Βρισκόμαστε στα εδάφη της Βλαχίας το 1835, όταν η χώρα που μετέπειτα θα ονομαστεί σε Ρουμανία βρίσκεται κάτω από τη νέα ρωσική κυριαρχία, αλλά με την επιρροή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να είναι ακόμη αισθητή και την περιοχή αναπόφευκτα να στενάζει μεταξύ σφύρας και άκμονος. Οι νομαδικές αυτόχθονες φυλές της πωλούνται και αγοράζονται ως εμπορεύματα από πλούσιους Βογιάρους, που λειτουργώντας φεουδαρχικά εκμεταλλεύονται γη, νόμους και ανθρώπους. Ένας τοπικός αστυφύλακας ονόματι Κονσταντίν και ο βοηθός-γιος του Ιονίτα, προσλαμβάνονται για να εντοπίσουν έναν δραπέτη Ρομά σκλάβο που κατηγορείται για κάποιο ασαφές έγκλημα. Καθώς οι δυο τους περιπλανώνται στο αχανές τοπίο προσπαθώντας να βρουν τον φυγά και στοχάζονται μεγαλόφωνα επιχειρώντας να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, έρχονται βαθμιαία αντιμέτωποι με τη «διαταραγμένη» ηθική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, που μοιάζει τόσο τρομακτικά σύγχρονη όσο και μάταια διαχρονική.
Κερδίζοντας από κοινού με το «Σώμα» της Μαουγκορζάτα Σουμόφσκα την αργυρή Άρκτο για την καλύτερη σκηνοθεσία στο πρόσφατο φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Ρουμάνος Ράντου Ζούντε προσεγγίζει με ανέκφραστο χιούμορ και γλαφυρό μινιμαλισμό ένα ιδιότυπο ντοκουδράμα γύρω από την εξαντλητική πολιτική και πολιτιστική πάλη με την ιστορία, η οποία μοιάζει να έχει ίσως μονάχα μία δυστοπική σταθερά: οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να υποφέρουν. Κινηματογραφημένο ασπρόμαυρα σε φιλμ 35 χιλιοστών και χρησιμοποιώντας βαθιές ευρυγώνιες λήψεις, το φιλμ αντικατοπτρίζει την αίσθηση της απλοϊκής ομορφιάς των κλασικών γουέστερν, με την κάμερα να ακολουθεί από απόσταση στο μεγαλύτερο τμήμα της πλοκής, μπλέκοντας ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, στις καλαμιές και στα στενά δώματα των φτωχικών σπιτιών της ρουμάνικης υπαίθρου.
Ο σκηνοθέτης χτίζοντας ένα ιστορικά λεπτομερώς ερευνημένο οδοιπορικό, βασισμένος όπως ο ίδιος ενημερώνει πάνω σε αυτούσιες πρωτογενείς πήγες, αφήνει τα γλωσσικά ιδιώματα και τους επιτονισμούς της περιοχής να πάρουν το πάνω χέρι (πολλά από αυτά θα ακουστούν απόκοσμα γνώριμα στο ελληνικό κοινό) εστιάζοντας ταυτόχρονα με οξυδέρκεια και σκληρότητα στα φυλετικά στερεότυπα, με τρόπο ο οποίος ενσωματώνει μια ισχυρή σύγχρονη αντήχηση. Η συστηματική ισοπέδωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο βασανισμός και ο χλευασμός προς τους ντόπιους Τσιγγάνους (ρατσιστικά χαρακτηρισμένους ως «κοράκια» ή «μαύρους») απεικονίζεται με ωμή παρατηρητικότητα, πλαισιωμένη παράδοξα αλλά εμφατικά από κωμικά στοιχεία, γεννημένα ίσως από την αμηχανία, ίσως και από τη ζοφερότητα των στιγμών. Καθώς το ανθρωποκυνηγητό μοιραία φτάνει στο τέλος του και η αφήγηση περνά στη δεύτερη πράξη της (που ωστόσο δεν διαφέρει και σημαντικά από την πρώτη), ο Ζούντε μοιάζει να αυταπατάται και ο ίδιος από μικρά άλλα σημαντικά επεισόδια αδιόρατης τρυφερότητας μέσα σε έναν κόσμο που ο καθένας δημιουργεί βίαια χώρο προκειμένου να υπάρξει.
«Ένας καλός χασάπης δεν φοβάται χιλιάδες πρόβατα» συμβουλεύει κάποια στιγμή ο Κονσταντίν (Τεοντόρ Κορμπάν) το νεαρό γιο του. Στην πραγματικότητα ο ίδιος θα δείξει πολλές φορές φοβισμένος, ή καλύτερα ματαιωμένος από την αγριότητα της κατάστασης, όπως και από την αφάνταστη βαρβαρότητα των ανθρώπων, που αιτιολογείται βασισμένη σε αυθαίρετους «νόμους» της ράτσας, του χρώματος ή της θρησκείας (η σκηνή της συνομιλίας τους με έναν παπά που συναντούν στο δρόμο διεκδικεί δάφνες του τρομακτικότερου παραληρήματος μίσους), αναρωτώμενος εν τέλει πώς μπορεί να ζει κανείς μετά από όλα αυτά. Οι θολές σιλουέτες και οι φράσεις του φινάλε, κλείνοντας έξυπνα το μάτι στη σημερινή προσφυγική κρίση, δίνουν την εντύπωση ότι ο τόπος, όπως και ο χρόνος της πλοκής είναι σχετικός, αφού αυτά που διαδραματιστήκαν θα μπορούσαν να συμβαίνουν παντού και οποτεδήποτε. Ένας επιβλητικά καταληκτικός κινηματογραφικός πεσιμισμός που δεν πηγάζει από την απόγνωση, αλλά από την ψευδαίσθηση ότι όλα αυτά κάποια στιγμή θα ξεχαστούν, καθώς ο κόσμος θα εξελίσσεται και η ιστορία θα συνεχίζει να παίρνει το δρόμο της.