Τα φαντάσματα δεν αποχαιρετιούνται. Τα happy end των θρίλερ ότι μας εγκαταλείπουν είναι παραμύθια. Τα φαντάσματα των σωμάτων, των ψυχών, των όσων χάνουμε, όσων μας χάνουν, όσων δεν έχουμε βρει ποτέ, δεν λένε ποτέ αντίο. Δεν ξέρουν να μας αποχωρίζονται. Υπάρχουν και μας εξουσιάζουν. Όπως τα κτήματα τούς αγρότες. Δουλεύουμε για αυτά, τα οργώνουμε, τα σπέρνουμε, κόβουμε τους καρπούς τους και προσπαθούμε να τα πουλήσουμε στην καλύτερη τιμή για να αποκτήσουμε κάτι άλλο ή για τα ξανακαλλιεργήσουμε οι δύστυχοι. Τα φαντάσματα υπάρχουν και τους ανήκουμε. Όπως ανήκουμε και στα σπίτια μας, στα ρούχα μας, στα σερβίτσια, στα κινητά μας. Όπως και στα κρεβάτια μας. Μας κοιμίζουν δεν τα κοιμίζουμε. Στα φαντάσματα ανήκουμε. Τα φαντάσματα μάς νικούν. Τη μάχη μαζί τους την έχουμε χάσει ήδη. Η ύπαρξη τους είναι η απόδειξη αυτού. Τα φαντάσματα είναι εραστές μας που δεν ξέρουν πως να μας χωρίσουν. Τους λείπει η εφαρμογή του αποχαιρετισμού και η τέχνη του αντίο. Τα απωθεί -αν είμαστε τυχεροί- το πένθος. Το πένθος είναι ο κρυπτονίτης, το σκόρδο τους. Το πένθος μας τους θυμίζει τη δημιουργία τους. Αυτή η μνήμη είναι τα γενέθλια τους. Κάποια τέτοια γενέθλια γιορτάζει η Ιταλίδα συγγραφέας Nadia Terranova με το βιβλίο της Αντίο, Φαντάσματα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και τα γιορτάζει με φανταστικό πόνο από μια ταράτσα της Μεσίνα στη Σικελία μέσα από τα φαντάσματα της Ίντα, της ηρωίδα της. Μιλήσαμε μαζί της για το τέλειο αντίο, τις θάλασσες της Σικελίας και το βάρος των γυναικών από την πατριαρχία.
Τα φαντάσματα είναι σαν τους εραστές μας που δεν ξέρουν πώς να μας χωρίσουν και να μας εγκαταλείψουν;
Ναι, τα φαντάσματα είναι σαν τους εραστές μας. Είναι ωραία αυτή η παρομοίωσή και το λέω αυτό επειδή πάντα υπάρχει μια δόση έρωτα απέναντι σε αυτό που μας βασανίζει, που μας τυραννά.
Οι άνθρωποι ξέρουμε να λέμε αντίο;
Κανείς δεν ξέρει πραγματικά να λέει αντίο, όλοι το προσπαθούμε και η μαθητεία αυτή διαρκεί μια ολόκληρη ζωή. Το να μάθουμε να λέμε αντίο είναι κάτι στο οποίο εμβαθύνουμε όλη μας τη ζωή.
Ποιο είναι το τέλειο αντίο για εσάς; Το πιο δίκαιο; Αν υπάρχει.
Το τέλειο αντίο είναι αυτό που δεν κόβει από την πραγματικότητα τα πάντα, παρά μόνο αυτό που μας έκανε να υποφέρουμε, και κρατά τα καλά του φαντάσματός μας.
Υπάρχει μια διάθεση στο βιβλίο σας να εξερευνήσετε τη σκοτεινή πλευρά της μητρότητας. Πιστεύετε ότι υπάρχει μια διάθεση να αποσυνδέσουμε τη μητρότητα από οτιδήποτε αρνητικό; Πιστεύετε ότι αυτό καταπιέζει τις γυναίκες που αποφασίζουν να γίνουν μητέρες;
Η Έλσα Μοράντε έχει γράψει ότι από τις γυναίκες μπορείς να σωθείς, αλλά όχι από τη μητέρα σου. Νομίζω ότι από τη μία πλευρά έχουμε την τάση να αρνούμαστε το αντιμαχόμενο στοιχείο που υπάρχει έμφυτο στη μητρότητα, και από την άλλη το πατριαρχικό σύστημα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα μητέρας-κόρης, επειδή αυτό βολεύει την πατριαρχία. Πρέπει να φύγουμε από αυτή τη διχοτόμηση και να δεχτούμε ότι πρόκειται για μια περίπλοκη σχέση, καμωμένη από αγάπη αλλά και συγκρούσεις.
Επίσης, υπάρχει και μια σύγχρονη childfree οπτική στο βιβλίο σας που όλο και πιο συχνά οι γυναίκες εκφράζουν και έρχονται σε επαφή. Είμαστε πιο έτοιμες πια να διαχωρίσουμε τη γυναικεία μας φύση από την «υποχρέωση» και την «ολοκλήρωση» της μητρότητας;
Σχετικά με την επιλογή της Ίντα να μην κάνει παιδιά, χαίρομαι πολύ που παρατηρήσατε αυτό το στοιχείο, καθώς για μένα ήταν σημαντικό το να επιλέξει η ηρωίδα μου αν θα κάνει ή δεν θα κάνει παιδιά ανεξάρτητα από τους κοινωνικούς εξαναγκασμούς, αλλά σύμφωνα με το αν αποτελεί ή δεν αποτελεί μέρος της στρατηγικής της ζωής της και ενδεχομένως της στρατηγικής της ευτυχίας της.
