Tι χρειάζεται να ξέρουμε για το κορίτσι με το διπλό επώνυμο που έγινε ηθοποιός, έζησε στο Λονδίνο και σήμερα συμμετέχει σε ένα δημοφιλές σίριαλ; Η διπλή
καταγωγή τι σας χάρισε; Είναι προνόμιο οι δύο πατρίδες, οι δύο πολιτισμοί;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά, έχοντας διπλή υπηκοότητα, ελληνική και πολωνική. Έζησα σε ένα σπίτι όπου υπήρχαν δύο πολιτισμοί και όλα μου τα ερεθίσματα έρχονταν, ταυτόχρονα,
και από τις δύο πλευρές, με ό,τι θετικό και αρνητικό μπορεί να έχει αυτό. Μιλάμε για δύο πολιτισμούς με διαφορετικούς κώδικες. Αργότερα, έζησα στο Λονδίνο, ουσιαστικά σ’ έναν τρίτο πολιτισμό, κάτι όμως που δεν με δυσκόλεψε γιατί υπήρχαν ήδη η προετοιμασία και η προσαρμογή, δηλαδή είχα μάθει να λειτουργώ μέσα στον δικό μου μικρόκοσμο που συνδύαζε, παράλληλα, διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικούς τρόπους ζωής, διαφορετικές συνήθειες, παραδόσεις και κουλτούρες. Αυτή η συνθήκη μού έδωσε ένα πιο ανοιχτό μυαλό, μια πιο σφαιρική οπτική, αλλά και μια άλλη ανοχή και διαλλακτικότητα απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους. Όλο αυτό ήταν ευλογία, το αγάπησα και το κουβαλάω μέσα μου, με έμαθε να δέχομαι τους γύρω μου. Ωστόσο, τη διαλλακτικότητα και την ανοχή τις αναζητάω κι εγώ στους άλλους.
Η Άννα είναι η αδερφή μιας δολοφονημένης γυναίκας. Και μπορεί όλο το σενάριο να έχει διάφορα μέτωπα ανοιχτά, αλλά η ιστορία ξεκινά με μια γυναικοκτονία. Σας
φόρτισε καθόλου αυτό;
Στην πρώτη ανάγνωση του ρόλου, προσπάθησα να εστιάσω στο τι είναι αυτό που συμβαίνει στην ίδια την ηρωίδα. Άλλωστε αυτό είναι το πρώτο πράγμα που προσπαθεί να διαχειριστεί η Άννα, τη σκληρή απώλεια της αδερφής της. Μετά, εστίασα στη γυναικοκτονία, ακριβώς όπως έκανε και η Άννα ως δικηγόρος. Το κεφάλαιο της γυναικοκτονίας είναι πολύ μεγάλο, σαφώς και προκαλεί πολλά και δυσάρεστα συναισθήματα και σ’ εμένα και σε όλους. Η μυθοπλασία και ο ηθοποιός δεν κουνάνε το δάχτυλο, μπορούν όμως να δώσουν ερεθίσματα και τροφή για σκέψη. Θα ήθελα, πάντως, να επισημάνω ότι είναι πολύ σημαντικό μέσα από μια σειρά όπως είναι οι Παγιδευμένοι, στην οποία όλοι οι πρωταγωνιστές είναι δικηγόροι και νομικοί, να ακούγεται ο όρος «γυναικοκτονία», ένας όρος που δεν είναι ακόμα επίσημος και αποδεκτός από όλη την κοινωνία. Θα ακούσετε την Άννα να τον χρησιμοποιεί επίσημα, πάρα πολλές φορές, είναι υπέρμαχος αυτού του όρου, και είμαι σίγουρη ότι θα ήταν και πριν από την απώλεια της Μυρτούς. Γνωρίζουμε όλοι ότι έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση γύρω από τη συγκεκριμένη λέξη. Κάποιοι θεωρούν ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται γιατί υποβιβάζει τη γυναίκα και δεν την αντιμετωπίζει ως άνθρωπο. Υπάρχουν, όμως, πολλές περιπτώσεις που δεν μπορούμε να μιλάμε για ανθρωποκτονία, γιατί ο θύτης σκοτώνει μια γυναίκα επειδή είναι γυναίκα και επομένως τη θεωρεί κτήμα του και κάτω από την εξουσία του. Πέρα, λοιπόν, από τη σημασία που έχει το γεγονός ότι ένα δημοφιλές σίριαλ αγγίζει ένα τέτοιο θέμα, θεωρώ επίσης σημαντικό ότι παράλληλα φωτίζει την αλήθεια και το συναίσθημα του περιβάλλοντος και του θύματος και του θύτη. Δηλαδή, βλέπεις τον θρήνο της οικογένειας του θύματος, αλλά και το συναίσθημα και τη δομή της οικογένειας του θύτη. Αντιλαμβάνεσαι έτσι τη «ρίζα του κακού», η οποία, όμως, και πάλι δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πράξη, απλώς θέτει έναν προβληματισμό για το τι είναι εκείνο που οδηγεί κάποιον στο έγκλημα και εάν αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Σε προσωπικό επίπεδο, πώς διαχειρίζεστε τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία σε σχέση με τις συνεχείς γυναικοκτονίες και τις διεκδικήσεις των γυναικών για σεβασμό και ισονομία;
Δικαιολογίες δεν υπάρχουν για μια γυναικοκτονία, όσο κι αν κάποιοι χρησιμοποιούν τη φράση «εκείνη προκάλεσε», όπως ειπώθηκε από κάποιους και για τη δολοφονία της Μυρτούς στη
σειρά. Εν έτει 2023, δεν μπορεί κανείς να λέει «εκείνη προκάλεσε». Η Ιστορία έχει δείξει ότι οι γυναίκες έχουν κληθεί να δώσουν πολλούς αγώνες για να βελτιώσουν τη θέση τους, για
να κερδίσουν τον σεβασμό και την ισονομία, και θα συνεχίσουν να αγωνίζονται. Πιστεύω, όμως, ότι αυτός ο αγώνας πρέπει να είναι μαζικός, δηλαδή να είναι δίπλα τους και οι άντρες. Ελπίζω
σε λίγα χρόνια τα πράγματα να έχουν αλλάξει μέσα από τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση των μικρών αγοριών, ώστε οι νέες γενιές να χτίσουν κάτι καλύτερο. Αυτό είναι το χρέος
της κοινωνίας, της οικογένειας, των γυναικών και των αντρών. Εμείς, πάντως, ας έχουμε ανοιχτά μάτια, ανοιχτά αυτιά κι ανοιχτές αγκαλιές για όλες αυτές τις γυναίκες που θέλουν να φύγουν από
μια άρρωστη κατάσταση.
Το να γυρίσετε στην Ελλάδα για να συμμετάσχετε σε μια σειρά που είναι σχεδόν καθημερινή, σας τρόμαξε; Και τώρα που έχει περάσει καιρός, τι έχετε αποκομίσει και τι δεν είχατε σκεφτεί ποτέ ότι θα αντιμετωπίζατε;
Όχι, δεν με τρόμαξε, δεν με τρομάζει η εργασία μου, τη λατρεύω. Είδα στα σκαριά μια πολύ όμορφη δουλειά και αποφάσισα να την ακολουθήσω και να δεσμευτώ με αυτήν. Ξεκινώντας, δεν περίμενα κάτι συγκεκριμένο γιατί δεν είχα δουλέψει στην ελληνική τηλεόραση, δεν ήξερα τι να περιμένω. Είχα κάνει ταινίες και σειρές στο εξωτερικό, είχα κάνει θέατρο, αλλά δεν γνώριζα τους ρυθμούς της μικρής οθόνης στην Ελλάδα. Αυτό που μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη ήταν οι πολλές ώρες που έπρεπε να αφιερώσω, γιατί δεν ήταν μόνο το γύρισμα, αλλά και η μελέτη των σκηνών. Ναι, αυτό μου φάνηκε πελώριο σαν κύμα! Βέβαια, βούτηξα και κολύμπησα. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι με τρόμαξε ή με σόκαρε, απλώς αυτοί οι ρυθμοί ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμένα.
