Τα Παρίσι λατρεύτηκε αμέτρητες φορές (και) από το σινεμά, πολλά από τα προάστιά του όμως μόνο τοπίο για λατρεία δεν είναι. Γκρίζα, τεράστια κτίρια στοιβάζουν τους απόκληρους της πόλης, ανθρώπους που δύσκολα θα ξεφύγουν από το περιβάλλον-παγίδα που βρίσκονται. Σε ένα τέτοιο μέρος τοποθετείται η δράση της ταινίας που εστιάζει σε 2 άνδρες που μεγάλωσαν εκεί, αλλά ακολούθησαν διαφορετική διαδρομή στη ζωή τους. Ο ένας παρέμεινε στη γειτονιά και μπήκε από νωρίς σε συμμορία αραβόφωνων που δραστηριοποιούνται σε κάθε είδους δουλειά του υποκόσμου. Ο δεύτερος έφυγε νωρίς, μπήκε στο αστυνομικό σώμα, όμως η καταγωγή του τον έφερε στη Δίωξη Ναρκωτικών, υπεύθυνο για τις βρώμικες δουλειές του σώματος.
Μοιραία οι δυο τους θα ξανασυναντηθούν σε μια υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών που τους δημιουργεί μόνο προβλήματα. Ο κακοποιός (τον υποδύεται με νεύρο ο Ματίας Σένερτς) πρέπει να βρει άμεσα λύση για να επιβιώσει, ενώ ο αστυνομικός (εξαιρετική εσωτερική ερμηνεία από τον Ρέντα Καντέμπ) προσπαθεί, πέρα από το να κάνει τη δουλειά του, να δει καθαρότερα τις επιλογές της ζωής του, έχοντας πέσει σε ένα υπαρξιακό ταξίδι που ξεκινά από τις καταβολές του και καταλήγει στο πως χρησιμοποιείται ο ίδιος από τη δουλειά του.
Ο Νταβίντ Ελοφέν δίνει απλόχερα σκηνές δράσης, χωρίς όμως να παρουσιάζει κάτι φασαριόζικο και εξωπραγματικό, ενώ παράλληλα δίνει αναπνοές στους πρωταγωνιστές τους. Οι μοναχικές τους στιγμές είναι ίσως τα πιο δυνατά σημεία μιας ιστορίας που με διάφορους τρόπους έχει ξαναειπωθεί από το εθνικό σινεμά της χώρας και εδώ δεν επιχειρείται καμιά προσπάθεια διαφοροποίησης σε σχέση με αυτό. Βάζοντας όμως στην άκρη την απόπειρα για μια γενικότερη κοινωνική κριτική, το φιλμ παραμένει σφιχτοδεμένο και πιστό στον μικρόκοσμό του, μια μουντή υπενθύμιση πως και οι ομορφότερες πόλεις έχουν πολλαπλές όψεις.