O Τζώρτζης Γρηγοράκης είναι ο σκηνοθέτης του πολυβραβευμένου Digger (10 κινηματογραφικά βραβεία Ίρις 2021 της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (ΕΑΚ), ανάμεσα στα οποία καλύτερης μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και Α΄ Ανδρικού Ρόλου) και αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία. Σε αυτή ένας πατέρας (Βαγγέλης Μουρικης) και ένας γιος (Αργύρης Πανταζάρας) με φόντο ένα απειλούμενο από τους ανθρώπους ενός ορυχείου δάσος προσπαθούν να νικήσουν έχοντας ήδη νικηθεί, προσπαθούν να συνδεθούν ενώ είναι ήδη δεμένοι, προσπαθούν να σωθούν και να σώσουν υπό το άγρυπνο βλέμμα μιας γυναίκας, μάνας και φύσης. Τα βραβεία απλώς επιβεβαιώνουν ότι το Digger είναι μια ταινία που χρειαζόμασταν. Ξεκάθαρη ως το μήνυμα της, ρομαντική με τον τρόπο της, πολιτική από τις ρίζες της, καρπερή όσον αφορά στις ερμηνείες της, πληθωρική με τη γεωγραφία της, στενάχωρη όπως ένα δάσος το χειμώνα, σε στιγμές αυθόρμητα αστεία όπως οι κότες και γενναιόδωρη με τους θεατές της. Έτσι δηλαδή όπως θα έπρεπε να είναι οι ταινίες.
Αυτή είναι η πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία. Είχαν προηγηθεί αρκετές μικρού. Οι μικρού μήκους γίνονται μεγάλες όταν μεγαλώσουν; Ή “μεγαλώνουν” αυτοί που τις κάνουν; Ποιο είναι το πιο ρομαντικό που μπορεί να συμβεί περνώντας από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα;
Το πέρασμα από την μικρή στην μεγάλη ταινία είναι τόσο δύσκολο, χρονοβόρο και ψυχοφθόρο σε τόσα μέτωπα, που δεν μένουν πολλά ρομαντικά στοιχεία. Ένα από τα τυχερά είναι το να συνεχίζεις να δουλεύεις με συνεργάτες που σε συνδέει μακρά φιλία. Το πραγματικά ρομαντικό είναι όταν βλέπεις την ταινία επιτέλους στο σινεμά. Είναι σαν το παιδί που ωρίμασε πια και κάνει τους δικούς του φίλους, τραβάει τη δική του ζωή.
Στo Digger ήταν πολύ ξεκάθαρο με το τι ήθελες να πεις. Στην πορεία άλλαξες κάτι και απλώς αφομοιώθηκε; Πρόσθεσες τον ερημίτη, το οικολογικό ζήτημα και την σχέση πατέρας-γιου ή το ανάποδο; Ποια ήταν η σειρά;
Η αρχική ιδέα αφορούσε έναν άνδρα που είναι για χρόνια ριζωμένος στο δάσος και δεν εξαγοράζεται. Παλεύει με έναν βιομηχανικό τέρας που διαταράσσει την παρθένα φύση, απειλεί τον ίδιο και όποιον αντιστέκεται. Στη συνέχεια μπήκε στην εξίσωση ο γιος του που έρχεται μετά από χρόνια να ξεριζώσει για να πουλήσει. Το πρώτο σενάριο είχε περισσότερο βάρος στο κοινωνικό πλαίσιο, τον εμφύλιο διχασμό και τις συγκρούσεις. Στη συνέχεια η έμφαση μετατοπίστηκε στον εμφύλιο πατέρα-γιου που γίνονται εχθροί κάτω από την ίδια στέγη. Η ταυτότητα του πρωταγωνιστή εμπεριέχει το οικολογικό, στον τρόπο σκέψης του, στην αγάπη για το σπίτι του, το δάσος που τον προστατεύει. Θέση και στάση ζωής περισσότερο πολιτική, παρά οικολογική. Άνθρωπος, κοινωνία, πολιτική, φύση είναι ένα και έτσι αντιμετωπίστηκαν αυτά τα επίπεδα αφήγησης στην ιστορία.
