Μόνο ένας σκηνοθέτης όπως ο Νίκος Τριανταφυλλίδης θα μπορούσε να υπογράψει ένα αθλητικό ντοκιμαντέρ το οποίο να μην απευθύνεται αυστηρά σε γηπεδικούς θαμώνες και οπαδούς μιας συγκεκριμένης ομάδας, αλλά να αγκαλιάζει με την ίδια θέρμη πολλούς και διαφορετικούς θεατές. Ίσως επειδή η τελευταία ταινία που άφησε πίσω του, πριν την πρόωρη αναχώρησή του από τη ζωή τον περασμένο Ιούνιο, ανήκει στον ίδιο άνθρωπο που ξεκίνησε να κάνει σινεμά προκειμένου να δημιουργεί μικρές κινηματογραφικές παρέες και εξαρτήσεις γύρω από δικά του πάθη, να επικοινωνεί προσωπικά του πράγματα με ζηλευτή μεταδοτικότητα και να αγναντεύει τον κόσμο μονίμως από τα χαμηλά και δίχως την παραμικρή επιτήδευση.
Μια γλυκύτατη φιλμική υπόκλιση σε όσους τολμούν να ονειρεύονται και, κυρίως, σε όσους ξέρουν να αγαπούν σφοδρά και αδιαπραγμάτευτα. Όπως ακριβώς αγαπούσε ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης
Κομμάτι αυτής της ρομαντικής σκηνοθετικής ματιάς είναι και το «90 Χρόνια ΠΑΟΚ- Νοσταλγώντας το Μέλλον». Στα χέρια οποιουδήποτε άλλου δημιουργού η ιστορία μιας θρυλικής ομάδας και των ανθρώπων που την στελέχωσαν. την υπερασπίστηκαν και πίστεψαν φανατικά σε αυτήν, μέσα στο πέρασμα πολλών δεκαετιών και άφθονων αντιξοοτήτων, είναι πολύ πιθανό να μην ξεπερνούσε τον χαρακτήρα ενός στρατευμένου αφιερώματος. Το ντοκιμαντέρ του Τριανταφυλλίδη, που ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό του χάρη στην αφοσίωση και την επιμονή της συντρόφου του, Μαρίνας Δανέζη, δεν είναι παρ' όλα αυτά μια απλή διεκπεραίωση, ούτε μια φρόνιμη καταγραφή. Μέσα από πολυάριθμες μαρτυρίες και εξομολογητικές συνεντεύξεις από περισσότερους των εξήντα ατόμων, το φιλμ ανακαλύπτει μέσα στην ιστορία ενός ποδοσφαιρικού σωματείου μια ευρύτερη και πιο σημαντική ιστορία, εκείνη που ξεκίνησαν να γράφουν οι πρόσφυγες και οι λιγότερο προνομιούχοι κάτοικοι αυτής της χώρας από τις αρχές κιόλας του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα.
Με αληθινό δραματουργικό ενδιαφέρον, μοιρασμένο κυρίως ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση, και χάρη σε ένα ευλύγιστο μοντάζ, το οποίο κατορθώνει και χωράει μια εκατόμβη γεγονότων και καλεσμένων μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες, το φιλμ δονείται από την ίδια ζωντάνια και πόθο που δυναμίτιζε όλες τις προηγούμενες δημιουργίες του Τριανταφυλλίδη, αποθεώνοντας για ύστατη φορά τους περιθωριακούς ήρωες και τους παρορμητικούς outsiders που τόσο αρεσκόταν να φιλμάρει ο σκηνοθέτης.
Έτσι, ένας φαινομενικά απλός φόρος τιμής πάνω στον διακαή ανθρώπινο πόθο του να ανήκεις κάπου και να πιστεύεις ακράδαντα σε κάτι μετατρέπεται σε γλυκύτατη φιλμική παρακαταθήκη και τρυφερή υπόκλιση σε όσους τολμούν να ονειρεύονται και να μεγαλουργούν κάτω από τις πιο δύσκολες και αποκαρδιωτικές συνθήκες, σε όσους εναντιώνονται με πείσμα στην προδιαγεγραμμένη μοίρα τους και, κυρίως, σε όσους ξέρουν να αγαπούν σφοδρά και αδιαπραγμάτευτα. Όπως ακριβώς αγαπούσε ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης μέχρι να οδηγηθεί σε αυτό το πανέμορφο φινάλε ζωής και καριέρας.