«Στη σειρά Σχεδόν Ενήλικες, που θα κάνει πρεμιέρα στις πρώτες ημέρες του 2021 στο Mega, είμαι ο Αλέξης. Ο Αλέξης είναι ένας μουσικός του δρόμου ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει ό,τι και όλοι οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα του 2020. Παίζει μουσική έξω, προσπαθώντας να κερδίσει τα προς τον ζην. Είναι ένας ονειροπόλος, αυθόρμητος χαρακτήρας που πιστεύει ιδεολογικά αυτό που κάνει και το υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια. Δεν θέλει να παίξει σε μεγάλες σκηνές, προτιμά την εγγύτητα και την αλητεία του δρόμου. Ταυτόχρονα ζει με τους φίλους του. Μια παρέα που έχουν μεγαλώσει όλοι μαζί και συνεχίζουν να μεγαλώνουν. Βιώνουν μια δεύτερη εφηβεία. Τον βρίσκουμε τη στιγμή που, αν και ερωτιάρης, η πίστη του στον έρωτα έχει κλονιστεί. Έχει μόλις χωρίσει από την πιο μακροχρόνια σχέση του. Και κάπως έτσι, παλεύει να επιβιώσει πρακτικά και συναισθηματικά στην Αθήνα. Γιατί, εκτός της υγειονομικής ή άλλης κρίσης, οι άνθρωποι περνούν και άλλα. Δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε αυτά. Άλλωστε, η κρίση που βιώνουμε αυτή τη στιγμή είναι κυρίως υπαρξιακή. Δεν είναι μόνο οικονομική, υγειονομική ή πολιτική. Πλέον όλα αυτά τα γεγονότα έχουν φτάσει να μας δημιουργήσουν μια βαθιά υπαρξιακή κρίση. Έχουμε χάσει την μπάλα. Έχει ταρακουνηθεί όλο το αξιακό μας σύστημα. Δεν ανησυχούμε μόνο για τις δουλειές μας. Ολόκληρη η ύπαρξή μας αμφισβητείται και βρίσκεται σε κίνδυνο. Έχουν ταρακουνηθεί τα πάντα μέσα μας. Αυτό που περιγράφω είναι σκοτεινό. Ωστόσο, είμαι από αυτούς που κοιτάνε το φως που δεν σβήνει ποτέ, κάπου στο τέρμα του τούνελ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να ξέρω ότι αυτό υπάρχει, κάπου εκεί. Είναι απαραίτητο. Αυτό το φως είναι τα όνειρά μου. Όπως και ο Αλέξης, ονειρεύομαι διαρκώς: ένα τραγούδι, μια συναυλία, μια παράσταση ή κάτι που να αφορά την προσωπική μου ζωή. Το όνειρο είναι το φως μου. Έτσι είναι και ο Αλέξης. Επιπλέον, είναι βαθιά ρομαντικός. Αλλά δεν ξέρω πώς -και αν- επιβιώνουν σήμερα τέτοιοι τύποι. Είναι πολύ δύσκολη εποχή για εκείνους. Το σενάριο της Μυρτώς Κοντοβά είναι κουμπωμένο πάνω στο σήμερα της Αθήνας, στην αλήθεια και το παρόν του 2020 έτσι ακριβώς όπως το ζούμε, χωρίς να ωραιοποιείται ή να υπερδραματοποιείται κάτι. Υπάρχει μια γλώσσα κοφτερή που ίσως δεν έχουμε ξανακούσει στην τηλεόραση. Μια τηλεόραση που δεν έχει ανάγκη από παραμύθια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ήρωες της σειράς δεν τα έχουν ανάγκη για να επιβιώσουν. Και ως θεατής το θέλω ένα τέτοιο πρόγραμμα. Γιατί βρίσκω θάρρος σε ένα σίριαλ που μιλάει για το τώρα, γι’ αυτό ακριβώς που ζούμε. Πρέπει να το αντιμετωπίζουμε το τώρα και στη ζωή μας. Αν δεν το αντιμετωπίσουμε δεν θα μπορέσουμε να το ορίσουμε, να το καταλάβουμε και να σβήσουμε όλο αυτό που καίει τον κόσμο εκεί έξω. Πρέπει να συνδεθούμε με την πραγματικότητα.
Ζούμε μια κοσμοϊστορική στιγμή που, ακριβώς επειδή είναι τόσο ζοφερή, δεν μπορούμε να τη διαχειριστούμε. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε αυτό που συμβαίνει. Γιατί; Επειδή μας νικάει ο φόβος. Κι αυτό δεν είναι παράλογο. Οι άνθρωποι φοβόμαστε. Συγκεκριμένα με έχει τρομάξει το πόσο εύκολα ανατρέπονται πια όλα στη ζωή μας. Και στον κλάδο μου έχουν αλλάξει τα πάντα και δεν ξέρουμε πότε θα επανέλθουμε σε μια, έστω νέα, κανονικότητα. Εμείς οι καλλιτέχνες ήμασταν οι πρώτοι που ενοχοποιηθήκαμε για πιθανές εστίες μετάδοσης, όταν ήμασταν οι πρώτοι που πήραμε και τηρήσαμε τα μέτρα χωρίς αντιρρήσεις. Πρέπει να θυμόσαστε όλοι, επίσης, ότι ο κλάδος μου δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί. Χιλιάδες άλλοι άνθρωποι δεν μπορούν να εργαστούν αν δεν δουλέψουμε πρώτα εμείς. Ανήκουμε στη γενιά που αντιμετώπισε και την οικονομική κρίση. Είμαστε μια καταραμένη γενιά. Η γενιά των γονιών μας είχε καταραμένους ποιητές, εμείς είμαστε καταραμένοι πολίτες. Ξέρω ότι έχουν υπάρξει στο παρελθόν πόλεμοι και άλλες καταστροφές, αλλά και εμείς μεγαλώσαμε και μεγαλώνουμε ακόμα χωρίς να μπορούμε πάρουμε ανάσα. Από εκεί που άρχισε να αλλάζει όλο αυτό, ξανά πάλι τα ίδια και χειρότερα. Ωστόσο σε αυτή τη δύσκολη χρονική συγκυρία που μας ενώνει, το καλό που βλέπω είναι ότι μεταξύ μας έχει δημιουργηθεί μια αλληλεγγύη. Πιστεύω πως όταν θα έρθουμε στην ηλικία να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις, αυτές θα έχουν εμποτιστεί με την αξία της αλληλεγγύης και τότε ίσως προκύψουν κάποια θαύματα. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό, έχουμε μεγαλώσει και έχουμε ωριμάσει χωρίς να υπάρχει τίποτα δεδομένο. Δεν μπορούμε καν να εκφραστούμε πολιτικά. Έχουμε έρθει σε πολιτικό τέλμα. Αφουγκράζομαι ότι δεν υπάρχει καμιά πολιτική δύναμη που να μπορεί να μας εκφράσει. Δεν είμαστε πολωμένοι πολιτικά, αλλά υπαρξιακά και κάπως έτσι νομίζω ότι, εκτός από καταραμένη, είμαστε και η γενιά που έχει χάσει –πολιτικά- την ελπίδα της. Ο καθένας μόνος του ψάχνει να βρει πώς θα γίνει καλύτερος και πώς θα ορίσει όσο μπορεί τη ζωή του. Αν υπήρχε ένα σύνθημα που θα ταίριαζε και στην περίσταση αλλά και στον ήρωά μου τον Αλέξη, αυτό θα ήταν ένας στίχος του Σιδηρόπουλου: “Αντε και καλή τύχη, μάγκες”».