Φωτογράφος: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης.
«Πάντα πίστευα ότι η δικιά μας δουλειά έχει να κάνει με το πώς συνδέονται οι άνθρωποι. Ή έτσι θέλω να το βλέπω, σαν μια απόλυτα ομαδική δουλειά. Αυτό που φτάνει στο κοινό όταν παρακολουθεί μια σειρά ή μια ταινία, θεωρώ ότι θα πρέπει να είναι ωραίο και γι’ αυτούς που τη δημιουργούν. Στην πραγματικότητα το θεωρώ προτεραιότητα. Ήθελα η συνεργασία αυτή να είναι ωραία. Να την απολαύσουμε όλοι και να μοιραστούμε την ψυχή μας μέσα σε αυτή. Και αυτό βοηθάει στη συνολική εμπειρία. Όταν ένας ηθοποιός αισθανθεί χαρούμενος και ασφαλής, τότε δεν μπορεί να βγει κάτι αρνητικό ή κακό. Γενικά, αν πάρουμε την απόφαση να είμαστε καλοί και ευγενικοί ο ένας με τον άλλο, όλα μπορούν να γίνουν πολύ καλύτερα και πιο εύκολα. Αυτό είχα ως γνώμονα από τον Ιούνιο που ξεκινήσαμε τα γυρίσματα για τη σειρά. Δεν μετακινήθηκε κανείς μας από αυτόν το στόχο. Πάντα ήμασταν καλοί και ευγενικοί. Αυτό το κρατώ και στη ζωή μου. Επιδιώκω την καλοσύνη, τη μοιρασιά, την αγάπη, την ψυχική σύνδεση.
Στις 84 ημέρες των γυρισμάτων για 14 επεισόδια, ανακάλυψα και εγώ η ίδια πράγματα για τον εαυτό μου, για τον τρόπο που προσεγγίζω τη δουλειά. Γιατί ήμουν για πολλά χρόνια σε κινηματογραφικά συνεργεία, αλλά σε αυτή τη θέση βρέθηκα πρώτη φορά. Και οι πιο έμπειροι σκηνοθέτες, πιστεύω, πάντα κάτι ανακαλύπτουν. Εγώ συνεργάστηκα με την ίδια εταιρεία παραγωγής πέρυσι για τη σειρά Καρτ Ποστάλ. Συγκεκριμένα με τη Σοφία Παναγιωτάκη, την Ελισάβετ Χατζηνικολαου και τη Βικτόρια Χίσλοπ, σε βιβλία της οποίας βασίζονται και οι δύο σειρές. Όταν τελείωσε εκείνη η παραγωγή, ξέραμε ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι ακόμα. Ήταν η Βικτόρια που είχε την ιδέα και μου είπε “αυτό θέλω να το κάνεις εσύ”. Οπότε, κάπως έτσι ξεκινήσαμε. Μια γυναικεία παρέα στην οποία προστέθηκε ο σεναριογράφος της σειράς, ο Παναγιώτης Χριστόπουλος. Και όλα κάπως έδεσαν.
Δεν είμαι νέα σε αυτή τη δουλειά. Ήμουν βοηθός σκηνοθέτη του Κώστα Κουτσομύτη και του Θοδωρή Παπαδουλάκη στο Νησί. Έπειτα έμεινα στην Κρήτη μόνιμα. Μεγαλώνουμε με τον σύντροφό μου εκεί την κόρη μας. Έχω μια δική μου εταιρεία παραγωγής και κάνουμε διάφορες δουλειές. Άρχισα να ασχολούμαι με τη διεύθυνση παραγωγής σε κάποια projects. Tα τελευταία χρόνια έχω κάνει δύο ταινίες μικρού μήκους, αλλά σκοπός μου ήταν να οδηγηθώ σε αυτό που κάνω φέτος. Σε μια δική μου δουλειά. Με το Μια Νύχτα του Αυγούστου πραγματοποίησα ένα πολύ μεγάλο όνειρο και έναν στόχο πολλών χρόνων. Οπότε η ικανοποίηση είναι πολύ μεγάλη. Ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα δεν ήμουν σε αναμονή. Η αναμονή σε σφίγγει, μπορεί να μη σε αφήσει να απολαύσεις αυτό που κάνεις. Είχα όμως την προσμονή να μπω σε αυτή τη διαδρομή και να εκφραστώ μέσα από τη διαδικασία της σκηνοθεσίας. Μου αρέσει αυτό ακριβώς που κάνει ένας σκηνοθέτης.
Ήξερα τι επιθυμούσα να κάνω. Είχα μελετήσει ακριβώς το τι ήθελα να… αναπνέει σε κάθε σκηνή. Αν μελετάς και είσαι συγκεντρωμένος, τα καταφέρνεις. Επίσης, πολύ σημαντικό ήταν να γνωρίζω τι δεν θέλω να κάνω. Σε όλο αυτό όμως δεν είμαι μόνη μου και αυτό είναι πολύ σημαντικό ώστε να το βάλουμε στην εξίσωση. Οι σκηνοθέτες έχουμε ανθρώπους γύρω μας και πάντα πρέπει να είμαστε ανοιχτοί: να ακούμε το συνεργείο, τους ηθοποιούς. Δεν θεωρούσα ποτέ ότι είμαι μόνη μου και ότι εγώ έχω όλες τις σωστές απαντήσεις. Οπότε, αν είσαι μελετημένος και συγκεντρωμένος, αυτή η συνύπαρξη έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Και όταν λέω μελέτη, εννοώ να ξέρεις το σενάριο, τον στόχο, τη σκηνή σου. Ο ρυθμός της τηλεόρασης είναι πολύ έντονος και γρήγορος.
