Στην Ελλάδα, μάθαμε τον Georgi Gospodinov από το υπέροχο Περί Φυσικής της Μελαγχολίας που μας είχε κερδίσει για την πολυμορφική, δαιδαλώδη αφήγησή του, τον τρόπο που ο μύθος, η ιστορία και η πραγματικότητα χάνονται στους λαβύρινθους της γραφής του, αλλά και για τη γλαφυρή μελαγχολία της μετα-κομμουνιστικής Βουλγαρίας, των κατοίκων των Βαλκανίων και, εντέλει, όλων μας. Για να τα καταφέρει, έβαλε στο κέντρο της ιστορία του, τον μύθο του Μινώταυρου δίνοντάς μας μια νέα εκδοχή του, αλλά και μια ευκαιρία να κοιτάξουμε καλύτερα του λαβύρινθους στους οποίους πέφτουμε, τις μάσκες που φοράμε, τις ιστορίες που ακούμε, αλλά και να βλέπουμε πέρα από τα παραμύθια και να αναζητάμε μια άλλη αλήθεια που, όσο και να μας θλίψει και να μας μελαγχολήσει, θα μας δώσει λίγους χτύπους παραπάνω.
Το Φυσικό Μυθιστόρημα προηγείται χρονικά του Περί Φυσικής της Μελαγχολίας, αλλά διαθέτει όλα εκείνα τα ψήγματα και τις ικανότητες του συγγραφέα να σπάει την αφήγηση σε χίλια κομμάτια αφήνοντάς μας γοητευτικά παραζαλισμένους να ψάχνουμε για αρχές, να επινοούμε εκδοχές και να υπογραμμίζουμε μικρά… φυσικά σπαράγματα.
Το Φυσικό Μυθιστόρημα ξεκινάει από το τέλος μιας σχέσης. Το τέλος καθορίζει τα πάντα στη ζωή μας;
Στην πραγματικότητα είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο αρχές που ξεκινά από το τέλος. Οι ιστορίες μας για το τέλος είναι πάντα ιστορίες με ξεκάθαρα ξεκινήματα. Αυτό είναι ένα από τα κύρια σημεία του μυθιστορήματος. Και μια από τις εμμονές του αφηγητή: θα μπορούσαμε να ζούμε μόνο στις αρχές των σχέσεών μας; αναρωτιέται. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καταγράφει τις πρώτες γραμμές με τις οποίες ξεκινούν κλασικά μυθιστορήματα. Παράλληλα, προσπαθεί να ξεκινήσει ξανά και ξανά την ιστορία της αποτυχίας του. Και ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλα καθορίζονται από το τέλος.
Πόσο έχει αλλάξει η ζωή στη Βουλγαρία από τότε που είχατε γράψει το Φυσικό Μυθιστόρημα;
Πολύ και την ίδια στιγμή καθόλου. Το Φυσικό Μυθιστόρημα δίνει την εικόνα της πρώτης δεκαετίας μετά το 1989, τα πολύ ζωντανά και σημαντικά χρόνια της δεκαετίας του 1990. Ήταν τόσο τρομερό όσο και καταπληκτικό. Όλοι μας ήμασταν τότε νέοι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για τελευταία φορά ίσως. Ήταν χρόνια γεμάτα ελπίδα αλλά και δυστυχία, και αυτά τα δυο υπάρχουν στο βιβλίο με κάποιο τρόπο. Τι άλλαξε μετά από αυτό; Η ελπίδα έχει εξαφανιστεί. Ζούμε ίσως καλύτερα τώρα, αλλά χωρίς ελπίδα και καθαρό ορίζοντα για το μέλλον. Πιστεύω, όμως ότι δεν είναι μόνο ένα βουλγαρικό πρόβλημα.