Οι πόλεις ή τα χωριά που γεννηθήκαμε και τα παιδικά μας δωμάτια τι άλλο είναι εκτός από τις μνήμες μας; Η καταγωγή μετά το φύλο και την τάξη μας πόσο μας καθορίζει;
Οι ρίζες μας δεν είναι κάτι στάσιμο. Τις κουβαλάμε μέσα μας και τις μεταπλάθουμε όλη μας τη ζωή. Πάντα φέρνουν κάτι άλλο και αλλάζουν κι εκείνες μαζί μας.
Εσάς πώς σας έχει καθορίσει η Μεσσίνη, οι θάλασσες της Σικελίας;
Συνειδητοποίησα ότι η Μεσσίνη και το Στενό έγιναν οι ρίζες μου όταν έγιναν ο κατ’ εξοχήν λογοτεχνικός μου τόπος. Όχι νωρίτερα. Το γεγονός και μόνο ότι γεννήθηκα εκεί δεν ήταν σημαντικό, όμως το να γράφω γι’ αυτά συνέβαλε στο να νιώσω απίστευτα κοντά σ’ αυτόν τον τόπο, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είχα φανταστεί.
Η Ιταλία τι σχέση έχει σήμερα με τα φαντάσματα του Covid-19; Ποια φαντάσματα άφησε σε εσάς η πανδημία; Τι θετικό σάς έφερε;
Σε ό,τι αφορά την πανδημία, είναι πράγματι μια τρομερή στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά το θετικό για έναν συγγραφέα είναι πως η κατάσταση ενός lockdown είναι κάτι φυσιολογικό. Οι συγγραφείς έχουν ανάγκη να μένουν κλεισμένοι στον κόσμο τους και να γράφουν, οπότε υποφέραμε λιγότερο καθώς είχαμε την ευκαιρία να γράψουμε. Κι εγώ έγραψα πολύ.
Την ηρωίδα σας την πονά περισσότερο το τραύμα της εγκατάλειψης ή της εξαφάνισης; Στο τέλος τι από τα δύο αποδέχεται;
Αυτό που πραγματικά πονά την πρωταγωνίστριά μου είναι η αβεβαιότητα της εξαφάνισης. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε ακόμα και να ξεπεράσει την εγκατάλειψη αν είχε πεθάνει ο πατέρας της ή αν μάθαινε ότι ζούσε κάπου αλλού, όμως το να μην ξέρει αν είναι ζωντανός ή νεκρός, το να μην ξέρει τι βαρύτητα να δώσει σ’ αυτό το σώμα, αυτό τη διαλύει. Θα χρειαστεί να φτάσει στο τέλος του μυθιστορήματος για να βρει μια λύση.
Διαβάζοντας το βιβλίο σκέφτηκα ότι το πένθος είναι για τα φαντάσματα ο κρυπτονίτης τους, το σκόρδο τους. Όσο δεν πενθούμε τόσο παραμένουν, τόσο μας βασανίζουν. Συμφωνείτε;
Συμφωνώ απολύτως. Αν δώσουμε ένα χρονικό διάστημα στον εαυτό μας να θρηνήσει, τότε ο χρόνος αυτός γεμίζει από φαντάσματα που παραμένουν στη γη για λίγο ακόμα. Αν πάλι βιαζόμαστε να επιστρέψουμε στην κανονικότητά μας, τα φαντάσματα αυτά θα μείνουν για καιρό μαζί μας και θα μας βασανίζουν, διότι θα νιώθουν πως δεν κάναμε τίποτα για να τους πούμε αντίο.
Στην ιστορία της Ίντα και της μητέρας της, αν κάνουμε μια προσεκτική ανάγνωση, βρίσκουμε -εκεί κάτω από τις παρομοιώσεις και τα θραύσματα-, τα τραύματα που επιφορτίζονται οι γυναίκες από το βάρος της πατριαρχικής κουλτούρας που τις διατρέχει. Ήταν κάτι που θέλατε να καταδείξετε;
Ναι, συμφωνώ με την παρατήρησή σας. Και οι δύο νιώθουν το βάρος του πατριαρχικού βλέμματος επάνω τους, νιώθουν το βάρος της γνώμης των άλλων: αντρών και γυναικών που κρίνουν μια ακρωτηριασμένη οικογένεια, μια οικογένεια χωρίς έναν άντρα.
Είστε σε θέση να μας πείτε τι θα έρθει μετά το «Αντίο, φαντάσματα»;
Αυτή την περίοδο γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Θα παραμείνω στο Στενό της Μεσσίνης, στις δυο μου θάλασσες, αλλά αυτή τη φορά είναι ένα μυθιστόρημα με ιστορική χροιά.
Και τι θα λέγατε σε ένα κορίτσι σήμερα που παλεύει με τα φαντάσματά του; Τι πιστεύετε ότι θα μπορούσε να το παρηγορήσει;
Ένα κορίτσι που θέλει να φύγει από τα φαντάσματά του θα το συμβούλευα καταρχάς να έχει δύναμη και υπομονή να τα διατρέξει όλα.
*Ευχαριστούμε πολύ την μεταφράστρια του βιβλίου Δήμητρα Δότση, που μας βοήθησε στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
Το βιβλίο Αντίο, Φαντάσματα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.