Η Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη περιγράφει με τρυφερότητα το δικό της πολύ προσωπικό ταξίδι στο θεατρικό ψυχογράφημα του Γιαννούλη Χαλεπά που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στη Στέγη. Μέσα από την παράσταση με μια αίσθηση αρχαίας τραγωδίας ερχόμαστε κοντά την ιστορία του Γιαννούλη Χαλεπά, αυτής της ασκητικής μορφής της ελληνικής γλυπτικής που κάποιοι αποκάλεσαν «Ροντέν της Ελλάδας» και κάποιοι άλλοι «άγιο, τρελό, ιδιοφυΐα και καταραμένο καλλιτέχνη». Από τη γέννησή του στον Πύργο της Τήνου μέσα στα μάρμαρα και στις σκόνες του πατρογονικού εργαστηρίου έως το θρυλικό του έργο Κοιμωμένη στο Α΄ Νεκροταφείο.
Κι από την κατάρρευση, τον ψυχιατρικό εγκλεισμό και την πολύχρονη απομόνωση στα βουνά του νησιού του έως την πνευματική αφύπνιση και την ορμητική αναγέννηση που τον καθιέρωσε στα γεράματα. «Ο νέος (γέρος) Χαλεπάς ξεπέρασε τον παλιό (νεαρό)» έλεγε ο ίδιος. Μέσα από τις αισθήσεις του ονείρου, η Αργυρώ Χιώτη περπατά τον δύσβατο δρόμο του γλύπτη, ανάμεσα στη σιωπή και στο παράλογο, στην αδράνεια και στη δημιουργία, παραδίδοντας μια σύγχρονη μουσική τραγωδία με λιμπρέτο του The Boy, μουσική του Jan Van Angelopoulos, σκηνικό χώρο της Έφης Μπίρμπα και μια εξαιρετική ομάδα ερμηνευτών.
Πώς θα περιγράφετε το δικό σας πολύ προσωπικό ταξίδι σε αυτό το “από ψήγματα” ψυχογράφημα του Χαλεπά;
Θέλησα να μπω στη θηλυκή πλευρά του Χαλεπά, να ενσκήψω στο ψυχικό κομμάτι εκείνο που είχε εξιδανικευμένο τον έρωτα. Στη Μαριγώ, τον ανεκπλήρωτο παιδικό έρωτα του που ερχόταν στη σκέψη, στα όνειρά του, στα αγάλματα του. Στην κοιμωμένη του που όταν την επισκέφτηκα στο πρώτο νεκροταφείο είδα το άγουρο της ηλικίας της, ένιωσα τη δίψα της στο μισάνοιχτο στόμα της, στο ανέγγιχτο σώμα της. Και έπειτα στον χορό των ανολοκλήρωτων αγαλμάτων περνάω και τη θέση της μάνας. Της μάνας που έμεινε στην ιστορία ως αυτή που τον κατέστρεψε (μα πόσο άδικο) μια γυναίκα με πέντε παιδιά εκ των οποίων τα τρία με ψυχολογικά προβλήματα και τα δύο από τα τρία να αυτοκτονούν τελικά. Κάτι που γνωρίζουν ελάχιστοι. Τέλος στη σκηνή του φρενοκομείου θέλησα να φέρω την μικρή αδερφή του Γιαννούλη κάτι που δεν είναι γραμμένο από τον The Βoy στο έργο. Ένα κορίτσι με ψυχικό νόσημα που πέταγε τα ρούχα της και έτρεχε ελεύθερη στα στενά του Πύργου τραγουδώντας. Σκέφτομαι ολοένα αυτή τη φράση του Μπέκετ. “Όταν είμαστε μες στα σκατά ως το λαιμό δεν μένει παρά να τραγουδήσουμε”. Εδώ είναι ταμάμ.
Εσείς τι μάθατε από τον Χαλεπά;
Τον Χαλεπά τον “επισκέφτηκα” στην Τήνο, προσπάθησα να τον αφουγκραστώ στο θρόισμα των φύλλων του πλάτανου που έχει εκεί στην πλατεία του Πύργου, να δω τη σκιά του να ξεμακραίνει στα σοκάκια, να αφεθώ στην γοητεία του, να μάθω πως αλχημιστικά σχεδόν αναγεννιόταν, να ακούσω το γέλιο του. Δεν είναι φοβερό που ένα τόσο βασανισμένο πλάσμα γελούσε συνέχεια, δυνατά, αναίτια λένε. Τι θέλει το σώμα για να απαλύνει άραγε; Θα τολμήσω να πω πως σε στιγμές με μεγάλη φόρτιση για μένα, είχε και το δικό μου σώμα καταφύγει στο γέλιο, θυμάμαι πως όταν γέννησα την πρώτη μου κόρη τη Μυρτώ, γελούσα ασταμάτητα (σίγουρα όχι αναίτια) την ώρα της εξώθησης. Δεν ξέρω αν το χάνω το μυαλό μου καμιά φορά αλλά σίγουρα μπορώ να πω πως όταν βυθίζεσαι στην ύπαρξη σου το γέλιο από το δάκρυ απέχουν ένα χιλιοστό.