Αυτός ο wannabe έρωτας με τον συμπρωταγωνιστή σας έχει αγαπηθεί από το κοινό. Τι πιστεύετε ότι έχει αυτό το love story που το κάνει τόσο δημοφιλές;
Ο ένας βγάζει στον άλλο πτυχές του εαυτού του, ο ένας χρειάζεται τον άλλο. Οι τηλεθεατές το προσμένουν πολύ γιατί έχει πέσει τόσο φως στα background τους, που έχουν αγαπήσει πρώτα απ’ όλα τους ίδιους τους χαρακτήρες, είναι δηλαδή σαν να βλέπουν δύο φίλους τους και να λένε «αχ, τι ωραία που θα ήταν να είναι αυτοί μαζί!». Και όλο αυτό δεν γίνεται βεβιασμένα. Η Άννα και
ο Δημήτρης γνωρίζονται καιρό, δεν είναι απλώς ένας έρωτας κεραυνοβόλος.
Η χημεία σας με τον Μιχάλη Λεβεντογιάννη τι ρόλο έπαιξε;
Θεωρώ ότι είναι σημαντικό να υπάρχει χημεία ανάμεσα στους συνεργάτες. Το ζευγάρι των Παγιδευμένων το αγαπάει ο κόσμος και νομίζω ότι μόνο αυτός μπορεί να δώσει απάντηση στο γιατί.
Ο έρωτας στη δική τους ιστορία φαίνεται να έχει κάνει τα πράγματα κάπως πιο απαλά, πιο υποφερτά; Έτσι είναι πάντα ο έρωτας; Σ’ εσάς πώς λειτουργεί; Είναι πάντα καταφύγιο;
Έτσι είναι κυρίως η αγάπη. Η αγάπη κάνει τα πάντα πιο απαλά, πιο υποφερτά. Όπου βρίσκεται αυτή, όλα γίνονται πιο όμορφα. Τώρα, αν υπάρχει και έρωτας, υπάρχει και δίψα!
Ποιο χαρακτηριστικό δεν σας άρεσε στην Άννα και τώρα, που έχουν περάσει μήνες, το καταλαβαίνετε και το αποδέχεστε;
Όταν διαβάζω έναν ρόλο το κάνω πάντα με ανοιχτό μυαλό κι ανοιχτή καρδιά. Δεν ξεκινώ ποτέ με προκαταλήψεις και επιφυλάξεις. Δεν θέλω να κρίνω τον ρόλο μου, γιατί εγώ οφείλω να τον αγαπήσω και να τον δικαιολογήσω. Μπορεί στην αρχή να υπάρχουν πράγματα που ενδεχομένως μου κλωτσάνε, αλλά δεν εστιάζω σε αυτά. Προσπαθώ να ενώσω έναν ιστό και να σχεδιάσω τη μορφή ενός ανθρώπου με όλες του τις πτυχές, και τις θετικές και τις αρνητικές, και να τον μάθω.
Το ότι γίνατε γνωστή από τη μικρή οθόνη νιώθετε ότι θα αποτελέσει ένα βαρίδι για τη συνέχεια; Σας φοβίζει αυτό;
Γιατί να αποτελέσει βαρίδι; Αυτή είναι μια φοβερή προκατάληψη, ένα φοβερό στερεότυπο που επικρατεί στην Ελλάδα. Τελειώνεις μια δουλειά και ξεκινάς μια άλλη, όπως όλοι οι επαγγελματίες.
