20.000 χρόνια πριν, προφανώς η Γη δεν ήταν όπως την ξέρουμε σήμερα. Κατά συνέπεια, ούτε και αυτοί που την κατοικούσαν. Οι άνθρωποι της Παλαιολιθικής εποχής έπρεπε να επιβιώσουν σε έναν απόλυτα εχθρικό τόπο, να εδραιώσουν την ύπαρξη τους σε ένα περιβάλλον στο οποίο βρίσκονταν ακόμη πολύ μακριά από την κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Κάθε ημέρα στο κυνήγι θα μπορούσε να είναι και η τελευταία τους, τα άγρια φυσικά φαινόμενα αντιμετωπίζονταν με το δέος και τον φόβο της άγνοιας και οι «ανέσεις» τους περιορίζονταν σε κάποια πέτρινα εργαλεία, γούνες ζώων και συναθροίσεις στις σπηλιές γύρω από τη φωτιά. Χώρος για αυτούς που αντιμετώπιζαν την ζωή με συναίσθημα και όχι με ένστικτο, μοιάζει να μην υπήρχε.
Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, εικονογραφημένο με μεγαλοπρέπεια (αλλά και μια δόση πλαστότητας, εξ’ αιτίας των αδιάκοπων ψηφιακών εφέ) από τον Άλμπερτ Χιούζ, ζει ο νεαρός και συνεσταλμένος Κέντα, ο οποίος προσπαθεί να βρει τον προσανατολισμό του και να αποδείξει ταυτόχρονα ότι είναι άξιος γιος του αρχηγού της φυλής. Τα γεγονότα όμως θα τον αναγκάσουν να ενηλικιωθεί απότομα, όταν στο πρώτο του κυνήγι ως ισότιμο μέλος της ομάδας θα παρασυρθεί από έναν γιγάντιο βίσονα στο χείλος ενός γκρεμού και θα εγκαταλειφθεί εκεί από τους υπόλοιπους συντρόφους του, θεωρούμενος νεκρός. Στην προσπάθειά του να γιατρέψει τα τραύματα, να επιβιώσει από κάθε είδους κίνδυνο και να επιστρέψει σιγά σιγά στον οικισμό της φυλής του, θα βρει έναν απροσδόκητο φίλο που θα σημαδέψει μια αιώνια συμπόρευση δύο ειδών και θα σφραγίσει έναν δεσμό που άλλαξε τον ρου της εξέλιξης και της ιστορίας.
Χωρίς τη συνεισφορά του αδερφού του αυτή τη φορά, ο σκηνοθέτης του «Επισκέπτη από την Κόλαση» και του «Εκλεκτού», δίνει έμφαση στην δυνατή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και έναν πληγωμένο λύκο που ονομάζει «Άλφα» (εξ ου και ο τίτλος του φιλμ) αντιμετωπίζοντας την αφήγηση με απλοϊκότητα που θυμίζει αρκετά ταινίες της Ντίσνεϊ με ζώα. Βασίζοντας πολλά στο οπτικό κομμάτι της ταινίας του, αφήνει την ιστορία να εξελιχθεί σχεδόν σε αυτόματο πιλότο, εστιάζοντας ταυτόχρονα στον δισταγμό, την αμηχανία και την αβεβαιότητα δύο κατά βάση θηρευτών που στην αναγκάζονται στην αρχή και επιλέγουν στη συνέχεια να συμπορευτούν. Η ιστορία στολίζεται με διάφορα σχετικά προβλέψιμα επεισόδια που δυναμώνουν τον παράξενο αυτό δεσμό, αφήνοντας στο τέλος ένα κλασικό (πάλι στα πρότυπα του προαναφερθέντος κινηματογραφικού κολοσσού) και κοινότοπο ηθικό δίδαγμα γύρω από την αξία της οικογένειας και της συντροφικότητας. Παρόλα αυτά η ταινία έχει ρυθμό, δεν προλαβαίνει να μετατραπεί σε μια ανιαρή επανάληψη κλισέ -κυρίως λόγω της μικρής διάρκειάς της- και κερδίζει στο συναίσθημα, το οποίο μεταδίδεται κατεξοχήν μέσω της ανεπιτήδευτης ερμηνείας του Κόντι Σμιτ-Μακφί («Slow West», «Ο Δρόμος») η οποία και αποτελεί το πιο αξιόλογο ίσως στοιχείο της.
Συνοψίζοντας, το «Άλφα» καταφέρνει να γοητεύσει σε στιγμές, χωρίς να εκπλήσσει βεβαίως σχεδόν πουθενά. Όσο πιο μεγάλη είναι η οθόνη στην οποία θα επιλέξεις τελικά να το δεις, τόσο πιο εντυπωσιακό θα σου φανεί. Παρότι είναι πανεύκολο να αντιληφθείς πού το πάει και πώς θα εξελιχθεί, ενδέχεται να αφεθείς στιγμιαία στο εκφραστικά εικονογραφημένο φυσικό τοπίο, τις αδρές σιλουέτες και τις μικρές φωτεινές σπίθες που χάνονται ανεβαίνοντας στον αμόλυντο και αρχέγονο έναστρο ουρανό της αυγής της ανθρωπότητας. Ίσως και να καταφέρει να μεταδώσει και κάποιο συναίσθημα νοσταλγίας, οδηγώντας σε να δεις ένα ουσιαστικά παλιομοδίτικο φιλμ κατασκευασμένο με τεχνολογικά προηγμένη επιδεξιότητα. Μια γλυκιά επιστροφή στο παρελθόν (κινηματογραφικό, ιστορικό και προσωπικό), σε μια εποχή όπου μπορούσες ακόμη να συγκινηθείς από ταινίες όπως «Ο Φίλος μου κι Εγω» ο «Μπέντζι» ή το «Ελευθερώστε τον Γουίλι».