Στο πρώτο άκουσμα της είδησης για τη δημιουργία του «1968», πριν αρκετό καιρό, το ερώτημα που γεννιόταν ήταν πώς θα μοιάζει μια εγχώρια αθλητική ταινία, βασισμένη σε ένα αληθινό γεγονός. Η ανυπαρξία τέτοιων ταινιών στη χώρα μας, μέρος της γενικότερης αδυναμίας μας να αφηγηθούμε, κινηματογραφικά τουλάχιστον, σημαντικά γεγονότα της μεταπολεμικής ιστορίας της Ελλάδας, έρχεται σε αντιδιαστολή με την εθνική προσήλωσή μας στα 2 κυρίαρχα αθλήματα (ποδόσφαιρο και μπάσκετ), που δεν περιορίζεται μόνο στο φάσμα του οπαδισμού.
Το φιλμ του Τάσου Μπουλμέτη, με τη συνεισφορά της επίσημης μπασκετικής ΑΕΚ και αφορμή τα 50 χρόνια από την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων στον τελικό του Καλλιμάρμαρου με τη Σλάβια Πράγας, δεν απαντά ακριβώς σε αυτό το ερώτημα. Δεν είναι δηλαδή μυθοπλασία βασισμένη σε αληθινό γεγονός, αλλά πατά σε τρεις διαφορετικές βάσεις, αφού μεταλάσσεται από μυθοπλαστικό φιλμ σε δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ και απο εκεί σε κανονικό ντοκιμαντέρ έρευνας, αποτελώντας έτσι ένα ιδιόμορφο υβρίδιο αφήγησης. Η επιλογή αυτή μοιάζει αρχικά ως ένα είδος συμβιβασμού, σκεπτόμενοι ότι η οικονομική εμπλοκή της της ομάδας επιβάλει την παρουσία των αληθινών παικτών και τη δική τους εκδοχή των γεγονότων.
Αυτό όμως που μοιάζει περίεργο στην αρχή, λειτούργεί ως καλοκουρδισμένη μηχανή. Ο Μπουλμέτης έχει ως γέφυρα των εναλλαγών τον Βασίλη Γεωργίου, τον σπίκερ της (στο πνεύμα της εποχής) επικής ραδιοφωνικής μετάδοσης του αγώνα, την εξέλιξη του οποίου βλέπουμε ανα διαστήματα σε όλη την ταινία. Ο Γεωργίου, με την αειθαλή φωνή του, που σαν να μην έχει σπάσει καθόλου παρά τα 50 χρόνια που πέρασαν, κάνει άλματα στο χρόνο και από εκεί που περιγράφει το μπάσιμο του Αμερικάνου, αλλάζει ύφος και περιγράφει μια σκηνή της μικρασιατικής καταστροφής, μια ιστορία από την Πόλη ή ανέκδοτα περιστατικά απλών ανθρώπων την ημέρα του αγώνα, τα οποία βλέπουμε αργότερα στο μυθοπλαστικό κομμάτι. Η (κυριολεκτική) Ένωση γίνεται με τόσο ομαλό τρόπο που μετατρέπει το αμήχανο ξεκίνημα σε μια πολυπρισματική ιστορία υπερβάσεων της οποίας η κλιμάκωση έχει τη μορφή ενός δραματικού αγώνα μπάσκετ, φτάνοντας αναμενόμενα στην κορύφωση με το σφύριγμα της λήξης.
Παράλληλα, το «1968» υπενθυμίζει πως αυτός ο αγώνας κράτησε λίγες ώρες. Πριν και μετά, η χώρα ζούσε απομονωμένη από τον κόσμο και την ώρα που ένα έθνος πανηγύριζε διαβάζοντας τους ηρωικούς τίτλους των εφημερίδων, στις ΗΠΑ οι αφροαμερικανοί πάλευαν για τα βασικά δικαίωματα τους, το Παρίσι έβραζε λίγο πριν τα γεγονότα του Μαΐου και χώρα μας ήταν στα χέρια μιας ομάδας στρατιωτικών που εμφανίζονταν καμαρωτοί στις κερκίδες, έτοιμοι να καρπωθούν την επιτυχία. Το ντοκιμαντερίστικο κομμάτι της ταινίας, δε μένει μόνο στις προσωπικές αφηγήσεις των ανθρώπων της ΑΕΚ την ημέρα του αγώνα, αλλά επιχειρεί, έστω βιαστικά, να παρουσιάσει μια χώρα σε γενική στασιμότητα, αλλά και τις αναπφευκτες σχέσεις εξουσίας και ινδαλμάτων.
Παρά λοιπόν τις συμβάσεις και την αναμενόμενη αναγωγή της νίκης σε άθλο, ο Μπουλμέτης δίνει ένα βαθιά συναισθηματικό φιλμ, προϊόν προφανώς της δικής του αγάπης για την ομάδα, που κρατά τον αγώνα ως ρίζα και διακλαδίζεται στο χωροχρόνο, μιλώντας για την ανάγκη του πρόσφυγα να δημιουργήσει πράγματα που θα του υπενθυμίζουν το παρελθόν του, ως την ανάγκη μιας χώρας να νοιώσει μια στιγμιαία περηφάνεια. Το σημαντικότερο όμως είναι πως παραδίδει ένα φιλμ, που ενώ από νωρίς σου δίνει την εντύπωση ότι μέχρι και ο τελευταίος που εργάστηκε σε αυτό είναι ΑΕΚτζής, δεν τρέφει τον οπαδισμό, ούτε αποτελεί αφορμή για καυγάδες. Με την ειλικρίνεια των εικόνων του, τη συγκινησιακή φόρτιση, ακόμη και τις απλοποιήσεις του, απευθύνεται σε όσους αγαπούν τις αθλητικές ιστορίες και τη σύνδεσή τους με την εκάστοτε εποχή.