Ενδιαφέρον ως αισθητική πρόταση, αλλά μπερδεμένο και ανολοκλήρωτο, σινεμά που αποδεικνύει ότι ο αφηρημένος λυρισμός που μπορεί να λειτουργεί στο χαρτί, δεν δίνει απαραίτητα και σημαντικές ταινίες.
Οι «7 Θυμοί» θα ήθελαν να ορίζονται ως ένα ιδανικό πάντρεμα του κινηματογράφου του Τζιμ Τζάρμους, με αυτόν του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, μέσα από ένα πρίσμα σεφερικής ποίησης και αριστερίζοντος, πολιτικοκοινωνικού προβληματισμού, αλλά, δυστυχώς, δεν έχουν αφομοιώσει αρμονικά τις επιρροές τους. Επιστρατεύοντας μια «αέρινη» αφηγηματική δομή, η οποία συνδέει ετερόκλητα πρόσωπα και καταστάσεις (που ακροβατούν ανάμεσα στην μελαγχολία και το γελοίο), ο Χρήστος Βούπουρας, φέρνει τον κεντρικό του ήρωα σε επαφή με το -φυλετικά, ηλικιακά, βιοθεωρητικά, πολιτισμικά- διαφορετικό, και παρατηρεί αντιδράσεις, χωρίς, όμως, να πείθει ότι έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Τη μια στιγμή μας συστήνει κάποια πρόσωπα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ορισμένη κατεύθυνση την ιστορία, την άλλη τα εγκαταλείπει και βάζει στο προσκήνιο άλλα. Ο σταθερός πυρήνας της πλοκής είναι ο Πέτρος (που τον υποδύεται εξαιρετικά ο Μάξιμος Μουμούρης –ένας εντελώς κινηματογραφικός ηθοποιός), και, από εκεί και πέρα, όλοι οι υπόλοιποι περιστρέφονται ατέρμονα, και χωρίς προφανή σκοπό, γύρω απ’ τον μυστηριώδη στωικισμό του.
Φυσικά, δεν έχουμε να κάνουμε με μια ταινία πλοκής. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Βούπουρας στοχεύει στο να δημιουργήσει μια πρωτόλεια, συγκινησιακή αίσθηση μέσω των εικόνων και των λέξεων, και να διατυπώσει –με ποιητική γλώσσα- κι έναν στοχασμό πάνω στο ελληνικό παρόν των μεταναστευτικών ροών. Με πρόσχημα την ομοφυλοφιλική σχέση που διατηρεί ο περιπλανώμενος αρχαιολόγος με έναν εικοσάχρονο Άραβα, αλλά και τη φιλία του με μια ομάδα νεαρών μουσικών, μεταξύ των οποίων είναι και δύο Αλβανοί, εξερευνάται ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η ενσωμάτωση του Άλλου, σε μια Ελλάδα που ψάχνει να βρει την χαμένη ταυτότητά της: από την μία ανασκαλεύοντας τις ρίζες και το δοξασμένο παρελθόν (δεν είναι τυχαίο που ο ήρωας είναι αρχαιολόγος), κι από την άλλη, προσπαθώντας να ανοιχτεί στο καινούργιο, να το αποδεχτεί σε όλες του τις διαστάσεις και να το αγαπήσει.
Από την άλλη, υπάρχει μια απογύμνωση της αστικής καθημερινότητας, από οτιδήποτε το θορυβώδες και φανταχτερό (η καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία βοηθάει ιδιαίτερα σ’ αυτό), που μας δίνει την εικόνα μιας Αθήνας, βγαλμένης από ονειροπόλημα. Ο στόχος είναι, να προκύψει αβίαστα και χωρίς στόμφο, ένας λυρισμός της απλότητας, των ανθρώπων και των μεταξύ τους αποστάσεων –που πρέπει να υπερβαθούν- αλλά οι άστοχοι διάλογοι, δυστυχώς, δεν εξυπηρετούν αυτή την πρόθεση.
Οι χαρακτήρες ξεστομίζουν, συχνά, υπερβολές και αερολογίες, επιδίδονται σε περιπαθείς εξομολογήσεις που δεν πείθουν ή εκφράζονται με έναν τρόπο που δεν έχει τίποτα το ρεαλιστικό. Ακόμα κι αν ο ρεαλισμός, δεν είναι στόχος εδώ, υπάρχει διαφορά μεταξύ του ανεπιτήδευτα μαγικού και του, αθέλητα, κιτς. Όταν ο Τζάρμους βάζει τους ήρωες του να επιδίδονται σε παραδοξολογίες, δεν φαίνεται να τους παίρνει και υπερβολικά στα σοβαρά. Ο Βούπουρας, αντίθετα, μας δίνει την αίσθηση ότι με φράσεις όπως «το λιβάδι μου θυμίζει σπέρμα», επιδιώκει να προκαλέσει ανατριχίλες. Και, φυσικά, αποτυγχάνει.
Μπορεί στο βιβλίο του, όλα αυτά να λειτουργούν, μπορεί να προκαλούν ακόμα και συγκίνηση. Στο σινεμά, όμως, δεν αρκούν ορισμένα ατμοσφαιρικά πλάνα και η επίφαση ενός –συχνά αδέξιου- μοντερνιστικού λόγου, για να προκληθεί αισθητική απόλαυση. Οι «7 Θυμοί», δεν είναι μια κακή ταινία, βέβαια. Μοιάζει, όμως, περισσότερο με ιδιότυπο αυτοσχεδιασμό ή πρόβα για ένα καλύτερο φιλμ που δεν έχουμε δει ακόμα. Αλλά που αξίζει να το περιμένουμε.