Υπήρχε μία αίσθηση αρχαίας τραγωδίας, Υπήρχε η πρόθεση για κάτι τέτοιο;
Ναι, το λιμπρέτο που έγραψε ο The Boy είναι ξεκάθαρα μία σύγχρονη μουσική τραγωδία, ήμασταν σίγουροι ότι πρέπει να έχει τέτοια δομή. Η πάροδος, η χορικότητα, τα στάσιμα, η σύγκρουση, η κάθαρση ναι έχουν θέση εδώ. Άλλωστε και ο ίδιος ο Γιαννούλης είχε σχέση με την αρχαία ελληνική γραμματεία, την ήξερε, την μελετούσε, τον απασχολούσε. Επίσης, μια από τις πιο γνωστές και συχνές εμπνεύσεις του ήταν εκείνη της Μήδειας. Επέστρεφε συχνά σε αυτή τη θεματολογία.
Είμαστε όλοι ανεκπλήρωτα αγάλματα; Τι θα μας ολοκλήρωνε; Εσάς;
Είμαστε όλοι ανολοκλήρωτα αγάλματα, μονίμως αποζητούμε το κομμάτι που λείπει. Το έχει πει και ο ποιητής John Donne: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι ένα νησί ολόκληρο από μόνο του» (Νo man is an Island entire of itself) και επίσης το μυαλό μου πάντα έρχεται αυτή η κληρονομημένη αμαρτία, αυτή η “κατάρα” του προπατορικού αμαρτήματος. Σαν κάτι να κλείδωσε και να περιμένει να ελευθερωθεί. Δεν έχω ιδέα τι θα μας ολοκλήρωνε. Υποψιάζομαι η αγάπη.
Τι πιστεύετε για ένα σώμα επί σκηνής;
Το σώμα είναι ένα από τα πιο σημαντικά εκφραστικά εργαλεία, μιας και ενσωματώνει τον λόγο, την δημιουργία, τη νόηση, την φαντασία, την μνήμη, τις αισθήσεις, τη μουσικότητα, τις αγκυλώσεις, τις δεξιότητες, την ιδιοσυγκρασία. Και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό, επικοινωνεί σε όλες τις γλώσσες “λέγοντας” με λεπτομέρεια και σαφήνεια τα απαραίτητα που πρέπει να “ειπωθούν” ώστε τα μάτια της ψυχής να μένουν ανοιχτά. Αξιομνημόνευτα τα σώματα των δέντρων της Έφη Μπίρμπα στην παράσταση που συνυπάρχουμε και μας θυμίζουν τις κλίμακες, το πραγματικό μέγεθος των πραγμάτων, σαν τοτέμ.
Η πιο δυνατή στιγμή του έργου ποια είναι;
Για μένα η πιο δυνατή στιγμή του έργου είναι η τελευταία σκηνή όπου ο Γιαννούλης σχεδιάζει και σιγομουρμουρίζει το τραγούδι “Αυτό το καλοκαίρι” λουσμένος από το φως, σε ηρεμία και σε συμφιλίωση με τον εαυτό του. Εκεί κάθε μέρα συγκινούμαι που κοιτάζει με παιδικά και αθώα μάτια ο Σίμος ο Κακκάλας, ο εσωστρεφής και υπέροχος αυτός ηθοποιός. Και πάντα κάπως αυτό το βλέμμα με παρηγορεί αναδρομικά σαν ύπαρξη, με απαλύνει.
Η πιο συγκινητική λεπτομέρεια για αυτόν;
Ίσως το ότι δεν υπάρχει σε καμία βιβλιογραφία κάποια, έστω υποψία, ερωτικής ιστορίας γύρω από το Γιαννούλη πλην του ανεκπλήρωτου έρωτα του με τη Μαριγώ.
Η ευθραστότητα σαν αυτή του Χαλεπά, επιβιώνει σήμερα;
Η ευθραστότητα ως ποιότητα είναι επιλογή. Μεγαλώνοντας δύο κόρες θα σας πω πως η ευθραυστότητα είναι κάτι που με νύχια και με δόντια προσπαθώ να παραμείνει στις παιδικές ψυχές τους γιατί πιστεύω ακράδαντα πως είναι δύναμή. Είναι η όαση που μπορούμε ανά πάσα στιγμή να κουρνιάζουμε, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό. Ο εύθραυστος έχει ασκηθεί στο να κολλάει τα κομμάτια του. Ο ευαίσθητος στο τέλος της ημέρας μπορεί να αντέξει τον εαυτό του, ο σκληρός άνθρωπος δεν είμαι σίγουρη.
Αν κάποιος δεν ξέρει τίποτα για τον Χαλεπά μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση;
Αν κάποιος δεν ξέρει τίποτα για το Χαλέπα για καθαρά πρακτικούς λόγους θα αναφέρω πως θα βοηθηθεί από ένα ενημερωτικό φυλλάδιο με τους σταθμούς της ζωής του που δίδεται λίγο πριν μπει κανείς στην πλατεία του θεάτρου. Αλλά αισθάνομαι πως και χωρίς αυτές τις σημειώσεις φυσικά θα μπορέσει να ακολουθήσει το ψυχογράφημα του Γιαννούλη, αισθητηριακά με ανοιχτό τρόπο όπως κοιτάει κάνεις ένα πίνακα ζωγραφικής. Άλλωστε ποιος ξέρει πραγματικά τον Γιαννούλη Χαλεπά πέρα από τον ίδιο; Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε και να ακούσουμε τις ιστορίες που γράφτηκαν γύρω από αυτόν με καθαρή ψυχή.
Info: Η παράσταση Χαλεπάς παρουσιάζεται στη Στέγη έως 27/2. Περισσότερες πληροφορίες στο onassis.org