«Όλες αυτές τις ημέρες δεν μπήκα σε καμιά αναμονή. Το πιο έξυπνο που νομίζω ότι πρέπει να κάνει κάποιος είναι να το βιώσει όλο αυτό ως ότι κάτι που συμβαίνει τώρα και όχι σαν κάτι που περιμένει να τελειώσει για να έρθει κάτι καλύτερο. Είναι μεγάλο βάσανο να περιμένεις κάτι που θα σε απαλλάξει από αυτό που ζεις τώρα. Και αυτό κάνουμε διαρκώς. Τώρα μας έλαχε ο κορονοϊός και πρέπει να ζήσουμε χωρίς αναμονή. Τι μπορεί να βάλει “στοπ” στο κάθε “περίμενε”; Η ίδια η ζωή, φαντάζομαι. Η ζωή σκοτώνει την αναμονή, αλλιώς αυτή μπορεί να σκοτώσει την ίδια την ύπαρξη. Η αναμονή σε βάζει να ζεις έξω από εσένα – όπως και στο έργο. Περιμένοντας δεν βιώνεις. Αναρωτιέσαι για πυρηνικά, οικουμενικά, υπαρξιακά θέματα, αλλά δεν υπάρχει δράση. Δεν είναι τυχαίο που ο Μπέκετ στο έργο ξεκινά με τη φράση “Τίποτα δεν γίνεται”. Έχω την ευλογία να ακούω αυτό το κείμενο τους τελευταίους τρεις μήνες, αλλά δεν έχω απάντηση στο τι μπορεί να μας κάνει ουσιαστικά να μην πέσουμε θύματα αυτής της αδράνειας που φέρνει η αναμονή. Δεν έχω απαντήσεις. Με πετυχαίνετε αυτή την περίοδο να έχω περισσότερες ερωτήσεις. Και ξέρετε κάτι; Δεν γνωρίζω και αν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε αυτό το “τίποτα δεν γίνεται”. Γιατί ίσως, τελικά, ό,τι κάνουμε να έχει αντίκτυπο μόνο σε εμάς τους ίδιους, στο ενεργειακό πεδίο που περιορίζεται λίγο εκατοστά έξω από τη σάρκα μας. Αντιλαμβανόμαστε ότι τα πράγματα κινούνται επειδή έχουμε την ανάγκη να τα τοποθετήσουμε σε δράση, σε κίνηση, και στη διάσταση που λέγεται χρόνος. Και απ’ ό,τι φαίνεται η φύση αποδέχεται αυτό που εμείς ονομάζουμε “χρόνο” ως κάτι φυσικό και προχωράει. Εμείς, όμως, προσπαθούμε να αντισταθούμε και ως εκ τούτου δεν καταφέρνουμε τίποτα. Γιατί προσπαθούμε να αντισταθούμε στο αναπόφευκτο, στο κλείσιμο του κύκλου, στον θάνατο.
Ποιο είναι το αντίθετο του να μην συμβαίνει τίποτα; Να μη σε απασχολεί αυτό το τίποτα. Το τίποτα, άλλωστε, συνδέεται με την αποδοχή και δημιουργεί μια παράξενη σύνθεση που μας φέρνει σε επαφή με την προσωπική ευθύνη μας. Κάπου εκεί ίσως συναντιόμαστε με αυτό το έργο και έτσι δημιουργείται ένας ανοιχτός διάλογος γύρω από αυτό το τίποτα και το σημείο μηδέν. Τώρα θα μου πείτε ότι και τα όνειρα έχουν προσμονή. Εγώ πιστεύω πως το τι ονειρεύεσαι κλείνει πολύ παρελθόν μέσα του. Τα όνειρά σου έχουν μέσα τους αναφορές: την καταγωγή σου, αν πήγαινες σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο, τις κυβερνήσεις που πέρασαν από το κεφάλι σου, τον ήλιο που σε έλουζε το πρωί όταν ξυπνούσες, ο τρόπος που ο περίγυρός σου τα αντιμετώπισε όλα αυτά. Οπότε στα όνειρα δεν βλέπω αναμονή, αλλά το αγκάλιασμα των ορίων σου με το εδώ και τώρα. Και εκεί εγώ βρίσκω κάτι ρομαντικό που έχει και παρελθόν και μέλλον.
Το Περιμένοντας τον Γκοντό ήταν η πρώτη παράσταση που ανακοινώθηκε. Ήμασταν ακόμη σε καραντίνα. Ξεκίνησε μέσα από την ανάγκη μας να παίξουμε και όχι να μας δούνε. Από τη δίψα να μπορέσεις να επικοινωνήσεις σε μια τόσο δύσκολη στιγμή κάτι που θεωρείς επίκαιρο. Δεν ήταν αντίσταση για την αντίσταση. Δε θέλαμε απλώς να κινηθούμε εκεί που όλα ήταν ακίνητα, αλλά περισσότερο να συντονιστούμε με το εδώ και το τώρα. Η καραντίνα ήταν μια αφορμή ώστε να μας δοθεί ο χώρος και ο χρόνος να φροντίσουμε τον εαυτό μας. Η φροντίδα είναι ένα πρώτο βήμα ώστε να έρθουμε κοντά στην αυτοεκτίμηση. Είναι ωραίο να φροντίζεις τον εαυτό σου ή τουλάχιστον να ξέρεις ότι είσαι σε θέση να το κάνεις, αν χρειαστεί. Όσοι το εκμεταλλεύτηκαν και συντονίστηκαν με αυτό που συμβαίνει, βγήκαν κερδισμένοι. Από την άλλη, η αγωνία κατέβαλε πολύ κόσμο και τους άφησε κολλημένους σε άλλες ανάγκες και ενοχές. Εγώ και δεν συντονίστηκα απόλυτα, αλλά και δεν πνίγηκα μέσα σε αυτό που μου επιβλήθηκε. Επίσης δεν περίμενα τίποτα. Και επιστρέφουμε πάλι στην παράσταση. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι επίκαιρο αυτό το έργο: γιατί όλοι κάτι περιμένουμε. Ο τρόπος, η μανία με την οποία αναπολούμε την κανονικότητα μου φέρνει απελπισία. Πάλι περιμένουμε κάτι, μέσα στο οποίο δεν ήμασταν ούτως ή άλλως ευτυχισμένοι, αλλά επειδή ξεβολευτήκαμε –και δεν μιλώ για εκείνους που χάσανε ζωές, αγαπημένους και δουλειές- αλλά για όλους αυτούς που γκρινιάζουν επειδή πρέπει να φοράνε μάσκα, επειδή δεν μπορούν να πάρουν αγκαλιά τους αγαπημένους τους.
Εγώ δεν έβαλα εικόνα στο προφίλ μου support art workers και δεν ξέρω αν σημαίνει κάτι αυτό, ούτε και τι σημαίνει για εκείνους που το έκαναν. Αυτή τη στιγμή πάντως ως ανάμνηση από το support art workers έχει μείνει η εικόνα στο προφίλ του facebook, και δεν λέω ότι αυτό είναι καλό ή κακό. Μπερδεύομαι πια με την πολιτική του facebook, αλλά δεν θέλω να στέκομαι κριτικά ούτε απέναντι στην εποχή ούτε στην ανάγκη των ανθρώπων να δηλώσουν τη θέση τους με αυτόν τον τρόπο. Λέω απλώς τι έκανα ή τι δεν έκανα.
Σίγουρα χρειαζόμαστε τη στήριξη της πολιτείας, αλλά πρέπει να ζητήσουμε και την υποστήριξη του κόσμου. Γιατί, αν από το φθινόπωρο ανοίξουμε χωρίς lockdown και οι θεατές τρομαγμένοι δεν έρθουν στους μικρούς χώρους και τα υπόγεια θέατρα, τότε τι θα κάνουμε; Πόσος θυμός θα έχει περισσέψει για τον εξαπολύσουμε και προς ποια κατεύθυνση; Προς τον κόσμο; Προς το τρομαγμένο για την υγεία του κοινό; Επιπλέον, θα πρέπει να αναρωτηθούμε και για μερικά ακόμη πράγματα. Πρέπει να αντιδρούμε τόσο γρήγορα και σπασμωδικά; Μήπως αυτή η γρήγορη αντίδραση (των καλλιτεχνών) στην κλωτσιά που φάγαμε υποδηλώνει ότι προϋπήρχε μια πληγή; Πώς συμπεριφερόμασταν πριν στη δουλειά μας και απέναντι στους συναδέλφους μας όταν όλα ήταν καλά; Πώς διαχειριζόμασταν την αδικία όταν δεν μας αφορούσε; Τι ηθική διαμορφώνουμε εμείς οι ίδιοι μέσα στον χώρο του θεάτρου; Και, τελικά, πόσο εύκολα ξεχνάμε; Δεν μας κατηγορώ. Σε καμία περίπτωση. Όμως μου ήταν δύσκολο να αναγνωρίσω μια ενιαία σημαία για τον κλάδο μας τόσο γρήγορα. Ωστόσο, εύχομαι να λειτουργήσει όλο αυτό που έχει ξεκινήσει. Κι εγώ θα είμαι εκεί. Ο θυμός είναι που με απομακρύνει. Αντιτίθεται στην κρίση μας. Δεν είναι σωστό εργαλείο. Με τον θυμό δεν μπορείς να κάνεις λεπτοδουλειά. Μπορείς όμως να αναγνωρίσεις πράγματα και να λύσεις κάποιον γρίφο…