Τι παραμένει ακόμα συναρπαστικό στα Βαλκάνια;
Το συναρπαστικό είναι ότι τα Βαλκάνια είναι ακόμα γεμάτα ιστορίες. Από την άλλη πλευρά, σχεδόν όλες οι χώρες των Βαλκανίων είναι απομακρυσμένες. Σαν μια οικογένεια που έχει χωρίσει και δεν ενδιαφέρεται πολύ ο ένας για τον άλλο. Για παράδειγμα, εμείς οι Βούλγαροι γνωρίζουμε ελάχιστα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Παρά το γεγονός ότι τόσοι πολλοί Βούλγαροι έρχονται στην Ελλάδα το καλοκαίρι. Το ίδιο ισχύει και με τη γνώση της βουλγαρικής λογοτεχνίας, ας πούμε, από τη δική σας πλευρά.
Ποια είναι τα μεγαλύτερα κλισέ για την ανατολική Ευρώπη;
Νομίζω ότι αυτά τα κλισέ δεν λειτουργούν πια, αλλά οι άνθρωποι τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση συνεχίζουν να τα χρησιμοποιούν. Κάτι που εγώ το μεταφράζω ως έλλειψη περιέργειας και… νέα κλισέ. Πριν από πολλά χρόνια είχα παραβρεθεί σε ένα event στο Βερολίνο και θυμάμαι έναν Γερμανό αναγνώστη που δήλωσε ότι περίμενε να διαβάσει στο μυθιστόρημά μου περισσότερα για την καταπολέμηση των Τούρκων, αιματοβαμμένες ιστορίες γεμάτες εκδίκηση κ.λπ. Νομίζω ότι ήταν απογοητευμένος και περίμενε από εμένα να εμφανιστώ με πίπα και εθνική φορεσιά. Απάντησα ότι ακόμη και στη Βουλγαρία οι άνθρωποι εξακολουθούν να παίρνουν διαζύγιο ή να αναρωτιούνται τι να κάνουν με τη ζωή τους όπως, ας πούμε, οι Γερμανοί και μερικές φορές ακόμη πεθαίνουν και από φυσικές αιτίες και όχι ο ένας από το μαχαίρι του άλλου.
Η Ευρώπη αυτές τις ημέρες διανύει τις πιο σκοτεινές της περιόδους;
Όταν ξεκίνησα το μυθιστόρημα Περί Φυσικής της Μελαγχολίας, νόμιζα ότι η Βουλγαρία διένυε την πιο σκοτεινή και θλιβερή της περίοδο. Μετά συνειδητοποίησα ότι η θλίψη έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Και τώρα αντιλαμβάνομαι ότι τελικά δεν υπάρχουν ασφαλείς χώρες. Όταν έρθει το σκοτάδι, έρχεται παντού. Ο John Dunn είχε δίκιο τον 17ο αιώνα όταν είπε «κανείς δεν είναι νησί», και καμία ήπειρος δεν είναι νησί. Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε χαρούμενοι (προσωπικά ή τοπικά) σε έναν δυστυχισμένο κόσμο. Αλλά αυτό είναι το θέμα του επόμενου μυθιστορήματός μου που τελειώνω τώρα.
Θα θέλατε το βιβλίο σας να παρηγορήσει κάποιον που βγαίνει από μια σχέση;
Ναι, το ελπίζω. Με την πάροδο του χρόνου, έλαβα επιστολές από αναγνώστες που είχαν αυτή την εμπειρία και ήθελαν να τη μοιραστούν. Ένα από τα πιο αστεία γράμματα έλεγε: «Προσέξτε τι γράφετε γιατί συμβαίνει σε μένα».
Θέλετε τα βιβλία σας να προσφέρουν παρηγοριά και ανακούφιση;
Ναι, πιστεύω ότι αυτή είναι μια από τις μικρές υπερδυνάμεις της λογοτεχνίας, ότι οι ιστορίες μας μπορούν να παρηγορούν ακόμη κι αν είναι ιστορίες αποτυχιών. Υπάρχουν συγγραφείς που θέλουν απεγνωσμένα να τρομάξουν. Εγώ θέλω οι ιστορίες μου να δίνουν παρηγοριά και νόημα. Από τα καλύτερα μηνύματα που μου έχουν στείλει είναι ενός αναγνώστη που διάβασε ένα βιβλίο μου μέσα στο νοσοκομείο. Μου έγραψε: «Αφού διάβασα το μυθιστόρημα ένιωσα ότι θέλω να ζήσω».
