Το «Αγκάθι» ξεκινά με μια ευχαριστή στιγμή, μια δεξίωση γάμου και τα βλέμματα των νεόνυμφων για μια γεμάτη και ευτυχισμένη ζωή και συνεχίζει με μια ανορθόδοξη απόφαση, τη μεταφορά τους σε ένα μοναχικό αγροτικό σπίτι αντί της συνηθισμένης μεγαλούπολης. Οι μόνοι με τους οποίους έχουν επαφή είναι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι παραιτημένων από τη ζωή ανθρώπων, κάτι που ενεργοποιεί από νωρίς τους συμβολισμούς της ταινίας.
Το σπίτι στο οποίο ζουν δίπλα στο δάσος γίνεται μια ελλειπτική απεικόνιση της ζωής στο «δάσος» μιας μεγαλούπολης και η απόσταση των 2 γίνεται ανεξήγητα μεγάλη. Τις υποσχέσεις μιας υπέροχης ζωής διαδέχονται η ζήλεια, ο ανταγωνισμός και η αμφιβολία για την πράξη τους, όπως ακριβώς θα συνέβαιναν στους αγχωτικούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, με το φιλμ να λειτουργεί ως μια αλληγορική ματια προς τις σημερινές ερωτικές σχέσεις και το χάος που υπάρχει ανάμεσα στα όνειρα της αρχής και τους συμβιβασμούς της πορείας.
Οι σκοποί του Τζάφκα γίνονται σαφείς από νωρίς και ο αργός, επιβλητικός ρυθμός περισσότερο βοηθά στο «τέντωμα» της διάρκειας παρά στην εννοιολογική ευρύτητα της ταινίας. Η όλη ιδέα θα μπορούσε να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, αν δεν έπαιζε στην υπόλοιπη διάρκεια με άλλα κινηματογραφικά είδη και κυρίως με αυτό του ψυχολογικού θρίλερ, κάτι που δίνει ξεχωριστό ενδιαφέρον στην ιστορία του και διαμηνύει το φιλόδοξο φλερτάρισμα με το σινεμά του Μπέργκμαν, το οποίο ο δημιουργός φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα.