Στο «Ο Έλβις Είναι Νεκρός» (2013), ένα από τα πιο χαριτωμένα μικρού μήκους του Στέργιου Πάσχου, γνωρίσαμε φευγαλέα τον Νίκο και τη Σοφία, δυο γνήσια νευρόσπαστα του έρωτα με απόλυτη ανάγκη του ενός για το άλλο, όπως τους ερμήνευαν εκεί οι Χάρης Φραγκούλης και Ηρώ Μπέζου. Μαζί τους γνωρίσαμε και την συμπάθεια του σκηνοθέτη για τους στακάτους διαλόγους, τις νεανικές ερωτικές ιστορίες, την ελεγχόμενη νεύρωση, τη μεταμοντέρνα αντίληψη περί ρομαντισμού, τη Νουβέλ Βαγκ και τον Γκοντάρ.
Ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του σύμπαντος μεταφέρεται αυτούσιο και εμπλουτίζεται στο «Άφτερλωβ». Με τους ίδιους ηθοποιούς να ερμηνεύουν και πάλι το νεαρό ζευγάρι, που έχει πλέον χωρίσει, προσπαθεί αδέξια να τηρήσει τις συμβάσεις του «ας μείνουμε δυο καλοί φίλοι» και να λύσει τους ανοιχτούς ακόμη συναισθηματικούς λογαριασμούς του, ο Πάσχος εξηγεί πώς θα μπορούσε να γυριστεί μια ταινία των 90 λεπτών, με δυο μόλις πρωταγωνιστές, τοποθετημένη ως επί το πλείστον σε έναν κλειστό χώρο και με την δράση να πηγάζει και να ορίζεται μέσα από τους διαλόγους και τις ερμηνείες.
Το «Άφτερλωβ» διατηρεί έναν αυθορμητισμό, μια γνώση των ορίων του και μια διάθεση παιχνιδιού που το κάνουν αυτομάτως συμπαθές
Για να ανταποκριθεί κανείς σε μια τέτοια πρόκληση χρειάζεται να είναι καλός σκηνοθέτης, να δουλεύει αν μη τι άλλο διαισθητικά με ηθοποιούς, να έχει στα χέρια του ένα γερό σενάριο και να εμπιστεύεται πρωτίστως τις δυνατότητές του. Ο Πάσχος απαντά στα παραπάνω αιτήματα με σχετική επιτυχία. Συμπληρώνει την όποια απουσία δράσης και τους περιορισμούς του ντεκόρ με παιγνιώδη σκηνοθετική διάθεση, μοιράζεται με τους πρωταγωνιστές επάξια τις εκκεντρικότητές του και ακολουθεί τις κατευθύνσεις ενός λαλίστατου σεναρίου το οποίο πότε υπονομεύει και πότε γαργαλά τρυφερά τις συμβάσεις ενός τυπικού love story. Έχει επιπλέον το προνόμιο να δουλεύει με τον Χάρη Φραγκούλη, έναν ηθοποιό ηλεκτρικού ταμπεραμέντου ο οποίος, με το απολαυστικό one man show του, κυβερνά εξ ολοκλήρου το φιλμ.
Επειδή βρίσκεται, ωστόσο, μόλις στο ντεμπούτο του, ο Πάσχος προδίδεται κατά καιρούς από την αυτοπεποίθησή του. Έτσι εξηγείται πώς καταλήγει να μεγεθύνει μια ιστορία που θα είχε λειτουργήσει σαφώς καλύτερα σε μια μικρού ή μεσαίου μήκους ταινία, πώς μεμονωμένες σκηνές του μακρηγορούν και επαναλαμβάνονται και πώς οι αφηγηματικοί του ρυθμοί δεν γλιστρούν πάντα με την ίδια ευκολία. Από την άλλη μεριά είναι αξιέπαινο ότι για την πρώτη μεγάλου μήκους απόπειρά του ο σκηνοθέτης διάλεξε τον δρόμο του μινιμαλισμού και της σεμνότητας, προτιμώντας αντί για το σινεμά των μεγάλων ιδεών και των άκρατων φιλοδοξιών να καταφύγει σε κάτι που γνωρίζει καλά και του είναι σαφώς οικείο και αγαπητό. Ίσως γι' αυτό και το «Άφτερλωβ» διατηρεί έναν αυθορμητισμό, μια γνώση των ορίων του και μια διάθεση παιχνιδιού που το κάνουν αυτομάτως συμπαθές.