Δεν μπορώ να συγκρατηθώ και να μη να σας ρωτήσω για το βιβλίο Περί Φυσικής της Μελαγχολίας. Η ιστορία είναι γεμάτη αδικίες; Μήπως δεν έχουμε σκεφτεί ποτέ τι πραγματικά συνέβη με την εγκατάλειψη του Μινώταυρου ή της Καλυψούς, για παράδειγμα;
Για εμένα ήταν σημαντικό να δώσω φωνή και κάποια καθυστερημένη δικαιοσύνη στον Μινώταυρο. Ήξερα από παιδί ότι δεν ήταν το θηρίο που μας λέει ο μύθος. Ο Μινώταυρος ήταν στην πραγματικότητα ένα εγκαταλελειμμένο παιδί στο κελάρι του Μίνωα. Αν είχατε επιδείξει κάποια ενσυναίσθηση στον Μινώταυρο, θα το είχατε καταλάβετε. Και για εμένα προσωπικά ήταν επίσης μια παρόμοια, παράλληλη ιστορία με τη δική μου παιδική ηλικία στη δεκαετία του ’70. Έχω υπάρξει ο Μινώταυρος. Εγώ και τα παιδιά της γενιάς μου ήμασταν Μινώταυροι όταν οι γονείς μας μας άφηναν πίσω για να πάνε να δουλέψουν στις πόλεις ή σε μέρη μακρινά. Είναι ένας πολύ προσωπικός μύθος αυτός του Μινώταυρου. Πολύ συχνά. Ο μύθος αυτός θεωρώ ότι είναι το σωστό παράδειγμα για το πώς αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί και περιθωριοποιημένοι. Τους παρουσιάζουμε ως τέρατα. Είναι ένας τρόπος για να μην αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Και αυτό συμβαίνει και τώρα.
Η θλίψη παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στο Φυσικό Μυθιστόρημα. Τι σκέφτεστε γι’ αυτό το συναίσθημα;
Η θλίψη είναι βασικό συστατικό για την ανθρώπινη ύπαρξη. Νομίζω ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Η θλίψη υπάρχει και πρέπει να μάθουμε πώς να ζούμε με αυτή και να βρούμε έναν τρόπο να την εξημερώσουμε.
Νιώθω ότι θέλετε ο αναγνώστης σας να συναισθανθεί τους ήρωές σας. Είναι η ενσυναίσθηση ένα από τα μεγαλύτερα όπλα της ανθρώπινης ψυχής;
Χωρίς ενσυναίσθηση ούτε ανάγνωση μπορεί να υπάρξει, ούτε δυνατότητα πραγματικής διαβίωσης. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό. Πρέπει να μπαίνουμε στη θέση του άλλου Και πιστεύω ότι οι ιστορίες και τα βιβλία μπορούν να μας εκπαιδεύσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Μεταξύ άλλων, το Φυσικό Μυθιστόρημα μιλά για τη διαδικασία της γραφής. Ο αφηγητής σε αυτό το βιβλίο λέει χαρακτηριστικά ότι η μύγα στο κεφάλι του πρέπει να βγει. Είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο βλέπετε τη διαδικασία γραφής;
Ναι, είναι ένας καλός ορισμός – οι ιστορίες είναι μύγες στο μυαλό μας που πρέπει να απελευθερωθούν. Το Φυσικό Μυθιστόρημα είναι στην πραγματικότητα ένα μυθιστόρημα για το ίδιο το γράψιμο ή -ακριβέστερα- για το πώς είναι δυνατόν ή αδύνατο να πούμε τις προσωπικές μας ιστορίες, ειδικά όταν πρόκειται για ιστορίες αποτυχίας.
