Είναι το Με Βλέπεις; το δικό σας ημερολόγιο καραντίνας; Ποια ανάγκη σας έκανε να μοιραστείτε μεταξύ σας αυτά τα «βλέμματα» με λέξεις και από απόσταση;
Φ.Τ. Είναι ένα μοιρασμένο ημερολόγιο. Κι ένα αίτημα που αποτυπώνεται στο ερωτηματικό του τίτλου «Με βλέπεις;» Ένα αίτημα που φανερώνει την επιθυμία να αναγνωριστείς μέσα από το βλέμμα του άλλου, να υπάρχεις μέσα από το βλέμμα του, να μην είσαι άφαντος, αόρατος. Σε συνθήκες εγκλεισμού και απομόνωσης το «Με βλέπεις;» αποκτά μια άλλη διάσταση. Υπαρξιακή.
Τι «είδατε» εκείνες τις ημέρες που δεν θέλετε να ξαναδείτε στο μέλλον;
Τ.Ε. Είδα τους ανθρώπους γύρω μου σαστισμένους, αγχωμένους, φοβισμένους, θλιμμένους, απελπισμένους – αντιμέτωπους με μια αόρατη απειλή και με την νέα πραγματικότητα μιας πανδημίας που τους ανάγκαζαν να αλλάξουν επειγόντως και βεβιασμένα τον τρόπο ζωής τους και να στερηθούν πολλά από όσα τους έδιναν χαρά και ανακούφιση προ κορωνοϊού. Είδα τον εαυτό μου να προσπαθεί να σηκώσει με την ίδια δυσκολία το βάρος όλων αυτών των συναισθημάτων. Αλλά όσο κι αν θέλω/θέλουμε να μην τα ξαναδούμε όλα αυτά στο μέλλον, είναι αδύνατον. Η ζωή πάντα μας επιφυλάσσει εκπλήξεις, συχνά δυσάρεστες και οδυνηρές.
Τι δε θα θέλατε να δούνε σε εσάς οι άλλοι αυτή την περίοδο;
Τ.Ε. Δεν υπάρχει πια κάτι που δεν θέλω να δουν οι άλλοι σε μένα. Δεν φοβάμαι να φαίνονται οι αδυναμίες, τα κουσούρια, οι ρωγμές μου.
Στο πυρήνα της δημιουργίας του βιβλίου υπάρχει η σύμπραξη, η συνεργασία. Είναι πάντα αυτή που σε πολύ δύσκολους καιρούς «φροντίζει» – αν δεν θεραπεύει κιόλας;
Φ.Τ. Το ρήμα «φροντίζω» είναι ιαματικό. Φροντίζω, νιώθω έγνοια για τον άλλον. Ο φροντιστής μέσα από την φροντίδα του για τον άλλον διευρύνει τα στενά όρια του εαυτού του. Γίνεται πολλαπλός. Η φυλακή ενός περιχαρακωμένου «εγώ» θρυμματίζεται. Αναπνέεις αλλιώς.
Εκτός από το γράψιμο τι άλλο σας «φρόντισε» αυτό τον καιρό;
Τ.Ε. Η επικοινωνία με τον στενό πυρήνα των ανθρώπων μου -τον σύντροφό μου, την αδελφή μου, τον πατέρα μου, τους φίλους μου- που είναι πάντα δίπλα μου και με στηρίζουν. Είναι ευλογία να έχεις έναν ώμο να κλάψεις, μια αγκαλιά να χωθείς• να υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους έχεις το θάρρος να πεις «φοβάμαι», «σε χρειάζομαι», «βοήθησε με». Το ίδιο ιαματική ήταν και η επικοινωνία, μέσα στην καραντίνα, με τις γάτες μου, τη Ρίνα και τον Φούσκα. Τα ζώα έχουν υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη κι είμαστε τυχεροί όσοι μοιραζόμαστε τη ζωή μας μετετράποδα.
Τι πιστεύετε ότι δυσκόλεψε περισσότερα τους ανθρώπους στην αρχή όλου αυτού, αλλά και μετέπειτα, ενώ εξελισσόταν η πανδημία;
Φ.Τ. Το πιο δύσκολο ήταν και παραμένει η βίαιη είσοδος της απειλής του θανάτου στη ζωή μας. Ο θάνατος στην πιο αγριευτική ασυντρόφευτη, εκδοχή του. Σε κάθε περίπτωση καλούμαστε να αναμετρηθούμε με τις αντοχές μας. Με την πρόκληση της μοναξιάς, του εγκλεισμού. Μια παράδοξη συνθήκη απέναντι στην οποία ήμασταν άμαθοι, απροετοίμαστοι, προστατευμένοι στο ψευδές κουκούλι μιας απρόσκοπτης ευμάρειας. Βέβαια όχι όλοι. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως οι ήδη δυσκολεμένοι συνάνθρωποι μας, όσοι δηλαδή βρίσκονται στην άλλη όχθη, στις παρυφές (π.χ. οι περιπλανώμενοι άστεγοι, οι μετανάστες, οι έγκλειστοι στα ψυχιατρεία) πόσο διαφορετικό είναι γι’ αυτούς το βίωμα του εγκλεισμού, της απομόνωσης, της μοναξιάς και όλα όσα ταλανίζουν την ψυχή ημών των «προστατευμένων».
Η αρετή του επαναπροσδιορισμού: την έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ;
Τ.Ε. Φυσικά. Πάντα υπάρχει ανάγκη να δούμε με πιο ξεκάθαρη ματιά τον εαυτό μας και τους άλλους, να επανεκτιμήσουμε τα πράγματα και να συνειδητοποιήσουμε την αληθινή τους αξία. Αν αυτή η περιπέτεια, της πανδημίας, με τόσους θανάτους, δεν γίνει αφορμή για μια επανεκκίνηση, ατομική και συλλογική, στο βαθμό του δυνατού, τότε όλος αυτός ο βιωμένος πόνος θα έχει πάει χαμένος…
Στο εξώφυλλο του βιβλίου υπάρχει ένα κορίτσι που βουτά. Η αξία της βουτιάς είναι μόνο το βάθος της; Πόση αξία έχει η αιτία της βουτιάς;
Τ.Ε. Αν δεν βουτήξεις δεν θα μάθεις ποτέ τα όριά σου. Χωρίς την κατάδυση, δεν υπάρχει ανάδυση. Αν δεν δεις τον βυθό, δεν θα μπορέσεις να εκτιμήσεις τον καθαρό αέρα που θα μπει ξανά στους πνεύμονές σου.
Φ.Τ. Στο βάθος κρύβονται θησαυροί, όπως λέει κι ένα νησιώτικο νανούρισμα από τα μέρη της Τασούλας:
«Βουτηχτής μες στον γιαλό
Στα βάθη ελησμονήθη….
Κι ήταν μέσα θησαυροί
Από καιρό χαμένοι»
Όμως όση αξία έχει η βουτιά, άλλη τόση έχει και η ανάδυση. Το φως, η μαγεία της ανάδυσης, είναι συναρτημένη από την κατάδυση στο σκοτεινό βυθό.
Αν διάβαζα το βιβλίο σας εκείνη τη περίοδο θα είχε για μένα το ίδιο συγκινησιακό εφέ (μεγάλο) που είχε ο δίσκος «Αντιλόπη» του The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης). Εσάς τι από ό,τι γεννήθηκε εκείνες τις ημέρες ή και με μετέπειτα σας συγκίνησε βαθιά;
Τ.Ε. Στα τέλη Μαΐου, οι New York Times κυκλοφόρησαν με ένα συγκλονιστικό πρωτοσέλιδο. Δημοσίευσαν τα ονόματα χιλίων από τα δεκάδες χιλιάδες θύματα της COVID-19 στις ΗΠΑ, μαζί με ένα μικρό αλλά ουσιαστικό βιογραφικό τους. Διάβασα τις ιστορίες τους με κομμένη την ανάσα. «Δες μας», μου είπαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. «Οι απώλειες δεν γίνεται να είναι απλοί αριθμοί. Ο θάνατος έχει πάντα όνομα. Έχει πρόσωπο. Μη φοβάσαι να το αντικρίσεις. Έτσι θα χαρείς πιο πολύ τη ζωή…»
Αργούν οι ημέρες που θα μιλήσουμε για τις αλήθειες που μας έμαθε ο κορωνοϊός;
Φ.Τ. Μια μεγάλη αλήθεια που μας χάρισε, και εννοώ το ρήμα «χάρισε» ο κορωνοϊός είναι και η ανατροπή της έννοιας του «ευάλωτου». Όσοι μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν με την αίσθηση μιας απρόσκοπτης, παντός καιρού, αδιατάρακτης αίσθησης άτρωτου, αυτοί μέσα στην πανδημία δυσκολεύτηκαν περισσότερο να την αντέξουν. Ο ιός ανάδειξε το μύθο της παντοδυναμίας μας.
Κυρία Τσαλίκογλου, ακολουθήσατε τις αρχές της Ισλανδίας που προέτρεπαν τους πολίτες να αγκαλιάζουν τα δέντρα;
Να αγκαλιάζουμε τα δένδρα; Nαι… Τα δένδρα είναι άνθρωποι, αν δεν τα αγκαλιάσεις πεθαίνουν. Πεθαίνεις κι εσύ μαζί τους. Όλη η αλληγορία για την αλόγιστη καταστροφή που επιβάλαμε στη φύση. Προσωπικά, στο μυαλό μου, τα δένδρα είναι και οι λέξεις. Φαντάζομαι δένδρα φτιαγμένα από λέξεις. Με τις λέξεις παλεύουν οι συγγραφείς. Είναι η πρώτη ύλη της γραφής. Λέξεις που ανασταίνουν απουσίες. Που κάνουν τα απόντα πράγματα ωσεί παρόντα. Οι λέξεις είναι άνθρωποι, αν δεν τις ακούσεις πεθαίνουν. Από την ύλη των λέξεων είναι καμωμένο το «Με Βλέπεις;». Στις σελίδες του, μεταξύ άλλων, υπάρχουν κάποιες αναστημένες απουσίες…
Κυρία Επτακοίλη, με την ιδιότητα της δημοσιογράφου ποιο ήταν το πιο ωραίο κείμενο που γράψατε αυτόν τον καιρό; Μπορείτε να μας εμπιστευτείτε μερικές προτάσεις;
Ένα πρόσφατο σχόλιό μου για την μαζική θανάτωση μινκ στην Ευρώπη. Τίτλος του ήταν «Σήμερα είμαι μινκ». Αυτός ο μονόλογος ενός μινκ κατέληγε ως εξής: «Για το μέλλον μου δεν έχω ψευδαισθήσεις. Όταν αποκτήσω το μέγεθος που πρέπει, που εξασφαλίζει όσο το δυνατόν περισσότερη και καλής ποιότητας πρώτη ύλη για τη γουνοποιία, θα θανατωθώ. Δεν ξέρω αν ο εκτροφέας μου θα επιλέξει την ηλεκτροπληξία (με καλώδια μέσω του ορθού μου) ή το μονοξείδιο του άνθρακα. Το ίδιο μου κάνει. Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Θα είναι για μένα η μοναδική στιγμή ελευθερίας που θα έχω βιώσει. Και, ταυτόχρονα, το καλύτερο δώρο που θα μου έχει κάνει το ανθρώπινο είδος. Γιατί θα έχω ζήσει μαρτυρικά και λάθρα, σαν να ήμουν αόρατο. Ορατό –και επιθυμητό για κάποιους– θα είναι μόνο το κουφάρι μου. Είδος πολυτελείας, για το οποίο θα πληρώσουν αδρά»…