Η κάμερα σου κάπως μοιάζει σαν να ρουφάει μούτρα, βλέμματα, να ανασαίνει σε ομίχλες, να κάνει ήχους. Να αναδεύει χώματα, λάσπες, τα πεσμένα φύλλα, να ρίχνει τα δέντρα, να αναδεύει τα φύλλα, να ξεσηκώνει θύελλες και ξεφλουδίζει άγριες καρδιές που καμιά νομίζουν ή είναι νιώθουν σταματημένες. Τι μπορεί/θα μπορούσε να κάνει ιδανικά μια κάμερα στα χέρια ενός σκηνοθέτη;
Η κάμερα, οι ηθοποιοί και το μοντάζ είναι τα βασικά εργαλεία του σκηνοθέτη. Το πού την τοποθετεί έχει να κάνει με την θέση του και τη σχέση του απέναντι στους χαρακτήρες της ταινίας, τους χώρους και τα πράγματα γενικότερα. Στο DIGGER πολλές φορές το δάσος μάς υποδείκνυε πού έπρεπε να κοιτάξει. Όσο και αν θέλαμε να επιβάλουμε το δικό μας, τελικά συγχρονιζόμασταν με τον ρυθμό του χώρου.
Η κάμερα μπορεί να δημιουργήσει ταύτιση, να φέρει απόσταση, να εντείνει, να δραματοποιήσει, να παραμορφώσει, να αποφορτίσει ή να βαρύνει μια σκηνή. Η κίνησή της χορογραφεί την κινησιολογία των χαρακτήρων, είτε πάει με τον ρυθμό τους, είτε τους παρακολουθεί νηφάλια. Η αισθητική της είναι και η ηθική της. Κρύβει ή φανερώνει, είναι αυτή που παίζει το παιχνίδι με τον θεατή. Είναι το μάτι του σκηνοθέτη που στη συνέχεια γίνεται το μάτι του θεατή. Μέσω της κάμερας, σκηνοθέτης και θεατής γίνονται ένα.
Ένα πράγμα μόνο δεν μπορεί να κάνει: να πει ψέματα. Σε αντίθεση με το θολωμένο μας βλέμμα από την πληροφορία που δεχόμαστε, η κάμερα είναι διαυγής. Καταγράφει τα πάντα. Και αυτά που καμιά φορά δεν συνειδητοποιεί ούτε ο ίδιος ο ερμηνευτής ή ο σκηνοθέτης. Αν αυτός που είναι πίσω από την κάμερα, ή/και αυτός που παίζει μπροστά λέει ψέματα, η κάμερα θα το δείξει. Δεν μπορείς να την κοροϊδέψεις.
Υπάρχει ξεκάθαρη πολιτική θέση πίσω από το Digger. Σε ενδιαφέρει την πολιτική αυτή θέση να την έχει και ο θεατής; Να την καταλάβει, να την προσεγγίσει; Σε ενδιαφέρει το σινεμά σας να έχει πολιτική θέση;
Αφού παίρνει θέση η κάμερα, δεν μπορεί να μην πάρει μια ταινία. Τότε θα πρέπει να πάρει και ένας θεατής. Δεν θα έπρεπε να μας αφήνει αδιάφορους η πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Χρειάζεται μια θέση σαν πολίτης, όχι με την έννοια της πολιτικής, δεξιά ή αριστερά, αλλά επί της ουσίας, ανθρώπινα, εκεί που δεν χωράνε ιδεολογίες, εκεί που βρίσκεται το δάσος. Αν σκεφτούμε ότι ένα δάσος θα χώριζε τα δέντρα του σε αριστερά και δεξιά θα μας φαινόταν γελoίο – δεν μας φαίνεται όταν διχάζονται οι άνθρωποι όμως. Το παίρνουμε στα σοβαρά, σαν τους εαυτούς μας.
Εκτός από τον “πολιτικό πυρήνα” υπάρχει και το “ένας πατέρας, ένας γιος, η μητέρα-φύση και οι μηχανές”.
