10 Μέρες χωρίς τη Μαμά

Η ταινία που έσπασε πέρσι τα ταμεία στην Αργεντινή καταφτάνει και στις ελληνικές αίθουσες, παραδίδοντας μια κλασική και γεμάτη κλισέ οικογενειακή κωμωδία η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αντιγράφει, σχεδόν εξ ολοκλήρου, αντίστοιχες χολιγουντιανές παραγωγές.

Elle 13 Ιουν. 18
10 Μέρες χωρίς τη Μαμά

Έχοντας κερδίσει τον τίτλο της πιο εμπορικής ταινίας της χώρας της, η συμπαραγωγή της αργεντίνικης Patagonik με τον κολοσσό που ακούει στο όνομα Ντίσνεϊ υπόσχεται μια ανάλαφρη, feel-good κωμωδία γύρω από τα βάσανα, τις ευθύνες αλλά και τις ανεκτίμητες χαρές της οικογενειακής ζωής. Επιστρατεύοντας έναν από τους πιο γνωστούς και καταξιωμένους κωμικούς ηθοποιούς στη χώρα του, τον Ντιέγκο Πορέτι του επίσης επιτυχημένου «Χωρίς Παιδία» , το «Δέκα Ημέρες Χωρίς τη Μαμά» αφηγείται την ιστορία μιας μεσοαστικής οικογένειας, της οποίας ο βασικός συνδετικός κρίκος (η μητέρα δηλαδή), απηυδισμένη από την έλλειψη αναγνώρισης του έργου και εκτίμησης του ρόλου της, αποφασίζει να φύγει για διακοπές αφήνοντας τον σχεδόν πάντα απόντα πατέρα να τα βγάλει πέρα μόνος του με τα τέσσερα ανυπάκουα παιδιά τους, διαφορετικών ηλικιών το καθένα.

Όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο σχεδόν από την πρώτη ημέρα αποχής της όμορφης Βέρα (Κάρλα Πέτερσον), με τον Βίκτορ να βρίσκεται μόνιμα σε απόγνωση, προσπαθώντας να φέρει βόλτα ακόμη και τις πιο απλές, καθημερινές υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα να βάλει πλυντήριο, να συνοδεύσει τα παιδιά στο σχόλιο (το οποίο δεν έχει ιδέα που βρίσκεται) ή να καταλάβει τι ακριβώς λέει ο αξιαγάπητος Λόλο, ο μικρότερος γιος της οικογένειας (ο οποίος, στη πραγματικότητα, είναι ο γιος του σκηνοθέτη).

Είναι προφανές ότι το φιλμ πρωτίστως στοχεύει σε ένα συγκεκριμένο εμπορικό αποτέλεσμα, αφήνοντας στην άκρη τους οποιουσδήποτε κοινωνικούς ή καλλιτεχνικούς προβληματισμούς. Αντιγράφοντας σχεδόν κατά γράμμα επιτυχημένες χολιγουντιανές συνταγές, σε κάνει να νιώθεις ότι το μόνο πράγμα που μοιάζει διαφορετικό είναι η γλώσσα που μιλούν οι πρωταγωνιστές του. Κατά τα άλλα, και πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις αβίαστης κωμικότητας, η ταινία αναλώνεται σε αφηγηματικά, στιλιστικά και σεναριακά κλισέ, που θυμίζουν όχι μόνο τηλεοπτικές κομεντί που παίζουν σε επανάληψη σε ζώνες χαμηλής τηλεθέασης, αλλά και παλιομοδίτικα φιλμ πολιτικά και κοινωνικά ορθών μηνυμάτων που προάγουν το συντηρητισμό τους μέσα σε μια υποτιθέμενα ξέφρενη και διασκεδαστική συσκευασία, για όλη την οικογένεια.

Μια ταινία με ξεκάθαρο προσανατολισμό, που ζητά έμμεσα να μην την πάρεις και πολύ στα σοβαρά.

Παρότι τελευταία οι περισσότερες παραγωγές της Ντίσνεϊ μας έχουν αποδείξει ότι τουλάχιστον προσπαθούν να αποτινάξουν το στίγμα μιας εταιρίας που τρέφει και γιγαντώνει το αμερικάνικο όνειρο (βλέπε «Κόκο», για παράδειγμα) εδώ τα «δυτικού» τύπου μικροαστικά στερεότυπα πέφτουν βροχή, από την ταλαιπωρημένη μητέρα που ανακαλύπτει τη χαμένη της γυναικεία χειραφέτηση μέσω ενός (επίσης «γυναικείου») περιοδικού, τον πατέρα που νοιάζεται μόνο για το εβδομαδιαίο παιχνίδι πόκερ με τους φίλους ή για την προαγωγή του στη δουλειά και τα παιδιά που είτε γκρινιάζουν και καταστρέφουν το σπίτι, είτε ξαφνικά παρουσιάζονται ως συνειδητοποιημένες προσωπικότητες έτοιμες να κάνουν τις πιο βαθιές συζητήσεις γύρω από την ανάγκη για αγάπη και κατανόηση μέσα στους κόλπους της οικογένειας.

Εκτός αυτού, η ταινία εξελίσσεται τόσο ραγδαία ώστε ήδη μετά το πρώτο μισό φτάνεις να αναρωτιέσαι με ποιον τρόπο τελικά ο σκηνοθέτης θα καταφέρει να γεμίσει τον κινηματογραφικό του χρόνο. Η δε δευτερεύουσα πλοκή που κάποια στιγμή επιστρατεύεται και περιλαμβάνει μια νέα οικιακή βοηθό η οποία δούλευε στην εταιρία του Βίκτορ αλλά απολύθηκε από τον ίδιο χωρίς ιδιαίτερο λόγο, χρησιμεύει (πέρα από τον προφανή της σκοπό) απλά στο να διογκώσει έναν ήδη αφόρητο διδακτισμό και να δώσει την ευκαιρία στους μετανιωμένους γονείς να διορθώσουν τα λάθη τους, πριν το γλυκανάλατο και προβλέψιμο φινάλε.

Κανείς προφανώς δεν αρνείται ότι το «Δέκα Ημέρες Χωρίς τη Μαμά» είναι μια ταινία με ξεκάθαρο προσανατολισμό, ζητώντας τελικά και η ίδια της έμμεσα να μην την πάρεις και πολύ στα σοβαρά. Είναι γνωστό επίσης ότι τέτοιου είδους κωμωδίες (όπως το αξέχαστο «Μόνος στο Σπιτι», του οποίου η σύγκριση με το συγκεκριμένο φιλμ μάλλον αποτελεί κινηματογραφική ακρότητα) βασίζονται στη διόγκωση και την υπερβολή προκειμένου να λειτουργήσουν. Παρόλα τα ελαφρυντικά, ωστόσο, από το φιλμ του Αργεντίνου σκηνοθέτη Αριέλ Βινογκράντ απουσιάζει παντελώς το κωμικό στοιχείο, αφού ό,τι βλέπεις το έχεις ξαναδεί τόσες φορές που έχεις χάσει το μέτρημα.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT