Ο Χόρχε Λουίς Ρουχέλες αφιέρωσε την ταινία του σε όλες τις ανώνυμες γυναίκες που αγωνίζονται με σθένος, σ’ έναν κόσμο που δεν αφήνει περιθώρια για πολλή αισιοδοξία. Ανασύροντας μέσα από την κόλαση των ενόπλων συγκρούσεων στην Κολομβία, μια εφιαλτική καρτ-ποστάλ επιβίωσης εν μέσω εμφυλίου πολέμου, ο κολομβιανός σκηνοθέτης δομεί με τα πιο απλά υλικά μια αλληγορία για την Ελπίδα που μπορεί να κυοφορείται ακόμα και μέσα στην άβυσσο, αρκεί να βρεθούν άνθρωποι να την πιστέψουν και να ρισκάρουν τη ζωή τους, προκειμένου να γεννηθεί.
Ωμά ρεαλιστικό, ακατέργαστο και –αναπόφευκτα- βαρύ (από το γεγονός και μόνο ότι βλέπουμε παιδιά παγιδευμένα σε συνθήκες, στις οποίες ο πολιτισμός μας αρνείται και να τα φανταστεί), το «Αλίας Μαρία», άλλοτε φέρνει στο μυαλό την «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή» του Τέρενς Μάλικ(όταν ο φακός ξεστρατίζει από την αποστολή του που είναι να καταγράφει τις διάφορες φρικαλεότητες της μάχης και αφήνεται, για παράδειγμα, στην παρατήρηση μιας στρατιάς μυρμηγκιών), κι άλλοτε το πρόσφατο αριστούργημα του Λάζλο Νέμες, «Ο Γιος του Σαούλ», γιατί, όπως κι εκεί, όλη η ουσία βρίσκεται στον αγώνα που δίνει μια αδάμαστη ψυχή για να σώσει την Αθωότητα ως έννοια –την οποία προσωποποιεί και πάλι ένα παιδί.
Υιοθετώντας, απολύτως κατάλληλα, την οπτική γωνία της νεαρής ηρωίδας του, κι αφήνοντας όλη την αγριότητα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της, με την ακρίβεια πολεμικού ρεπορτάζ, ο Ρουχέλες τοποθετεί έναν αθώο χαρακτήρα στη θέση του παρατηρητή μιας συνθήκης, απέναντι στην οποία δεν έχει παρά την επιλογή της συνθηκολόγησης ή της γενναίας αντίστασης με ό,τι συνεπάγεται αυτό το ρίσκο.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το φιλμ ξεκινάει με έναν γιατρό που έχει επισκεφτεί τον καταυλισμό των ανταρτών και βοηθάει τις γυναίκες να πραγματοποιήσουν εκτρώσεις. Στον πόλεμο δεν συγχωρείται η αδυναμία, και μια έγκυος δεν μπορεί να μάχεται αποτελεσματικά. Η δημιουργία μιας νέας ζωής μέσα στο βασίλειο του θανάτου, όμως, είναι η υπέρτατη πράξη. Η μάχη που δίνει η Μαρία λοιπόν, είναι ανώτερη από όλες τις άλλες.
Με ερασιτέχνες ηθοποιούς στους βασικούς ρόλους, ανυποχώρητα πεσιμιστικό τόνο, γκρίζα χρώματα και μινιμαλισμό στη γραφή, το «Αλίας Μαρία», που προβλήθηκε στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ των Καννών, σε πρώτο επίπεδο αφηγείται την τραγωδία μιας χώρας, αλλά υπόγεια μετέρχεται κάθε μέσο προκειμένου να στρέψει την προσοχή του κοινού, από τη συγκεκριμένη εμφύλια σύρραξη και τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενά της, στις γενικότερες, οικουμενικές ευθύνες που συνεπάγεται η μητρότητα (με κυριολεκτική αλλά και μεταφορική σημασία) και το αιώνιο χρέος του ανθρώπου απέναντι στους απογόνους του.
Κι ενώ διαθέτει ένταση και συγκινητικά στιγμιότυπα, δεν καταφέρνει να συμπληρώσει τον καίριο λόγο της με μια αντίστοιχα ενδιαφέρουσα εικονογραφία, που θα μπορούσε να ικανοποιήσει και αισθητικά τον θεατή. Ο μουντός και προβλέψιμος τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται το φιλμ, μεταξύ αντιπολεμικής περιπέτειας και νεορεαλιστικού δράματος, διαταράσσεται ευχάριστα μόνο στο λυρικό φινάλε.
Επίσης, η στερεοτυπική απεικόνιση των σκληρών, «αναίσθητων» ανδρών, εισάγει τον μελοδραματισμό σε σκηνές που δεν τον έχουν ανάγκη για να προκαλέσουν συναισθήματα. Συνυπολογίζοντας την ρητή φεμινιστική πρόθεση του σκηνοθέτη να τιμήσει τις μαχόμενες γυναίκες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, καταλήγουμε με μια ενδιαφέρουσα ταινία «μηνύματος» που προκύπτει κάπως φτωχή σε καλλιτεχνικές αρετές.