Η αποδοχή και το κοινό υπάρχουν πάντα σε αυτή την εξίσωση. Όσο δουλεύουμε, το πώς θα φανεί κάτι στον κόσμο δεν υπάρχει στο μυαλό μας. Εγώ είχα έναν στόχο: να δημιουργήσω έναν ολόκληρο κόσμο. Πιστεύω στα σύμπαντα. Ήθελα να μπορεί να κατοικήσει μέσα σε αυτό όποιος παρακολουθήσει αυτή τη σειρά. Πέρα από αυτό, όμως, θέλεις να το αντιληφθεί, να του αρέσει, να το νιώσει. Εγώ, μάλιστα, είμαι περισσότερο της αίσθησης. Μέρος της διαδικασίας είναι, φυσικά, και αυτοί που θα δουν το αποτέλεσμα. Μπαίνω στη θέση τους. Τα επεισόδια τα βλέπω πολλές φορές. Την Κυριακή που το παρακολουθώ στο σπίτι, γίνομαι μέρος των ανθρώπων που δεν το έχουν ξαναδεί και το απολαμβάνω. Είναι αλλιώς. Υπάρχει μια μαγεία που ολοκληρώνεται απέναντι από την οθόνη στο σπίτι. Είναι η μόνη στιγμή για εμένα που δεν χάνομαι μέσα στο τεχνικό κομμάτι.
Μπήκα σε αυτή τη δουλειά με όλες τις προσλαμβάνουσές μου. Δεν έψαξα να βρω πώς να κάνω κάτι επειδή είμαι γυναίκα. Δεν είπα ποτέ “πρέπει να βγει η γυναικεία μου πλευρά σε μια σκηνή”. Αλλά, από την άλλη, έχουμε γυρίσει πολύ σκληρές σκηνές, οι οποίες έχουν προκύψει επειδή είναι μια γυναίκα πίσω από την κάμερα. Γιατί, πολύ απλά, έτσι είναι. Η σειρά έχει στο κέντρο της μια γυναικοκτονία. Έχουμε μια γυναίκα που έχει δολοφονηθεί από έναν άντρα. Δεν υπάρχει πια, αλλά η Άννα, που την υποδύεται η Ευγενία Δημητρακοπούλου, εμφανίζεται συνέχεια. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Πήραμε αυτή την απόφαση γιατί δεν θέλαμε να ξεχαστεί η συγκεκριμένη γυναίκα και δεν πρέπει να ξεχάσουμε καμία γυναίκα που έχασε τη ζωή της με αυτό τον τρόπο. Εννοείται ότι σε μια τέτοια συνθήκη, ως δημιουργός, μιλάει το φύλο σου και έχεις την ευθύνη του, την οποία πρέπει να εκφράσεις. Και έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία τώρα, που η θηλυκή ενέργεια συσπειρώνεται και βρίσκει τρομερή αντίδραση. Οπότε η καθεμιά μας, με τον τρόπο της, έχει κάτι να δώσει. Πρέπει να καταλάβουμε ότι όλες οι γυναίκες του κόσμου είμαστε συνδεδεμένες μεταξύ μας. Για να δημιουργηθεί ένας νέος ιδανικός κόσμος, χρειάζεται τα πράγματα να ισορροπήσουν. Να γίνουν ισότιμα, έπειτα από αιώνες που δεν είναι. Και αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία, έχουμε την ευκαιρία να το καταφέρουμε.
Δεν ξέρω πότε θα φτάσουμε να λέμε “η καρέκλα της σκηνοθέτιδας”. Μια λέξη είναι. Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα χρειαστούν για να εξισωθεί το νούμερο μεταξύ γυναικών και αντρών που κάθονται σε αυτή την καρέκλα. Μπορεί να προλάβουμε να το δούμε. Προς το παρόν το χάσμα είναι μεγάλο. Στη σκηνοθεσία εγώ δεν αντιλαμβάνομαι καμία εξουσία. Για μένα ο σκηνοθέτης είναι το μέλος ενός συνεργείου. Δεν θεωρώ ότι η λέξη “εξουσία” ταιριάζει σε κάτι τόσο δημιουργικό. Δεν ασκείς εξουσία σε καμιά περίπτωση. Άλλωστε εγώ, εκ φύσεως έχω αντίσταση σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, οπότε δεν θα μπορούσα να αναλάβω έναν τέτοιο ρόλο στη ζωή μου. Στο σίριαλ, πέρα από την ιστορία αυτή καθ’ αυτή, με ενδιαφέρει η δυαδικότητα των ανθρώπων. Η αφήγηση αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη περίοδο. Βρισκόμαστε στην Ελλάδα των ‘60s, σε πολύ δύσκολα περιβάλλοντα: σε μια φυλακή ή στην Τρούμπα. Και εκεί μέσα υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούσατε να πείτε ότι είναι απλώς κακοί. Όλοι όμως έχουν τα τραύματά τους αλλά και τα φωτεινά τους. Από τις γρίλιες μπαίνει φως. Με ενδιαφέρει αυτό το φως αλλά και το σκοτάδι, στην αντίθετη περίπτωση. Επίσης, πολύ σημαντική για εμένα είναι η ψυχή των ανθρώπων. Μου αρέσει όταν χαρακτηρίζουν τη σειρά ψυχογράφημα, γιατί πράγματι ασχοληθήκαμε με τις ψυχές των ανθρώπων. Βουτήξαμε μέσα τους. Μου αρέσουν οι άνθρωποι, οι ψυχές. Και θέλω να συναντιούνται και να αισθάνονται».