Winona, σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy), διανομή: Weird Wave.
Πολλοί λένε ότι το Winona είναι η πιο τρυφερή ταινία του The Boy. Μπορεί όμως να είναι και η πιο σκληρή. Δεν έχει φόνους. Έχει φόβους. Φόβους που δεν θες να μην έχεις. Κολυμπάει στον φόβο. Φόβο για το τι έχει συμβεί. Τι θα συμβεί και το αν θα πρέπει τελικά να συμβεί κάτι.
Και είναι βίαιη. Σε τυλίγει με τη δυσβάσταχτη βία της τρυφερότητας και έχει τη βία της απλής, γήινης, αμμώδους αγάπης που μετριέται σε κόκκους και σε δάκρυα-θάλασσες. Είναι η βια που κυλά στο κλάμα. Η βία του παιχνιδιού. Η βία του τίποτα. Η βία στα τραγούδια και τις δεύτερες φωνές. Η βία του μπαλέτου. Η βία στον ήχο της φύσης. Η βία στα σύννεφα που αλλάζουν το φως. Η βία στα σύννεφα που κρύβουν τον ήλιο. Η βία του φιλμ. Η βία του τσιμέντου στο βουνό. Η βία της αγκαλιάς. Tου μυστικού. Του μαζί. Του κύκλου. Της παρέας. Της απόστασης και του “από κοντά”. Η βία στο χάδι. Η βία του πόνου. Η βία όλων των στερεότυπων και η βία του να μην υπάρχουν αυτά. Η βία να σε κάνει μια σκηνή να θες να κλάψεις για όλες τις προηγούμενες. Η βία του να πρέπει να βλέπεις καθαρά, χωρίς γυαλιά. Η βία να καταλάβεις τα σημάδια και τις ταφές. Η βία του να ξέρεις τι είδους ταινία είσαι. Η βία του να βάλεις σε σειρά τα φιλμ του Γούντι Άλεν. Η βία του να μπορείς να αγγίξεις ακόμα και όταν κατασκοπεύεις. Η βία του ήλιου. Η βία της τέλειας ημέρας. Η βία των φιλιών και των αναφιλητών. Η βία της ζωής που εμπεριέχει τον θάνατο. Η βία του να είσαι κορίτσι. Η βία της Winona. Μια βία που είναι αμμουδένια και τρυφερή, λουλουδένια, ηλιόλουστη και υγρή, αλλά παραμένει βία σε μια παραλία περιτριγυρισμένη από βράχους και κορίτσια-κάστρα που δεν πέφτουν.
Η επιλογή του να κάνεις βία με αυτό τον τρόπο καταλήγει σε απαλότητα. Μπορεί να έχουν δίκιο τελικά οι πολλοί.
Οι Τρεις Αδερφές, Θέατρο Βεάκη
Ένας θίασος από ηθοποιούς έρχονται στη σκηνή φέρνοντας μαζί τους αντικείμενα και έπιπλα. Ανεβοκατεβαίνουν πάνω σε αυτά, στριμώχνονται μεταξύ τους, κάθονται και περιφέρονται σε ένα σπίτι που γεμίζει διαρκώς από αυτή τη διαδικασία της ιδιότυπης μετακόμισης. Η ίδια διαδικασία πραγματοποιείται και μέσα τους. Δεν ησυχάζουν ποτέ από τις μνήμες τους, τα οικογενειακά βάρη, τα συναισθηματικά κειμήλια, τις φρούδες ελπίδες τους, τους ανεκπλήρωτες έρωτες, τους έρωτες που δεν έρχονται, τις απογοητεύσεις, τις πατρίδες που τους υπόσχονται ευημερία και ευτυχία και τις φυλακές που όλο και στενεύουν για τις Τρεις Αδερφές, αλλά και για τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου. Όλοι μαζί, γελοία συγκινητικοί και συγκινητικά αστείοι, όπως πρέπει δηλαδή να είναι οι ήρωες του Τσέχοφ. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Καραντζάς αγαπάει πολύ τον Ρώσο δημιουργό και αυτό φαίνεται. Εκτός του ότι αποσπά από το σύνολο του θιάσου του εξαιρετικές ερμηνείες, δημιουργεί μια σειρά από φανταστικές εικόνες που μοιάζουν με ζωντανούς πίνακες ζωγραφικής που σε πνίγουν αβίαστα με πηχτό συναίσθημα. Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι ήρωες κουβαλούν τους εαυτούς τους, όταν κρύβονται στις εσοχές για να σπαράξουν και να πουν ό,τι πραγματικά αισθάνονται, όταν σκαρφαλώνουν πάνω στις πολυθρόνες, όταν προσπαθούν να χωρέσουν, να βρουν τη θέση τους τη στιγμή που, στην πραγματικότητα, μένουν παντελώς ακίνητοι και παγωμένοι. Και όταν αυτή η παγωνιά φτάνει στο απόγειό της, μετατρέπεται σε απαλό, αφράτο χιόνι που χαϊδεύει και ζεσταίνει ακόμα και αν το κρύο -κυρίως στην ψυχή τους- μένει. Θα τις αγαπήσετε αυτές τις Τρεις Αδερφές του Δημήτρη Καραντζά.
Νυχτοδάσος, Djuna Barnes, εκδ. Gutenberg
Είναι η Djuna Barnes η συγγραφέας που δεν είχε την προσοχή που της άξιζε; Είναι. Η Αμερικανίδα υπογράφει ένα από τα πιο πρωτοπόρα λογοτεχνικά ορόσημα της φεμινιστικής λογοτεχνίας, που θαύμασαν οι J. Joyce, W. Faulkner, D. Thomas, F.M Ford. Βρισκόμαστε στο Παρίσι του Μεσοπολέμου, όταν όλη η Ευρώπη βρίσκεται σε παρακμή. Την ίδια στιγμή όμως οι κοινωνικές τάξεις, έννοιες όπως η θρησκεία, αλλά και η σεξουαλικότητα επαναπροσδιορίζονται. Στο κέντρο της ιστορίας, η Ρόμπιν παντρεύεται τον αριστοκράτη Φέλιξ, τον εγκαταλείπει μαζί με το παιδί τους και συνάπτει ερωτικές σχέσεις με δύο γυναίκες χωρίς να μπορεί να μετριάσει την πληθωρική της ανάγκη για να εξερευνήσει τον κόσμο, τον έρωτα, τον εαυτό της, τη φύση της ως γυναίκα. Η Barnes γράφει σαν καταιγίδα. Περιγράφει σαν να έχει βουτήξει την πένα της στο πιο πηχτό μελάνι. Η γραφή της είναι σπουδαία, γιατί με τρόπο ανατριχιαστικό περιγράφει ακόμη και τα αδύνατα με τέτοια ένταση, που κάθε σελίδα που γυρνάς σε πονάει. Σου αφήνει μελανιά και σημάδι και ενοχή που δεν την είχες ανακαλύψει νωρίτερα. Σχεδόν κάθε της πρόταση σε μεταφέρει σε ένα σκοτεινό ταξίδι στις πιο υπόγειες κυψέλες της ανθρώπινης ψυχής από τις οποίες σου είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις. Η αφήγησή της σε τραβάει όλο και πιο βαθιά και, μαγνητισμένος, εύχεσαι να μην έχει αυτό το σκοτάδι τέλος. Σαν να κατεβαίνεις στον κόσμο των πιο επικίνδυνων παθών. Οι ήρωές της, άλλωστε, αυτό κάνουν. Κατεβαίνουν σε ένα πηχτό σκοτάδι σαν να μην έχουν γνωρίσει ποτέ κανένα φως. Σαν γι’ αυτούς το φως να είναι το μόνο σκοτάδι. Με τέτοια έλλειψη ελέγχου συμπεριφέρονται, διεκδικούν, πολιορκούνται και καταδυναστεύονται σπαράζοντας από τον πόνο του πόθου. Έχουν την τύχη, όμως, αυτός ο σπαραγμός να εκφράζεται μέσα από την ποιητική αισθητική της Barnes, όπου κάθε λέξη ακούγεται σαν τον χτύπο μιας καρδιάς που κινδυνεύει. Όπου κάθε λέξη υψώνεται σαν δέντρο σε ένα νυχτερινό δάσος που κανένας δεν θέλει να βρεθεί. Όπου κάθε λέξη γράφεται με το βάρος του ότι μπορεί να αποκαλύψει το τραγικό μυστικό της ίδιας μας της ύπαρξής.