους την ύπαρξη για την οικογένειά τους. Βέβαια, ας κρατάμε και μικρό καλάθι για τις σύγχρονες μαμάδες, δεν τα κάνουμε όλα σωστά. Για παράδειγμα, εμείς δεν θέλουμε να λείπουμε λεπτό από δίπλα τους. Οι δικές μας μαμάδες και οι γιαγιάδες μας είχαν αυτό του “να σε πλύνω, να σου βάλω να φας, να σε κοιμίσω”, αλλά παράλληλα άφηναν τα παιδιά ελεύθερα στις αλάνες να παίζουν ανεξάρτητα. Τώρα τρέχουμε από πίσω τους σε κάθε δραστηριότητα. Η ιστορία θα δείξει τι θα γίνει και με εμάς.
Το έργο του Μποστ θυμίζει ένα καρναβάλι, ένα πανηγύρι, μια παραζάλη. Έχει κάτι διονυσιακό. Σε όλο το κείμενο υπογραμμίζεται ότι η Μήδεια είμαι μια βάρβαρη, μια ξένη. Μια γυναίκα που έχει βρεθεί σε έναν τόπο που την έχουν θέσει στο περιθώριο. Την ίδια στιγμή, υπάρχει μια πρόθεση το έργο να μην είναι καθόλου επιβαρυμένο με νοήματα. Είναι σφιχτά αγκαλιασμένο με ένα πέπλο ελαφράδας. Αυτό το φίλτρο πιστεύω ότι χωράει παντού. Μας σώζει εμάς τους ανθρώπους από το να βαραίνουμε πολύ και από το να ζούμε ως μελλοθάνατοι, κάτι που στην πραγματικότητα είμαστε. Η θνητότητά μας είναι το μεγάλο μας αγκάθι. Η κωμωδία βασίζεται πάνω σε αυτό ακριβώς: στα ελαττώματά μας, στις αδυναμίες μας. Αυτά σατιρίζουμε πάντα. Βέβαια, υπάρχει και ένα όριο, μια γραμμή, που αν την περάσεις μπορεί να σε πληγώσει. Αλλά μέχρι να το υπερβείς αυτό το όριο, είναι καλό να φτάνεις κοντά του, να το ενοχλείς, να το προσεγγίζεις χωρίς να φοβάσαι. Γιατί εκεί, κοντά σε αυτή τη γραμμή, συμβαίνουν όλα τα ενδιαφέροντα. Εκεί πάντα αρχίζει το μεγάλο αστείο. Εμένα όλο αυτό με ενδιαφέρει. Αυτό το όριο. Να το πλησιάζω. Να το συναντώ. Να το περιτριγυρίζω και να το αναλύω σε σχέση με την τέχνη. Κάπως νιώθω ότι έχω μια ενστικτώδη γνώση πάνω σε αυτό. Βγαίνει από μέσα μου. Δεν είναι καν επιλογή για εμένα. Είναι τρομερά αυθόρμητο αυτό το παιχνίδι με το συγκεκριμένο όριο. Φυσικά, προσπαθώ να το καλλιεργώ παράλληλα. Έχω διαλέξει να ασχοληθώ με αυτό και όχι, για παράδειγμα, να προσεγγίσω το πένθος. Την ίδια επιλογή κάνω και στη ζωή. Όσο γίνεται, φυσικά. Προς τα εκεί κινούμαι. Μου αρέσει η ανοησία και ταυτόχρονα με συγκινεί. Δεν το έχω όλο αυτό στο μυαλό μου ως κάτι ελαφρύ που θα μας κάνει να γελάσουμε. Βρίσκω φοβερά συγκινητική την παραδοχή της βλακείας μας και της άγνοιάς μας για τα πράγματα και το γεγονός ότι δεν ξέρουμε τίποτα για τον εαυτό μας. Το θεωρώ συγκινητικό αυτό για την ανθρώπινη φύση. Έχει και ένα πολύ τρυφερό φως αυτή η συνειδητοποίηση. Αυτή η επίγνωση είναι απαραίτητη σε κάθε εποχή. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο στις ημέρες μας.
Το ποτάμι της ζωής είναι το ίδιο πάντα. Μπορεί αυτό το ποτάμι κάποιες φορές να είναι πιο ορμητικό, να περνάει μέσα από βουνά ή λιβάδια, αλλά πάντα οι άνθρωποι είμαστε εδώ και καλούμαστε να το ακολουθήσουμε πότε πάνω σε μια βάρκα, πότε αγκαλιά με έναν κορμό, πότε έρμαιο της ροής του και άλλοτε σχεδόν πνιγμένοι. Σήμερα, αυτό το ποτάμι της ζωής έχει τις επιπτώσεις μιας πανδημίας, έναν πόλεμο που μαίνεται στην Ευρώπη, ένα άλυτο προσφυγικό ζήτημα που συνεχίζει να αιμορραγεί και χιλιάδες άλλα προβλήματα. Αλλά κάθε εποχή, αν το σκεφτείτε, είναι από μόνη της μια καρδιά που πάλλεται και αιμορραγεί. Και πάντα οι άνθρωποι προσπαθούμε να κρατηθούμε πάνω στη βάρκα μας, να επιπλεύσουμε πάνω σε κορμούς, να αποφύγουμε καταρράκτες. Σε αυτό το ποτάμι της ζωής πάντα υπήρχε το θέατρο. Το θέατρο είναι το παραμύθι που μας έλεγε η μάνα μας. Θέατρο είναι και αυτό. Και πάντα θα υπάρχει και αυτή η ίδια ατέρμονη ανάγκη να μάθουμε ποιοι είμαστε, ακόμη και σήμερα που πλέον έχουμε κατανοήσει μέσω της επιστήμης πολλά πράγματα για το σύμπαν, το σώμα μας, την ψυχή μας. Αλλά θα παραμένουμε ανήσυχοι, γιατί πάνω από όλα πάντα θα αναζητάμε τα ίδια πράγματα: τη χαρά, την ευτυχία και, κυρίως, έναν άλλο άνθρωπο. Αυτό το καλοκαίρι κάνει περιοδεία και η Μήδεια του Ευριπίδη. Αν σε ένα σουρεαλιστικό σύμπαν συναντιούνταν οι δυο τους, τη “φευγάτη“ Μήδεια του Μποστ θα την έπιανε η πολυλογία της. Όμως θα την αλάφραινε κιόλας τη Μήδεια του Ευριπίδη. Άλλωστε, αυτός είναι ο σκοπός και η ευθύνη της».
Info: Η Μήδεια του Μποστ παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Θα ακολουθήσει μικρή περιοδεία στην Ελλάδα για να επιστρέψει από τον Σεπτέμβριο στην Αττική.
Φωτογράφος: Νικόλ Μπαρτσώκα/D-Tales
Styling: Χρήστος Αλεξανδρόπουλος, Βίβιαν Ρουβέλα
Μακιγιάζ-Μαλλιά: Σόνια Σιμιτζή/D-Tales