Θα μπορούσατε να μας πείτε ποιους συγγραφείς θαυμάζετε και έχουν επηρεάσει τη γραφή σας;
Είναι πολλοί, αλλά η σύντομη εκδοχή αυτής της απάντησης θα ήταν Borges, Brodsky, Salinger, αλλά και μερικοί Βούλγαροι συγγραφείς όπως οι Zahari Stoyanov, Radichkov, Dalchev. Επίσης δεν μπορώ να παραλείψω τον Marquez και τη γιαγιά μου που έλεγε τις ιστορίες ακριβώς σαν αυτόν χωρίς να τον ξέρει καν.
Τι είναι φυσικό για εσάς σήμερα;
Για να παραμένεις στη χαμένη πλευρά, να αισθάνεσαι τη θλίψη και να έχεις ενσυναίσθηση, να παρηγορείς, να μη βλάπτεις τους ανθρώπους, τα ζώα και τη φύση. Δεν είναι τόσο προφανές να διατηρούμε την ανθρώπινη φύση μας.
Αισθάνεστε ότι η γραφή σας ανήκει σε κάποιο ρεύμα; Συσχετίζεστε με άλλους Βούλγαρους συγγραφείς;
Ποτέ δεν ένιωσα τον εαυτό μου ως μέρος ενός κινήματος. Οι συγγραφείς είναι μοναχικά ζώα αλλά και σε επαφή με άλλα μοναχικά ζώα. Τα ονόματα των Βουλγάρων συγγραφέων που ανέφερα παραπάνω είναι οι άνθρωποι που θέλω να έχω πάντα στο μυαλό μου και να τους ακολουθώ.
Τι κάνει έναν συγγραφέα να συνεχίζει να γράφει;
Η επιθυμία να σώσουμε τα πράγματα με λόγια. Ο φόβος ότι όλα εξαφανίζονται εύκολα και θέλουμε να κρατάμε τουλάχιστον μερικά απομεινάρια για τον μελλοντικό αναγνώστη, κυρίως για τα παιδιά μας. Νομίζω ότι οι φόβοι και οι μνήμες μας είναι η κύρια πηγή της γραφής μας.
Θυμάστε πώς ξεκινήσετε να γράφετε; Τι σας ώθησε; Πώς βρήκατε τελικά την έξοδο από τον λαβύρινθο της δικής σας γραφής;
Ναι, ξεκίνησα με έναν εφιάλτη που είχα όταν ήμουν 6 ή 7 ετών. Και επειδή επαναλαμβανόταν κάθε νύχτα, ήθελα να το πω στη γιαγιά μου, αλλά εκείνη με σταμάτησε. Έχουμε αυτή τη δεισιδαιμονία ότι δεν πρέπει ποτέ να λέμε τους εφιάλτες μας επειδή θα γίνουν πραγματικότητα. Έτσι, λοιπόν, είχα αυτή την ιδέα να γράψω κρυφά τον εφιάλτη μου. Και λειτούργησε, δεν τον ξανάδα από τότε. Αλλά δεν τον έχω ξεχάσει ποτέ.
Είναι η αφήγηση το πιο γοητευτικό παιχνίδι;
Για μένα ναι. Αλλά ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι ένα παιχνίδι που μπορεί να σου κοστίσει μια ολόκληρη ζωή.
Πώς πρέπει να λέμε τις ιστορίες μας; Πρέπει να έχουμε κατά νου το τέλος τους;
Πρέπει να έχουμε κατά νου το τέλος και να προσπαθήσουμε να το αποφύγουμε. Οι ιστορίες ξεκινούν όταν προσπαθούμε να αναβάλουμε το τέλος, ακόμη και όταν γνωρίζουμε ότι είναι ακριβώς δίπλα.