Ποιος ήταν ο φόβος σας για τα Δικά μας Παιδιά; Τι θέλατε να μάθουμε γι’ αυτά; Ποιο είναι το συγγραφικό εργαλείο για να αποτυπώσετε μια άλλη γενιά, τόσο μακρινή και διαφορετική από τη δική σας;
Η ανησυχία, όχι ο φόβος, ήταν να αναδειχθεί η ορυκτή αλήθεια της φωνής αυτών των παιδιών. Χωρίς κλισέ. Τα συγγραφικά εργαλεία είναι, νομίζω, η παρατήρηση, η μελέτη, ο σεβασμός. Είτε προσπαθείς να αποτυπώσεις μια γενιά τόσο μακρινή από τη δική σου είτε έναν άλλο κόσμο δύο αιώνες πιο πριν, κάνεις έρευνα. Όταν το βιβλίο δεν ομφαλοσκοπεί, όταν ο άνθρωπος που γράφει δεν καταβυθίζεται στον εαυτό του, η λογοτεχνία λειτουργεί ως ηχείο μιας εποχής. O συγγραφέας κάνει πίσω και προσπαθεί να αποτυπώσει τη μεγάλη εικόνα ενός ολόκληρου κόσμου τη στιγμή που βράζει.
Βρήκατε κάποιο κοινό ανάμεσα στις δύο αυτές γενιές;
Πολλά. Η μουσική, για παράδειγμα. Η μουσική είναι πολύ συχνά το κλειδί για να καταλάβει κανείς μια γενιά. Ο τρόπος που οι φίλοι γίνονται οικογένεια. Το πόση σημασία αποκτούν οι άλλοι. Όλα αυτά τα μικρά που γίνονται, αίφνης, μεγάλα. Ξέρετε, κάθε γενιά νομίζει ότι προστατεύει τα παιδιά της. Αν, όμως, ακούσουμε την ιστορία από την άλλη πλευρά, θα δούμε ότι και τα παιδιά προστατεύουν τους γονείς από όσα δεν θα υποψιαστούν. Και ευτυχώς.
Αν σας ρωτήσει κάποιος για τι μιλάει αυτό το βιβλίο, τι θα του απαντούσατε;
Δύσκολη ερώτηση. Κυρίως γιατί ο συγγραφέας δεν είναι ποτέ το κατάλληλο πρόσωπο για να απαντήσει. Οι αναγνώστες επενδύουν με σκέψεις, αισθήματα, βιώματα τα βιβλία και τους δίνουν πολύ μεγαλύτερη ζωή απ’ όση έχει φανταστεί ο συγγραφέας τους. Θα έλεγα ότι τα Δικά μας Παιδιά είναι ένα μυθιστόρημα που αφορά δύο γενιές: τη γενιά των παιδιών μας, των παιδιών που μεγάλωσαν κλεισμένα μέσα στα δωμάτιά τους, με τα ακουστικά στ’ αυτιά. Ζουν τη ζωή τους online και έχουν για οικογένεια τους φίλους τους. Αφορά όμως και τη δική μας γενιά, που πιστέψαμε πως θα γίνουμε καλύτεροι από τους γονείς μας. Αφορά όχι μόνο το τώρα, αλλά και την εποχή που έφτιαξε αυτό που είμαστε σήμερα. Είναι ένα βιβλίο που αποτυπώνει όσα ζούμε, όσα βλέπουμε να βράζουν δίπλα μας. Ο αναγνώστης ενδέχεται να κουνήσει το κεφάλι λέγοντας «το ξέρω, το έχω ζήσει αυτό». Και από την άλλη, ανοίγει για λίγο την πόρτα στα κλειστά δωμάτια, τραβάει την κουρτίνα που σκεπάζει κάποια πράγματα και μας αφήνει να δούμε αυτά που ίσως δεν ξέρουμε, μας πηγαίνει εκεί που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μας πάει, στις ζωές των άλλων.
Κάτι διαφορετικό ανάμεσα στις δυο γενιές είναι η γλώσσα, οι λέξεις, η επικοινωνία. Πώς ελέγξατε αυτή την απόσταση στην επικοινωνία; Πώς γεφυρώνεται αν όντως συμβαίνει; Η επικοινωνία ανάμεσα στις γενιές πώς επιτυγχάνεται άραγε;
Αυτό ήταν ίσως και ένα από τα δυσκολότερα κομμάτια της συγγραφής: η αποτύπωση της φωνής των ηρώων. Γιατί η ψευτιά στην αφήγηση φαίνεται κι αν πας να την κρύψεις, φωνάζει. Αν δεν υπάρχει η αλήθεια της φωνής του ήρωα, η υπαρξιακή αλήθεια του δικού του βλέμματος πάνω στα πράγματα, η αφήγηση καταρρέει. Το μυθιστόρημα αποδίδει αυτή την απόσταση ανάμεσα στις δύο γενιές με χίλιους τρόπους: γλωσσικούς, αλλά και μη γλωσσικούς. Όλα αυτά τα μικρά πράγματα που δεν είναι μόνο λέξεις, αλλά και σιωπές, βλέμμα επάνω στη ζωή και στον κόσμο. Όσο για την επικοινωνία ανάμεσα στις γενιές, ευελπιστώ ότι στην ερώτησή σας απαντάει το ίδιο το βιβλίο, μέσα από τις διαφορετικές περιστάσεις, τις διαφορετικές οικογένειες, τα σκαμπανεβάσματα και τις περιπέτειες του βίου των ηρώων. Όταν η επικοινωνία είναι το ζητούμενο, το πρώτο που κάνει κανείς είναι να σταματήσει να μιλάει. Να ακούσει τι έχει να του πει ο άλλος. Να σκεφτεί και να αισθανθεί.
Εσείς, σε προσωπικό επίπεδο, πώς επικοινωνείτε με τα παιδιά; Χρησιμοποιείτε το δικό σας «χθες»; Καταλαβαίνετε το δικό τους «τώρα»; Η λογοτεχνία μπορεί να γίνει ένα τέτοιο εργαλείο;
Έχω περάσει πάνω από τη μισή μου ζωή μιλώντας με τα παιδιά. Είκοσι πέντε χρόνια στα σχολεία και τα έξι τελευταία στο Πανεπιστήμιο. Όχι, δεν χρησιμοποιώ τα δικά μου βιώματα, ποτέ δεν με βοήθησε αυτό. Το ζήτημα δεν είναι να βυθίζεσαι στον εαυτό σου, για να καταλάβεις κάποιον άλλο – τουλάχιστον εγώ δεν λειτουργώ έτσι. Προσπαθώ να ακούσω, πάντα αυτό είναι για εμένα το κλειδί. Να δίνεις χώρο στον άλλο, να του δίνεις χρόνο. Να ακούς, να ακούς πραγματικά, όχι να παριστάνεις πως ακούς. Να μπορείς να μπαίνεις στη θέση του, τουλάχιστον να το προσπαθείς. Η λογοτεχνία είναι ίσως το πιο ισχυρό εργαλείο που έχουμε για να καταλάβουμε αυτό που δεν ξέρουμε: μας παίρνει από το χέρι και μας πηγαίνει σε μέρη που δεν μπορούμε να πάμε μόνοι μας. Με τα μυθιστορήματα δεν διαβάζουμε απλώς, ζούμε τις ζωές των άλλων. Δεν υπάρχει πιο βαθύ εργαλείο ενσυναίσθησης από την πεζογραφία.
Υπάρχει κάποια στιγμή που θυμάστε να λέτε «αυτό θα γράψω, αυτή την ιστορία θέλω να πω»; (Για το συγκεκριμένο βιβλίο.) Και όταν το βρήκατε; Με τι ξεκινήσατε;
Υπήρχαν πολλές μικρές ιστορίες, κάποιες κοφτερές σαν λεπίδια, άλλες πιο ήσυχες, αλλά επίμονες, γυρνούσαν και ξαναγυρνούσαν στο μυαλό μου, δεν με άφηναν σε ησυχία. Δεν ξέρω να σας πω με τι ξεκίνησα. Το βιβλίο γράφτηκε και ξαναγράφτηκε, αυτός είναι ο τρόπος μου να γράφω, τα επάλληλα στρώματα. Αν θυμάμαι καλά, η πρώτη αρχή πετάχτηκε. Όμως αυτά δεν έχουν τόση σημασία. Είναι το υπόστρωμα, τα συγγραφικά καύσιμα, η φωτιά που καίει. Αυτό που μένει τελικά είναι η ιστορία, καθαρισμένη από τα πρώτα χώματα, με τον δικό της ρυθμό, το νεύρο και την αλήθεια της.
Η μουσική παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο βιβλίο σας. Σας επηρέασε και στο ύφος;
Ίσως σας φανεί παράδοξο, αλλά το πιστεύω: το μυθιστόρημα είναι μουσική. Έχει στιγμές που ο τόνος ανεβαίνει κλιμακωτά, αλλά και στιγμές σιωπής, ο ρυθμός είναι εσωτερικός αλλά παντοδύναμος, ο συγγραφέας είναι μαέστρος, συντονίζει τους διαφορετικούς ρυθμούς στα κεφάλαια, τις διαφορετικές φωνές, ώστε όλα μαζί να ακούγονται και να λειτουργούν σαν συναυλία. Ένα παραπάνω εδώ, που η μουσική γίνεται θέμα και κλειδί στην αφήγηση και οι στίχοι δίνουν τίτλους στα κεφάλαια. Το ύφος, ιδίως στα μέρη που αφορούν τα παιδιά, απηχεί τον ήχο της μουσικής που ακούν και, φυσικά, αλλάζει όταν οι ιστορίες των γονιών τους βγαίνουν μπροστά.
Διάβασα ότι κάνατε έρευνα. Μιλήσατε με τα «δικά σας παιδιά». Τι άνοιξε τα παράθυρά τους για να μπορέσετε να φτάσετε σε αυτό που έχει σημασία; Για να φτάσετε να πείτε με σιγουριά ότι τα ακούτε;
Αυτό που άνοιξε τα κλειστά δωμάτια, τα δωμάτια που είχαν απαγορευτικό -γιατί μη νομίζετε, για να ανοίξει μια χαραμάδα θα πρέπει πρώτα να σε τσεκάρουν, να νιώσουν ασφάλεια, να σιγουρευτούν ότι πράγματι θέλεις να ακούσεις- είναι κυρίως η προϋπόθεση ότι θα σεβαστείς αυτό που ακούς, δεν θα βιαστείς να πεις τα δικά σου. Κι ούτε θα πετάξεις τις ιστορίες τους στα σκυλιά. Ο σεβασμός είναι πάντα το κλειδί.
Στο βιβλίο σας υπάρχουν μια πόλη, γενιές, ομάδες, οικογένειες. Συλλογικότητες. Είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο να μιλάτε για κάτι συλλογικό από το να χτίζετε έναν χαρακτήρα;
Έχετε τόσο δίκιο! Με ενδιαφέρει πολύ αυτό: να αποτυπωθεί το ωμό νεύρο μιας κοινωνίας που πάλλεται, να δει κανείς τη μεγάλη εικόνα. Όμως η τοιχογραφία που απεικονίζει όλα αυτά που λέτε, μια πόλη, δύο γενιές, ομάδες, οικογένειες, συλλογικότητες, ξεκινά από την αποτύπωση του κάθε προσώπου ξεχωριστά. Αλλά δεν μένει εκεί. Ανοίγεται, για να δώσει με τη σύνθεση τη μεγάλη εικόνα. Τώρα που το λέτε, το σκέφτομαι: στο μυθιστόρημα με ενδιαφέρει να αποτυπώνεται αυτό το συλλογικό «εμείς». Η τοιχογραφία, πάντως, προϋποθέτει τα επιμέρους πορτρέτα, δεν μπορεί να δουλέψει κανείς χωρίς τους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους.
Υπάρχει και ένας άλλος διαχωρισμός στο βιβλίο: ο ταξικός. Δεν ανήκουν όλα σε όλους. Και, ταυτόχρονα, υπάρχει και ο δρόμος. Από εκεί που περνάνε όλοι και όλα. Εκεί που συμβαίνουν όλα. Πώς τον αντιμετωπίσατε αυτόν; Τι αισθάνεστε ότι είναι ο δρόμος, οι δρόμοι στο βιβλίο σας;
Ο δρόμος, τα πάρκα, η πόλη, είναι το παλλόμενο νεύρο της κοινωνίας, που λέγαμε. Υπάρχουν σκηνές στα κλειστά δωμάτια, στα σπίτια, πίσω από τις κλειστές πόρτες, αλλά στον δρόμο κυκλοφορούν οι παρέες, οι μοναχικοί έφηβοι, οι συμμορίες, τα αδέσποτα σκυλιά. Μικροί και μεγάλοι βρίσκονται σε κίνηση. Ένας εικοσιπεντάχρονος αναγνώστης μού έγραψε πριν από λίγες μέρες: «Σκεφτόμουν αν το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από κάποιον που δεν έχει ζήσει έστω για λίγο στη Θεσσαλονίκη, που δεν έχει περπατήσει στο κέντρο, στην Μπότσαρη, στο Φάληρο. Δεν ξέρω αν έχει σημασία αυτή η απορία, γιατί με το ίδιο σκεπτικό δεν θα διαβάζαμε ποτέ ξένα μυθιστορήματα. Η λογοτεχνία, το σινεμά, μας κάνουν να φτιάχνουμε ξανά τις πόλεις στο μυαλό μας». Δεν θα μπορούσα να το πω καλύτερα.
Τα δικά σας παιδιά ποια είναι κυρία Νικολαΐδου; Ποια νιώθετε δικά σας παιδιά; Έχουν ανάγκη την κτήση μας τα παιδιά; Τη φροντίδα μας; Αυτά μας φροντίζουν; Έχουν από εμάς τη σωστή φροντίδα; Έχουμε μπλέξει τη φροντίδα με την κτήση;
Για τη δική μας γενιά, νομίζω, δικά μας παιδιά είναι όλα τα παιδιά, σ’ αυτά θα παραδώσουμε τη σκυτάλη. Για τη δική τους γενιά, δικά μας παιδιά είναι οι άνθρωποι με τους οποίους μοιράζονται κοινούς κώδικες, τρόπο ζωής και αξίες. Τα δικά μας παιδιά έχουν ανάγκη από τη φροντίδα μας, αλλά σπανίως το παραδέχονται. Τα ίδια άλλωστε δεν κάναμε κι εμείς; Κι αυτά μας φροντίζουν, χωρίς όμως εμείς να το καταλαβαίνουμε. Μέρος της δικής μας φροντίδας είναι να τα αφήσουμε να ανοίξουν τα φτερά τους και να φύγουν, όταν έρθει η ώρα.
Info: Το βιβλίο Τα Δικά μας Παιδιά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.