Γιατί η επιτυχία να προκαλεί πίεση για το επόμενο βήμα; Γιατί ν’ ακούς από τους άλλους «α, θα καείς!»; Και σε τελική ανάλυση, γιατί να φοβάσαι την αποτυχία; Λάθη γίνονται, κακές δουλειές
γίνονται, αλλά όλα αυτά συμβαίνουν και συμβαίνουν σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους. Από την άλλη, δεν πρέπει να υπάρχει ο διαχωρισμός ότι αυτός είναι μόνο για την τηλεόραση κι αυτός μόνο για το θέατρο. Όλοι μπορούν να δοκιμαστούν παντού, αρκεί να το θέλουν. Εγώ προσωπικά αγαπώ και την τηλεόραση και το θέατρο και τον κινηματογράφο και δεν σκοπεύω να πω ότι σε αυτό το μέσο δεν θα παίξω ποτέ. Δεν θέλω να μειώσω κανέναν χώρο, γιατί αν το κάνω, θα μειώσω ταυτόχρονα και τη δουλειά του ηθοποιού. Η δουλειά μας αφορά όλα αυτά τα μέσα, αρκεί να γίνεται με αγάπη, σεβασμό και ποιότητα. Στο εξωτερικό δεν υπάρχει αυτή η αντίληψη, ότι δηλαδή αφού έκανες τηλεόραση δεν μπορείς να κάνεις θέατρο. Δεν καταλαβαίνω γιατί στην Ελλάδα αφαιρείται από έναν ηθοποιό το δικαίωμα να δοκιμαστεί και να πειραματιστεί παντού. Και δεν καταλαβαίνω όλη αυτή την επίθεση προς την τηλεόραση. Στο χέρι μας είναι να γίνονται τηλεοπτικές παραγωγές υψηλών προδιαγραφών.
Τι θα θέλατε να σας συμβεί ως ηθοποιός στο μέλλον;
Να δουλεύω με ηρεμία, σεβασμό και πάθος, να συνεργάζομαι με ωραίες ομάδες και να δημιουργούμε ωραίες δουλειές και όλος αυτός ο κόπος κι όλη αυτή η αγάπη να αναγνωρίζονται. Θα ήθελα να γνωρίζω νέους ανθρώπους, νέους κόσμους, νέες ιδέες. Δεν θέλω να επαναπαυτώ, δεν θέλω να σταματήσω αυτό το ταξίδι ούτε για μια στιγμή.
Στην Άννα τι θα θέλατε να συμβεί ιδανικά εκτός σεναρίου; Αν ήταν φίλη σας; Να κάνει μια παύση, να σταματήσει να τρέχει συνεχώς για τους άλλους και να αφουγκραστεί τι πραγματικά συμβαίνει μέσα της. Θα ήθελα να αγαπήσει περισσότερο τον εαυτό της.
Περάσατε επτά μήνες στο Ιράν για τις ανάγκες γυρισμάτων μιας σειράς εποχής της ιρανικής τηλεόρασης. Αντιληφθήκατε την καταπίεση που νιώθουν εκεί οι γυναίκες; Ήρθατε πιο κοντά στο προνόμιο της λευκής γυναίκας;
Η καταπίεση των γυναικών στο Ιράν προέρχεται κυρίως από το κράτος. Το κράτος είναι αυτό που δίνει τη δικαιοδοσία σε ανθρώπους με κλειστά μυαλά να ασκούν εξουσία και να καταπιέζουν. Υπάρχουν, όμως, και εκείνοι που τάσσονται κατά της οποιαδήποτε μορφής καταπίεσης. Ένα από τα προνόμια που ένιωσα ήταν ότι εγώ μπορούσα να φύγω, γιατί ήμουν περαστική από τη χώρα.
Τη ζωή εκεί την είδα μέσα από τα γυαλιά μιας ταξιδιώτισσας, μιας εργαζόμενης την οποία, μάλιστα, είχαν και σε πολλή εκτίμηση, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.
Εσείς έχετε αισθανθεί παγιδευμένη σε κάποια φάση της ζωής σας; Τι σας ελευθέρωσε;
Στη ζωή μου, όχι, δεν έχω αισθανθεί παγιδευμένη.
Σε τι πιστεύετε ότι παγιδευόμαστε συχνά οι άνθρωποι σήμερα;
Σε μικροπράγματα, όταν μας πιάνει η «μυωπία» της ζωής.
CREDITS:
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΛΑΝΙΔΗΣ/THIS IS NOT ANOTHER AGENCY
STYLING: ΒΙΒΙΑΝ ΡΟΥΒΕΛΑ