Η περίπτωση του Ξαβιέ Ντολάν είναι ιδιάζουσα. Χωρίς να έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να υπογράψει μια αληθινά σημαντική ταινία, o 27χρονος σκηνοθέτης από το Κεμπέκ κατόρθωσε, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, να αναγορευτεί σε υπολογίσιμη καλλιτεχνική δύναμη, έχοντας στο μεταξύ χρησιμεύσει ως ο καλύτερος μάνατζερ και διαφημιστής του εαυτού του. Με εξαίρεση, όμως, το συμπαθές ντεμπούτο του με τίτλο «J'ai Τué ma Μère» (2009) και το εξίσου ενδιαφέρον «Tom in the Farm» (2013), καμία από τις συνολικά έξι μεγάλου μήκους απόπειρές του δεν έχει σταθεί αρκετή για να βεβαιώσει ότι, εκτός από το νεαρό της ηλικίας του, την ξεκάθαρα ναρκισσιστική περσόνα του, την επιδειξιομανία του πίσω από την κάμερα και την δεδηλωμένη μανία του να κερδίσει σύντομα έναν Χρυσό Φοίνικα, ο Ντολάν αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση σκηνοθέτη.
Το πώς οι Μαριόν Κοτιγιάρ, Βενσάν Κασέλ, Λεά Σεντού, Γκασπάρ Ουγιέλ και Ναταλί Μπάιγ πείστηκαν να συμμετάσχουν στη νέα του ταινία, πάντως, ίσως να αποτελεί εξαργύρωση του υπερβολικού hype το οποίο έχει συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια γύρω από το όνομά του και της αδυναμίας που φαίνεται να του έχουν φεστιβάλ όπως οι Κάννες, απ' όπου και ξεκίνησε, άλλωστε, τη διεθνή καριέρα του. Αυτή η αδυναμία συγκρούστηκε, παρ' όλα αυτά, πέρυσι με τα άφθονα γιουχαϊσματα που εισέπραξε η δεύτερη συμμετοχή του Ντολάν στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ (μετά το προπέρσινο «Mommy»).
Κινηματογραφική διασκευή στο ομότιτλο θεατρικό έργο που έγραψε το 1990 ο Ζαν Λικ Λαγκάρς, το «It's Οnly the End of the World» παρακολουθεί τον Λουί, έναν φτασμένο θεατρικό συγγραφέα, ο οποίος επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι και στην οικογένειά του έπειτα από 12 χρόνια απουσίας.
Ο γυρισμός του είναι προσωρινός και σκοπό έχει να γνωστοποιήσει στους συγγενείς ότι στον 35χρονο συγγραφέα απομένουν ελάχιστοι μήνες ζωής (η αιτία παραμένει αδιευκρίνιστη), μια πρόθεση την οποία ακούμε να μας εξομολογείται η ίδια η φωνή του Λουί, στο ξεκίνημα ήδη του φιλμ.
Πέρα από την πλήρη δραματουργική της αποτυχία, η ταινία άδικα πασχίζει να κρύψει ότι πίσω της δεν βρίσκεται ένας ενήλικος δημιουργός, αλλά ένας αυτάρεσκος πιτσιρικάς που έχει πολύ δρόμο ακόμη μπροστά του μέχρι να «μεγαλώσει» καλλιτεχνικά
Για τα υπόλοιπα 95 λεπτά που ακολουθούν, ο ήρωας και οι θεατές παραμένουν εγκλωβισμένοι στη νευρωτική παρέα μιας ομάδας ανθρώπων που αδυνατούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, σπάνια διατυπώνουν μια ολοκληρωμένη σκέψη ή ξεστομίζουν μια κανονική φράση και δυσκολεύονται να διαχειριστούν την απότομη επανεμφάνιση του άσωτου γιου της δυσλειτουργικής φαμίλιας. Αυτά μεταφράζονται σε ένα ανυπόφορο ρεσιτάλ υστερίας και στόμφου, από το οποίο η μόνη διαφυγή είναι η αποχώρηση από την αίθουσα, σε μια χούφτα ταλαντούχων ηθοποιών οι οποίοι χειρονομούν σπαστικά και φλυαρούν άσκοπα, μήπως και έτσι δώσουν λίγο βάρος στους ρηχότατους χαρακτήρες που κλήθηκαν να υποδυθούν, και σε μια ψευτοδιανοουμενίστικη προσέγγιση πίσω από την κάμερα, η οποία αναλώνεται ως επί το πλείστον σε ασφυκτικά κοντινά πλάνα επάνω σε πρόσωπα, όταν δεν καταφεύγει σε σύντομα, διαφημιστικής αισθητικής διαλείμματα αναμνήσεων.
Παγιδευμένος και ο ίδιος στο κλειστοφοβικό κινηματογραφικό σκηνικό που στήνει, ο Ντολάν όχι μόνο δεν καταφέρνει να δώσει διέξοδο στην αναπόφευκτη θεατρικότητα που του κληρονόμησε το έργο του Λαγκάρς, αλλά και πέφτει θύμα της υπερβολικής αυτοπεποίθησης και της συναισθηματικής ανωριμότητάς του, μετατρέποντας το φιλμ σε προβολή των προσωπικών του μειονεκτημάτων.
Πέρα από την πλήρη δραματουργική του αποτυχία, το «Ακριβώς το Τέλος του Κόσμου» άδικα πασχίζει να κρύψει ότι πίσω του δεν βρίσκεται ένας ενήλικος δημιουργός, αλλά ένας αυτάρεσκος πιτσιρικάς που έχει πολύ δρόμο ακόμη μπροστά του ώσπου να «μεγαλώσει» καλλιτεχνικά. Μέχρι να συμβεί κάτι τέτοιο, θα ήταν συνετό να ξεχάσει τους Χρυσούς Φοίνικες, να μετριάσει την υπερφίαλη περσόνα του και να επικεντρωθεί στο πώς να γυρίζει καλύτερες ταινίες.