Γρίφος είναι και τα κείμενα του Μπέκετ με τα οποία πρέπει να συνδεθεί ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Είναι ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης. Σαν μαθηματική πράξη ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είναι επιστήμονες. Το κάθε μυαλό την πράξη αυτή θα την κάνει διαφορετικά. Θα μπει από άλλο δρόμο, θα μπει και θα βγει από άλλη παρένθεση και αυτό ακριβώς θέλει ο συγγραφέας. Σε κάποιους φέρνει μια τεράστια ταραχή, γιατί απογυμνώνει την αλήθεια. Τους προκαλεί τρόμο, απειλή και απελπισία. Δεν είναι εύκολο για όλους να ακούσουν ότι η ζωή είναι μια λάμψη. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Μπέκετ κάνει πλάκα με ένα πονηρό χιούμορ που λίγοι έχουν χρησιμοποιήσει. Το χιούμορ πρέπει να έχει μέσα του και πόνο και απελπισία. Δεν πρέπει να είναι ατόφιο. Δεν πρέπει να φοβάται. Ούτε αυτός που το κάνει να τρέμει την προσωπική του έκθεση. Ο πόνος και το χιούμορ είναι δυο έννοιες με τις οποίες συνδέομαι και αποσυνδέομαι συνεχώς. Το χιούμορ είναι ένα όπλο σύνδεσης. Ένας τρόπος να βρεθείς με τους ανθρώπους, μια κουβέρτα για να κρυφτείς. Το ίδιο και ο πόνος. Και μέσω του πόνου μπορείς να κρυφτείς, αλλά και να κρυφτείς από αυτόν. Μπορείς να του επιτρέψεις να σου συμβεί, να τον πάρεις αγκαλιά, αλλά και να αποφασίσεις να τον νιώσεις και να τον αποδεχτείς.
Πέρα από αυτό, στο Περιμένοντας τον Γκοντό με συγκινεί η βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να εξηγήσει τον λόγο της ύπαρξής του και να της δώσει και την παραμικρή αξία, αλλά και η αποτυχία αυτή της διαδικασίας. Αυτή η συνεχής προσπάθεια με τα ίδια αποτυχημένα αποτελέσματα με συγκινεί πάρα πολύ. Θυμίζει τον Σίσυφο, αλλά και τη διαδικασία που υπάρχει στην ανθρωπότητα: κάθε γενιά πρέπει να αποτύχει με τον δικό της τρόπο και να κάνει τη δική της διαδρομή. Ξανά και ξανά πρέπει να απαντάμε οι άνθρωποι στο ίδιο μεγάλο ερώτημα. Και μέσα σε όλο αυτό είμαστε ευλογημένοι και καταδικασμένοι να αναγνωρίζουμε τη μικρή μας φύση. Και ταυτόχρονα να το ξεχνάμε γιατί δεν μπορούμε να καταπιούμε το γεγονός ότι θα μπορούσαμε να είμαστε πιο σπουδαίοι, ενώ είμαστε ένα τίποτα. Αυτή η σκέψη εμένα με γειώνει, με συγκινεί, με κάνει να θέλω να μάθω κι άλλα, αλλά ταυτόχρονα να μη με ενδιαφέρει και τίποτα. Ίσως αυτό χρειάζεται να θυμάμαι. Αυτό και την αγάπη. Ποιος ξεχνάει την αγάπη; Όλοι μας. Μη βλέπετε τις καρδούλες με βέλη στο Ιnstagram και στα posts του facebook. Εγώ μιλάω για την αγάπη. Τo πρώτο φίλτρο πλέον είναι ο θυμός, η αντιπαράθεση, και το χειρότερο είναι πως το συνηθίζουμε. Δεν λέω να αγαπάμε γενικώς και αορίστως. Αλλά να την αναγνωρίζουμε ως αξία. Δεν μιλάω για τη θρησκεία, αν και ο Χριστός δίδαξε την αγάπη και αυτό ήταν ωραίο. Αν το απομονώσω αυτό, τότε με ενδιαφέρει. Χωρίς το υπόλοιπο που έχει τιμωρία και ενοχές. Η πρόθεση να εναρμονιστείς και να ταυτιστείς με την αγάπη και τα πιο αγνά σου συναισθήματα και όχι με το δάγκωμα και την άμυνα είναι πολύ ωραία στάση. Ακριβή».
Info: Η παράσταση Περιμένοντας Τον Γκοντό σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα κάνει περιοδεία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Αναζητήστε το πρόγραμμα και εισιτήρια στο viva.gr