Ο πολιτικός πυρήνας του DIGGER είναι μια χορογραφία ενός τρίγωνου μεταξύ ανθρώπων, φύσης και μηχανών όπου υπάρχει μια δυναμική ισορροπία, στην οποία εναλλάσσονται οι ρόλοι του εχθρού και του λυτρωτή. Σαν τους κύκλους που κάνει η φύση, η οποία επεμβαίνει και τελικά δίνει την πιο απρόσμενη λύση.
Το ότι ο Νικήτας είχε ένα σπίτι στην καρδιά ενός δάσους, δεν τον κάνει και αυτόν ένας καταπατητή; Πώς σου ανήκει το δάσος;
Δεν επεμβαίνει στο δάσος. Δεν του πηγαίνει κόντρα. Αυτοί κόβουν, αυτός φυτεύει. Έχει φτιάξει την καλύβα του και γίνεται φύλακας του.
Πιστεύεις στην ισορροπία μεταξύ ανθρώπου-φύσης-μηχανής ή η ισορροπία είναι ουτοπία;
Σε ισορροπία είναι μόνο η φύση. Αυτή βρίσκεται στο κέντρο. Εμείς μπορούμε μόνο να είμαστε δεξιά ή αριστερά της, πάνω ή κάτω.
Η φύση είναι η μάνα μας;
Μάνα και πατέρας, γιαγιά και προ-πάππους, πρόγονός μας. Δεν σταματάει να μας στηρίζει και να μας φροντίζει.
Στο τέλος, πολλές φορές τα παιδιά “φέρνουμε” τους γονείς με τους γερανούς ή τους εκσκαφείς; Τους ξεγεννάμε και εμείς;
Οι ρόλοι αλλάζουν, γυρίζουν τούμπα. Τα παιδιά ενηλικιώνονται στην προσπάθειά να ανταποδώσουν στους γονείς τους. Οι γονείς μεγαλώνουν και γίνονται παιδιά, έχουν ανάγκη από φροντίδα. Όλα στη φύση μοιάζουν κύκλος. Φαύλος κύκλος.
Μια γυναίκα υπάρχει σχεδόν σε όλη την ταινία. Υπάρχει με την απουσία της. Είναι αυτή που έχει αγαπήσει, έχει εγκαταλείψει, έχει γεννήσει, έχει αναθρέψει και έχει πεθάνει. Ίσως η πιο δραστήρια. Αυτή που ολοκλήρωσε τον κύκλο.
Η γυναίκα είναι η πραγματική πρωταγωνίστρια παρά την απουσία της. Είναι το κοινό τραύμα, η ρίζα των δυο αντρών, ο πόνος για την απώλειά της είναι αυτό που τους χωρίζει και τους ενώνει. Το DIGGER είναι μια αντρική ταινία για τις γυναίκες.
Εσύ, προσωπικά τι έσκαψες περισσότερο για να κάνεις αυτή την ταινία;
Μου αρέσει να σκάβω προς τα μέσα. Οι σπουδές ψυχολογίας ανέπτυξαν την τάση για ενδοσκόπηση και παρατήρηση. Όσο σκάβεις κάτι που σε απασχολεί ή σε φοβίζει, τόσο βρίσκεις πράγματα που σε ανακουφίζουν. Έσκαψα και την αυλή μου. Έφτιαξα ένα μποστάνι με τα λαχανικά μου. Δούλεψα το χώμα και συνδέθηκα μαζί του. Έγινα λίγο γεωργός, όπως το θέλει και η ετυμολογία του ονόματός μου.
Είμαστε όλοι εν δυνάμει εκσκαφείς;
Είμαστε. Ο εκσκαφέας ένα όχημα είναι, εξαρτάται από τον χειριστή του.
Είναι ο κινηματογράφος ένας εκσκαφέας; Εσύ τι σκάβεις μέσα από αυτόν;
Στον κινηματογράφο έχεις μια ιδέα και σκάβεις για να ανακαλύψεις ή να αποκαλύψεις κάποιο συναίσθημα. Το βγάζεις στην επιφάνεια με προσοχή, σαν αρχαιολόγος που ανασύρει το εύρημά του. Προσπαθείς να το κατανοήσεις και να του δώσεις μορφή, εκφράζοντάς το με το δικό σου καλλιτεχνικό τρόπο. Δεν χρειάζεται να το σερβίρεις στο πιάτο, καλύτερα να αποκαλύπτεις τη ρίζα του και ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει με τον τρόπο που θέλει.
Μας σκάβει ο διχασμός; Είναι αυτός ένας άλλος κακός πατέρας μας; Μαθαίνουμε από αυτόν; Τον έχουμε νικήσει ποτέ; Θα τον νικήσουμε ποτέ;
Μάθαμε να είμαστε διχασμένοι. Ο διχασμός θα έπρεπε να μας είχε μάθει να μην είμαστε. Ο καθένας βέβαια κρατάει ό,τι θέλει από αυτά που έμαθε. Δεν θα νικήσουμε κανέναν όσο χάνουμε από τον εαυτό μας. Νίκη και ήττα είναι πολλές φορές ένα. Το όνομα του ήρωα (Νικήτας) εμπεριέχει και την νίκη και την ήττα. Αυτός, ας πούμε, κερδίζει χάνοντας.
Μας διχάζει ο καπιταλισμός; Είναι ο μόνος διχασμός;
Πριν τον καπιταλισμό ήμασταν ενωμένοι; Προ Χριστού ήμασταν; Πριν χτιστούν οι πυραμίδες ήμασταν ενωμένοι; Πριν βγούμε από της σπηλιές; Πριν κατέβουμε από τα δέντρα; Πριν ανέβουμε; Όταν ήμασταν δέντρα μπορεί να ήμασταν… Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο καπιταλισμός έτσι όπως εξελίσσεται διχάζει ολοένα και πιο επικίνδυνα.
Το χιούμορ μας ενώνει;
Το χιούμορ που θα σπάσει τον πάγο, θα χαλαρώσει, θα ζεστάνει, θα φέρει κοντά, μπορεί να ενώσει, έστω και προσωρινά. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, που λένε.
Ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι αστείος και δραματικός ταυτόχρονα;
Είναι κορυφαίος ηθοποιός. Μπορεί να είναι φοβερά δραματικός και ακραία αστείος. Σαν κωμικό δεν τον έχει εκμεταλλευτεί επαρκώς ακόμα το σινεμά. Έχει τρομερή αντίληψη, ένστικτο, ενέργεια, αίσθηση ρυθμού, – χώρου και χρόνου- μπορεί να παίξει τα πάντα σωστά.
Την απεικόνιση της ελληνικής επαρχίας από που την είχες; Ποιο ήταν το στοιχείο που ήθελες να έχουν αυτοί οι χαρακτήρες; Φοβήθηκες τις καρικατούρες;
Από τα ταξίδια που μοιάζουν με ταινίες και από τις ταινίες που μοιάζουν με ταξίδια. Έχει ωραία αγριάδα και αμεσότητα η επαρχία. Είμαι παιδί της πόλης. Ίσως απλά βλέπω το γρασίδι πιο πράσινο από την άλλη μεριά. Μάλλον είναι. Οι άνθρωποι της επαρχίας ζούνε πιο κοντά στο πώς σκέφτονται, με ότι αυτό σημαίνει. Εμείς στην πόλη έχουμε όλο δεύτερες και τρίτες σκέψεις και μπερδευόμαστε πιο εύκολα. Οι πιτσιρικάδες της επαρχίας βλέπουν ρομαντικά την πόλη. Και οι κουρασμένοι αστοί βλέπουν ρομαντικά την επαρχία. Όλοι καρικατούρες είμαστε στο βαθμό που δεν μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει την μοναδικότητα του ατόμου. Τί Λωζάνη – τί Κοζάνη.
Η ελληνική μουσική τι ρόλο ήθελες να παίξει; Τα ματόκλαδα σου λάμπουν του Μάρκου Βαμβακάρη είναι ένα φανταστικό νανούρισμα.
Ο Βαμβακάρης που ακούει ο Νικήτας είναι ταυτόχρονα μέρος της κουλτούρας του και της προσωπικής του ιστορίας. Είναι επίσης ένας συνδετικός κρίκος με τον γιο του, το σπίτι του, το παρελθόν του. Είχα ακούσει τον Φοίβο Δεληβοριά να παίζει λάιβ «τα Ματόκλαδα..» και να περιγράφει πως το τραγουδούσε κάθε βράδυ στην μικρή του κόρη για να τη νανουρίσει. Από εκεί ήρθε η έμπνευση και το χρησιμοποιήσαμε σαν νανούρισμα στην ταινία.
Από την άλλη, ο Μιχάλης Μοσχούτης, που υπογράφει το σάουντρακ της ταινίας, έχει κάνει ένα φανταστικό πάντρεμα μεταξύ ηλεκτρικών κιθάρων νέο-γουέστερν υφής με το ιδιαίτερο και σπάνιο halldorophone, ένα όργανο που έγινε γνωστό από την μουσική της βραβευμένης με Oscar, Hildur Gudnadottir. Θέτει ένα απόκοσμο ηχητικό υπόβαθρο και τονίζει τις αντιθέσεις μεταξύ φύσης και ανθρώπινης μηχανής.
Στο βαθύ ρεαλισμός χώρεσες ένα πολύ γλυκό, άγριο ρομάντζο. Υπάρχει ο έρωτας ακόμα και στις σκουριές;
Όπου υπάρχει κίνητρο, υπάρχει έρωτας. Άγριος ή γλυκός καμιά φορά ορίζεται από το «τοπίο».
Και τελικά οι γιοί και οι κόρες απελευθερώνονται ποτέ από τις ρίζες και τα πάτρια δάση τους;
Όταν τα αρνούνται, προσκολλώνται εμμονικά σε αυτά, δεν απελευθερώνονται εύκολα. Mπορεί όμως να γίνει όταν τα αναγνωρίζουν, τα αντιμετωπίζουν και περάσουν μέσα από αυτά για να αναγεννηθούν. Μια ενεργή «ανάκτηση της κληρονομιάς», όπου επιλέγει κάποιος τι θα κληρονομήσει και τι θα αφήσει πίσω.
Τελικά, ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ; ΤΙ ΠΩΛΕΙΤΑΙ; ΤΙ ΔΕ ΘΑ ΠΟΥΛΑΓΕΣ;
Άλλο να πουλάς, άλλο να ‘σαι πουλημένος, που λέει και το τραγούδι. Αν τα πουλάς όλα, ξεπουλάς. Ο καθένας χρειάζεται να έχει κάτι που «Δεν Πωλείται», που το κρατάει ιερό, σύμφωνα με την ηθική του και την συνείδησή του.
Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια κάμερα τι είναι;
Να μην καταφέρει να κάνει τα μάτια του θεατή να ταυτιστούν κάπως με τα μάτια του σκηνοθέτη.
Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια ταινία;
Να μην καταφέρει να επικοινωνήσει με ένα κοινό, κάποια στιγμή.
Ποιο είναι το “τώρα” σας; Το “τώρα” του ελληνικού σινεμά; Νιώθετε άνετα ως μέρος του;
Η «καρέκλα του σκηνοθέτη» στην Ελλάδα ποτέ δεν ήταν καναπές, να σε σερβίρουν ζεστό καφέ και τα πράγματα να είναι άνετα. Το άθλημα είναι δύσκολο, αγωνιστικό πολύ, όρθιοι δουλεύουμε μες τις λάσπες. Το ελληνικό σινεμά έχει πολλούς ταλαντούχους νέους εκπροσώπους που έχουν κάνει ή ετοιμάζουν ταινίες, οι οποίες θέλουμε να αφορούν τον κόσμο και να επικοινωνούν εντός εκτός συνόρων και επί τ’ αυτά. Το τώρα αυτού του καλοκαιριού είναι οι θεατές να ξαναεμπιστευτούν τις ελληνικές ταινίες. Να πάνε θερινό και να γελάσουν, να δροσιστούν, να συγκινηθούν, να ακούσουν ωραίες μουσικές, να σκεφτούν και να νιώσουν μια ταινία.
Η επόμενη ταινία; Τι θα σκάψει;
Η επόμενη θα βουτήξει βαθιά στο νερό, θα καταδυθεί στην αρχή της ζωής, την θηλυκή αρχή, θα καταπιαστεί με τη μητριαρχία.
Ιnfo: Το Digger παίζεται στις θερινές αίθουσες. Παίζουν: Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκκαλη, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Βασίλης Μπισμπίκης.