Ο τελευταίος σας δίσκος ξεκινά με τον στίχο «ποτέ δεν ήμουν έτοιμος για τίποτα»…
Αυτό που υπονοεί αυτός ο στίχος είναι ότι δεν είναι σχεδόν ποτέ όλες οι συνθήκες ιδανικές για να κάνουμε ένα σημαντικό βήμα στη ζωή μας. Ότι καμιά φορά η παρόρμηση μας οδηγεί σε πράξεις που, αν τις είχαμε βάλει στο μικροσκόπιο της λογικής, δεν θα τις κάναμε ποτέ. Και όμως, κάποια από αυτά τα απελπισμένα άλματα μπορεί να καθόρισαν αποφασιστικά την εξέλιξη της ζωής μας. Σίγουρα δεν εννοώ ότι η κατάργηση της λογικής έχει κάποιο νόημα, απλά κάποιες φορές το να ακολουθούμε το ένστικτό μας μπορεί να είναι σωτήριο. Μια φαινομενικά παράλογη πίστη σε ένα όνειρο, μπορεί και να μας κάνει να φαινόμαστε ανερ-
μάτιστοι, υπνωτισμένοι ή και αστείοι, ίσως όμως ταυτόχρονα να λειτουργήσει σαν το κοντάρι του σχοινοβάτη.
Ποιες αιτίες και ποια εργαλεία του συστήματος αναγνωρίζετε στη συντηρητικοποίηση που κάνει όλο και πιο έντονη την παρουσία της;
Δεν μου αρέσει η αντιμετώπιση του συστήματος ως κάτι που είναι «εκεί έξω», ακριβώς επειδή πιστεύω ότι είναι και «εδώ μέσα». Είμαστε μέρος του και σε έναν βαθμό συνυπεύθυνοι για όλα τα καλά ή τα κακά που συμβαίνουν. Βρισκόμαστε σε αυτές τις σημερινές δημοκρατίες, που οι εκάστοτε κρατούντες δεν παύουν να τονίζουν ότι είναι προβληματικές ως είδος πολιτεύματος, αλλά και το καλύτερο είδος που μπορούμε να έχουμε. Και ενώ σ’ αυτή τη διαπίστωση και διατύπωση έχουν δίκιο, ταυτόχρονα βλέπουμε το πώς χειραγωγούν την κοινή γνώμη με το υπερόπλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των social media και πώς οδηγούν τον κόσμο στη σκιά του φόβου. Όχι ότι είναι και καμιά καινούρια συνταγή αυτή, η παλαιότερη είναι, μάλλον. Μόνο που πια βλέπουμε ξεκάθαρα τις παρενέργειες αυτής της θεραπείας των μαζών μέσω του φόβου. Και είμαστε πλέον μπροστά στο πρόβλημα της βίας που ξεκινάει από τα σχολεία και διασχίζει όλο το ηλικιακό φάσμα, καταλήγοντας σε κάθε είδους ωμή βία, σε γυναικοκτονίες, σε bullying, σε φασιστικές συμπεριφορές ανεξαρτήτως πολιτικού χρωματισμού ή φάσματος. Ο μικροαστισμός είναι συνυφασμένος με αυτή τη νοοτροπία και έχει ήδη γεννήσει τα τέρατά του. Το μόνο αντίδοτο είναι πάντοτε η γνώση και η εκπαίδευση που στηρίζεται στο θάρρος της αμφισβήτησης και στη σφαιρική προσέγγιση της πραγματικότητας. Βλέπουμε σε τι σφαγές οδηγούν ανά τους αιώνες τα δόγματα, αλλά και τώρα, μπροστά στα μάτια μας και μπροστά στα μάτια των παιδιών μας. Βλέπουμε τη μετατροπή της πολιτικής σε μάρκετινγκ και μπίζνες. Και, φυσικά, οι νέοι απομακρύνονται, πιστεύοντας ότι είναι όλα τόσο προκαθορισμένα, που είναι αδύνατο να μπορέσουν να αλλάξουν την πραγματικότητα μέσω της ψήφου, ας πούμε, ή της συμμετοχής στα κοινά. Αυτό που συνέβη στη Γαλλία είναι απλά ένα αεράκι που φύσηξε στην πολιτική κόλαση μιας Ευρώπης πολύ απομακρυσμένης από τους στόχους που έθεσε κάποτε ως «ενωμένη». Και όλο αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο. Υπάρχουν, όμως, και φωνές που ακούγονται -και μέσα από τις τέχνες και από όλα τα κοινωνικά στρώματα- που αμφισβητούν την κυριαρχία του φόβου. Απελπίζεται ο πολύς κόσμος όταν βλέπει ότι τα τεχνολογικά άλματα δεν είναι πάντοτε προς όφελος όλων και ότι η καταπολέμηση της φτώχειας δεν είναι προτεραιότητα των κρατούντων, και ακριβώς εκεί χάνεται το παιχνίδι της αξιοπιστίας της πολιτικής. Και τότε τα κατώτερα ένστικτα κυριαρχούν και οι ψυχές βγάζουν νύχια. Και τα νύχια, όταν υπάρχει συναισθηματικός αναλφαβητισμός, στρέφονται πάντα ενάντια στον ξένο και τον αδύναμο. Ξύνουν, λοιπόν, τα νύχια τους σοβάδες μισού αιώνα πολιτικής αναξιοπιστίας και διαφθοράς δεξιά κι αριστερά και αρχίζουν να εμφανίζονται από κάτω τα σύμβολα του φασισμού που, αντί να ξηλωθούν από πιο δίκαιες διακυβερνήσεις, απλά θάφτηκαν πρόχειρα. Και κάπως έτσι διαμορφώνεται η εικόνα της πολιτικής πραγματικότητας στο σύγχρονο παγκόσμιο τοπίο. Όσο η τεχνολογική εξέλιξη και η οικονομική ανάπτυξη δεν θα ευνοούν τους πολλούς, τόσο χειρότερα θα γίνονται τα πράγματα. Δεν έχουμε παρά να ελπίζουμε ότι οι νέες γενιές θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους αποδεικνύοντας ότι είναι ακόμα αναστρέψιμη.
Μπορούν να απαλλαγούν οι νέοι από το αφήγημα ότι δεν αλλάζει τίποτα και ότι η σύγκρουση είναι ουτοπία;
Η αμφισβήτηση αυτού του αφηγήματος είναι συνυφασμένη διαχρονικά με τη νεολαία. Αυτό που βλέπουμε ν’ αλλάζει είναι ότι όση προσπάθεια έγινε στο παρελθόν, ή ακόμη και τώρα, στην κατεύθυνση της καλλιέργειας του ατομικισμού, φαίνεται να αποδίδει. Και αποδίδει επειδή είναι ο εύκολος δρόμος. Είναι εύκολο ν’ αρχίσει ένας πιτσιρικάς να γράφει ύμνους προς τον άπαιχτο εαυτό του διατυμπανίζοντας πόσο γαμάτος είναι στα επαρχιακά σκυλάδικα μπιτσόμπαρα, χωρίς να έχει συναίσθηση ότι όταν σβήσουν τα φώτα, θα πρέπει να κάνει παρέα με ένα πεινασμένο κενό που θα τον κοιτάζει με τερατώδες βλέμμα μέσα από τον καθρέφτη του ξενοδοχείου. Ακόμη κι έτσι, όμως, κάποιος μπορεί να βρει τον δρόμο του. Ακόμη και πηγαίνοντας ανάποδα κάποιος, μπορεί να συναντήσει τους ανθρώπους και να ζήσει στο τέλος την ομορφιά που έχει το να μοιράζεσαι ένα όνειρο που δεν αφορά μόνο τον εαυτούλη σου. Φυσικά και κάποιος μπορεί να βρει τον δρόμο του ακόμη κι αν δεν ξέρει με ακρίβεια από την αρχή γιατί έχει βγει στον δρόμο. Αυτός είναι ο βασικός λόγος ύπαρξης και η χρησιμότητα της ουτοπίας, να μας κρατάει σε κίνηση, όπως λέει και ο Galeano. Όσον αφορά τα λάθη του συστήματος, είναι ότι στηρίζεται στην εκμετάλλευση και γεννάει την αδικία. Έχει μεγάλη σημασία, όμως, το πώς τοποθετούμαστε απέναντί του. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα σύστημα που εξελίσσεται και αναδιαρθρώνεται αιώνες επί αιώνων. Παράγει γνώση, την οποία όμως κατευθύνει και διαχειρίζεται με βασική σκοπιμότητα τη διατήρησή του. Ξέρει να αυτοσυντηρείται, να επανατροφοδοτείται. Έχει βρει τρόπους ακόμη και την περιοδική νομοτελειακή του κατάρρευση να τη φορτώνει στους αδύναμους σπέρνοντας ενοχή και σύγχυση. Ξέρει να αυτοδιαφημίζεται και να πουλάει την αδικία ως αναγκαίο κακό ή και ως όπλο για προσωπική χρήση. Μπορεί ακόμη και τις πέτρες που του πετάει κάποιος να τις χρησιμοποιήσει για να χτίσει μια φυλακή και να τον κλείσει μέσα. Γι’ αυτό και κατά βάθος χρειάζεται τους λιθοβόλους. Νομιμοποιούν τη βία που ακολουθεί μετά. Αυτό που δεν μπορεί να διαχειριστεί τόσο εύκολα είναι τα οράματα που έχουν οι νέοι κάθε τόσο για έναν πιο δίκαιο κόσμο, όπως και την όρεξή τους να τον διεκδικήσουν. Γι’ αυτό και διαχρονικά οι κρατικές εξουσίες απεχθάνονται -όπως έλεγε ο Καρούζος- την ποίηση. Γι’ αυτό και μέσα στο πέρασμα του χρόνου βλέπουμε τους νέους να συγκινούνται πρώτοι και να στηρίζουν πρώτοι τα καινούρια οράματα στην τέχνη. Γι’ αυτό οι νέοι τραγουδάνε και χορεύουν πρώτοι. Και δεν μιλάω απαραίτητα μόνο για τους ηλικιακά νέους. Μιλάω για όλους όσοι διατηρούν σε φόρμα την ψυχή τους μέσω της πνευματικής αναζήτησης. Για όσους πιστεύουν στον πλούτο που παράγει η πνευματική δημιουργία.
Αν η αγάπη είναι ένα άγριο κύμα, όπως λέτε στο Δεν Ξέρω, τι το ημερεύει;
Είτε χρειάζεται είτε όχι, συμβαίνει εκ των πραγμάτων. Είναι στη φύση του κύματος να ημερεύει και να σβήνει. Ευτυχώς που δεν είναι μόνο ένα. Ευτυχώς που είναι κάπου εκεί στα βαθιά και κάθε φορά μας ξεβράζει με ορμή στην ακτή ζαλισμένους, αλλά καινούριους. Η αγριότητα της αληθινής αγάπης έχει να κάνει με την εκθρόνιση και το στραπατσάρισμα του εγωισμού μας, με την απαλλαγή από τις βεβαιότητες που μας χωρίζουν από τον κόσμο, αντί να μας κάνουν μέρος του, από τις βεβαιότητες που μας κρατάνε προσκολλημένους στην ίδια μονότονη θέα από το ίδιο μοναχικό μας παράθυρο και μας εμποδίζουν να δούμε ότι ο κήπος έχει και άλλα δέντρα και λουλούδια που, αν δεν πας λίγο πιο κει, απλά δεν φαίνονται. Η αγάπη είναι ένας καλός γνώμονας, ένα καλός λόγος και ένας ωραίος τρόπος για να κοιτάξουμε από το παράθυρο του διπλανού μας, χωρίς να τον γκρεμίσουμε, χωρίς να τον εκτοπίσουμε. Έχει τη δύναμη να μεγαλώνει τις διαστάσεις των παραθύρων ως δια μαγείας.
Τον Οκτώβριο θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Καστανιώτη ποιήματά σας.
Είναι διαφορετική η συνθήκη να γράφετε ποιήματα; Αισθανόμουν πάντα περισσότερο απ’ όλα αφηγητής. Ποιητής είναι ο Νίκος Παναγιώτοπουλος, ο Paul Celan, η Wislawa Szymborska, ο Zagajewski και τόσοι άλλοι… Αισθάνομαι ότι κάποιες βραδιές έχω περιφερθεί τραγουδώντας στη γειτονιά τους, αλλά δεν κατοικώ εκεί. Δεν με ενδιαφέρουν και πολύ τέτοιου είδους, φιλολογικού τύπου διαχωρισμοί. Γράφουμε για να μην πεθάνουμε, όπως έλεγε και ο Lemmy. Οπότε και το βιβλίο μου περιλαμβάνει μάλλον κάποια ποιητικά αφηγήματα. Είναι σχεδόν όλα ολοκαίνουρια κείμενα που γράφτηκαν τον τελευταίο χρόνο.
Το τραγούδι Ερχόμαστε από τον Ορίζοντα είναι μια απειλή, μια εκδίκηση; Έχει ένα επικείμενο τέλος και την υπόσχεση μιας νέας αρχής; Την υπόσχεση ότι η ποίηση δεν θα εξαφανιστεί;
Εγώ σ’ αυτό βλέπω το βλέμμα εκείνης της μητέρας που κρατούσε στην αγκαλιά της το παιδί της και κοιτούσε με απορία τις κάμερες μέσα από την κλούβα της αστυνομίας. Ήταν πριν από λίγα χρόνια, τότε που η κυβέρνηση είχε θεωρήσει απόλυτη προτεραιότητα να εκκενώσει κάποια κτίρια στο κέντρο όπου στεγάζονταν μερικοί πρόσφυγες, σε προφανώς καλύτερες συνθήκες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έτυχε να δω κάποια στιγμή στη Μυτιλήνη. Δούλευα εκείνες τις μέρες τον δίσκο με τις διασκευές του Γιάννη Μαρκόπουλου και συγκεκριμένα το τραγούδι Γκρεμισμένα Σπίτια. Είχα εντάξει αυτούς τους στίχους σ’ εκείνη τη διασκευή γιατί αισθανόμουν ότι κι εκείνο το τραγούδι είχε γραφτεί για τους αντίστοιχους Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Από τέτοιους πρόσφυγες κατάγομαι, οπότε δεν μου είναι και πολύ δύσκολο να μπω στη θέση αυτών των νέων εκτοπισμένων ανθρώπων. «Θα χτυπάτε και θα καταστρέφετε, θα αντέχουμε, θα ξαναχτίζουμε, όσο εσείς στα ρηχά θα μας σέρνετε, τόσο εμείς πιο βαθιά θ’ αρμενίζουμε, θα φυσάει ο βοριάς ασταμάτητα, θα παγώσουν ο Τίγρης κι ο Ευφράτης, της παλιάς μας αγάπης τα λάβαρα θ’ ανεμίζουνε πέρα απ’ τη θάλασσα, καρφωμένα στη γη που ανάψαμε τη φωτιά μιας καινούριας αγάπης. Ερχόμαστε από τον ορίζοντα». Καμία απειλή και καμία εκδίκηση. Είδα τους παππούδες μου να αγωνίζονται να στήσουν τη ζωή τους εξαρχής. Μιλούσαν και ελληνικά και τούρκικα και γελούσαν σε μια γλώσσα που ακόμα προσπαθώ να μεταφράσω.
Info: Ο Παύλος Παυλίδης θα εμφανιστεί σε διάφορα φεστιβάλ ανά την Ελλάδα. Στις 23/9 θα παίξει στο θέατρο Λυκαβηττού.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΡΝΙΑΣ