Ιούλιος του 1995. Οστούνι. Ώρα 12:30. Το φως του καλοκαιρινού ήλιου αντανακλάται στους τοίχους της ολόλευκης πόλης. Ένα μικρό κατάστημα στο οποίο κάποιος ηλικιωμένος τεχνίτης δουλεύει ένα κομμάτι ξύλο ελιάς τραβά την προσοχή του εκδότη Λεονάρντο Μονταντόρι. Μπαίνει μέσα, πιάνει κουβέντα με το μαραγκό και μαθαίνει ότι ο γιος του είναι μεσίτης ακινήτων στην περιοχή. Το ίδιο βράδυ, κατά τις εφτά, διασχίζει την είσοδο του οικήματος Lamacoppa και αμέσως αισθάνεται σαν να μπαίνει στο σπίτι του.
«Έψαχνα πολλά χρόνια να βρω ένα καταφύγιο στην εξοχή» λέει ο πρόεδρος του ιταλικού εκδοτικού οίκου Mondadori. «Ένιωθα την ανάγκη να δημιουργήσω σε κάποιο μέρος καινούριες ρίζες για εμένα και τα παιδιά μου. Όμως ήθελα οπωσδήποτε τριγύρω από το εξοχικό να υπάρχει μια μεγάλη πράσινη έκταση. Όσο πλησίαζα αυτό το σπίτι, η μυρωδιά των θάμνων μού ξυπνούσε μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια. Δίπλα υπήρχε ένα δάσος με βελανιδιές. Παρ' όλα αυτά, το εσωτερικό ήταν ένα χάος. Ανέθεσα, λοιπόν, σε μια εταιρεία να το καθαρίσει και να κάνει τις απαραίτητες επισκευές».
Ο ίδιος ασχολήθηκε περισσότερο με το εξωτερικό του, το οποίο περιλάμβανε μια έκταση με καλλιέργειες εσπεριδοειδών στο κέντρο της εσωτερικής αυλής, μία λίμνη με πάπιες, ένα λαχανόκηπο και έναν κήπο με τριανταφυλλιές, τον οπωρώνα και την πισίνα.
Ο Ιταλός διακοσμητής εσωτερικών χώρων Βέρντε Βισκόντι είχε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν με τον εκδότη κι έτσι δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να καταλάβει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει όσον αφορά το συγκεκριμένο σπίτι. «Η αρχική εικόνα ήταν αυτή της εγκατάλειψης» θυμάται. «Το ισόγειο ήταν γεμάτο αγριόχορτα και η πρόσοψη ήταν χάλια εξαιτίας μιας απαράδεκτης τσιμεντένιας κατασκευής που είχε προστεθεί τη δεκαετία του ΄50. Ωστόσο οι τεράστιοι χώροι θύμιζαν κάτι από παλάτι του Ρατζαστάν». Ο Βέρντε κατάφερε να κάνει την κατοικία λειτουργική, αλλά και να της δώσει έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, που εντυπωσιάζει όλους όσοι την επισκέπτονται.