Aγανάκτηση

Στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια, ο πολυβραβευμένος σεναριογράφος του Άνγκ Λι σε ταινίες όπως η «Παγοθύελλα», το «Τίγρης και Δράκος» και το «Brokeback Mountain» αναλαμβάνει να αποδώσει με φιλμικούς όρους ένα από τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματα του Φίλιπ Ροθ και σπάει μια μακροχρόνια κινηματογραφική γκίνια που θέλει κάθε διασκευή σε βιβλίο του συγκεκριμένου συγγραφέα να καταλήγει προβληματική, αν όχι εντελώς αποτυχημένη. Επίσημη συμμετοχή στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.

Elle 05 Οκτ. 16
Aγανάκτηση

Καταξιωμένος σεναριογράφος, πρώην διορατικός παραγωγός, σταθερός υπερασπιστής του καλού αμερικανικού σινεμά και άνθρωπος των γραμμάτων, ο Τζέιμς Σέιμους ήταν μάλλον δύσκολο να αστοχήσει με την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα. Κάθε του δουλειά διακρίνεται, άλλωστε, από καλό γούστο, προσφέρει ενδιαφέρον συναισθηματικό αντίβαρο σε ένα πλούσιο κόσμο ιδεών και εμπιστεύεται την αξία μιας καλής ιστορίας, τρία συστατικά που δεν υπήρχε λόγος να λείψουν από την διασκευή που επιχειρεί σε βιβλίο ενός από τους πιο παινεμένους λογοτέχνες του 20ού αιώνα.

Το μυθιστόρημα που επέλεξε να μεταχειριστεί σεναριακά και σκηνοθετικά ο Σέιμους αποτελεί και ένα από τα λιγότερο σύνθετα (όπως και σχετικά μικρά σε μέγεθος) του Ροθ, αν και κουβαλά αρκετές από τις μόνιμες προβληματικές του 82άχρονου πλέον συγγραφέα πάνω στις πλείστες αντιξοότητες της μοντέρνας αμερικανικής εμπειρίας και τις ακόμη περισσότερες διαψεύσεις της.

Ο Τζέιμς Σέιμους είναι ένας κατά βάση καλόκαρδος και ουμανιστής καλλιτέχνης που πιθανόν να εξουδετέρωνε κάθε κυνισμό με την πένα του, αν δεν του το απαγόρευε εξαρχής ο πραγματισμός και η αντιηρωική διάθεση του Φίλιπ Ροθ.

Στο «Indignation» του 2008 (το οποίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ με τον τίτλο «Αγανάκτηση»), ο Ροθ ακολουθεί την πικρή αφύπνιση ενός ιδεαλιστή νεαρού εβραϊκής καταγωγής στον δύσβατο ενήλικο κόσμο και στους συντηρητικούς κοινωνικούς κώδικες των Ηνωμένων Πολιτειών της δεκαετίας του '50. Άριστος μαθητής στο σχολείο και φιλότιμος γιός ενός νευρωτικού κρεοπώλη, ο Μάρκους εγκαταλείπει το πατρικό του και την πόλη του Νιού Τζέρσεϊ, έχοντας κερδίσει υποτροφία για νομικές σπουδές σε ένα αξιοσέβαστο κολέγιο του Οχάιο και αποφεύγοντας συγχρόνως το ενδεχόμενο του να στρατολογηθεί και να καταλήξει σε κάποιο από τα εμπόλεμα μέτωπα της Κορέας.

Καλοπροαίρετος όσο και ανυποχώρητος στις απόψεις του, ο Μάρκους θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις συνέπειες της άρνησής του να ενταχθεί στις παραδόσεις της πανεπιστημιακής ζωής και της επιθυμίας του να οχυρώσει την ανεξαρτησία του. Η νεανική αφέλειά του θα δώσει, παρ' όλα αυτά, πολύ σύντομα θέση στη συνειδητοποίηση ότι σε μια χώρα που εχθρεύεται κάθε αντιδραστικό στοιχείο και αφήνει ελάχιστα περιθώρια σε όποιον δεν δέχεται να αφομοιωθεί στον συλλογικό μηχανισμό της, η μόνη λύση είναι η υποταγή ή η συντριβή.

Όση συμπάθεια κι αν επιφυλάσσει η πένα του Σέιμους στον ήρωα που δανείστηκε από τις σελίδες του Ροθ, είναι αδύνατο να ανατρέψει την προδιαγεγραμμένη του ήττα. Στο τέλος του φιλμ ο Μάρκους είναι καταδικασμένος να βρεθεί έκπτωτος, αν όχι κάτι χειρότερο. Και χάρη στη γεμάτη συναισθηματική ειλικρίνεια ερμηνεία του Λόγκαν Λέρμαν («Τα Πλεονεκτήματα του να Είσαι στο Περιθώριο»), η μετεωρική πορεία του καταλήγει ακόμη πιο θλιβερή.

Κόντρα σε μια τέτοια ζωηρή δραματουργικά πιθανότητα, η σκηνοθετική τακτική που ακολουθεί ο Τζέιμς Σέιμους προδίδει μετριοφροσύνη και φρονιμάδα. Το φιλμ «μαγειρεύεται» διαρκώς σε χαμηλή θερμοκρασία, κουβαλά συμπτώματα ατολμίας που συνοδεύουν συνήθως ένα πρώτο σκηνοθετικό εγχείρημα και καταλήγει συνοπτικό εκεί που θα ευχόταν κανείς να γίνει πιο αναλυτικό. Εκτός αυτού, ο Τζέιμς Σέιμους δεν είναι Ρόμπερτ Όλτμαν- ένας από τους πιο καυστικούς και ευφυείς ανατόμους της ανθρώπινης κατάστασης που σύστησε ποτέ το σινεμά. Είναι ένας κατά βάση καλόκαρδος και ουμανιστής καλλιτέχνης που πιθανόν να εξουδετέρωνε κάθε κυνισμό με την πένα του, αν δεν του το απαγόρευε εξαρχής ο πραγματισμός και η αντιηρωική διάθεση του Φίλιπ Ροθ.

Η ταινία του έχει ευτυχήσει, ωστόσο, ερμηνευτικά και προέρχεται από έναν σκηνοθέτη ο οποίος αποσύρει εξαρχής κάθε αντιπερισπασμό προκειμένου να εστιάσει στους ηθοποιούς και στον αντίκτυπο της ιστορίας του-τα δυο στοιχεία που θεωρεί βασικότερα όλων. Κι εκεί είναι που η «Αγανάκτηση» αποκτά δύναμη. Είτε όταν γεμίζει την οθόνη με την αφοπλιστική εκφραστικότητα στο παιδικό πρόσωπο του Λέρμαν είτε όταν μετατρέπει την εικοσάλεπτη λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ δυο ανθρώπων σε μια σκηνή κλιμακούμενης έντασης που απαιτεί από το κοινό και κερδίζει την απόλυτη προσήλωση.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT